Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΚΡΙΤΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Αυθάδεια λαγνεύουσα,

Χαρτογραφώντας την επικράτεια του έρωτα














Της Αθηνάς Βογιατζόγλου

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με το πεζογραφικό έργο του Κώστα Βούλγαρη, θα εκπλαγούν διαβάζοντας την Αυθάδεια λαγνεύουσα.
Η αύρα αυτού του βιβλίου είναι διαφορετική: καταρχήν είναι το μικρότερο πεζογράφημα του Βούλγαρη, εβδομήντα μόλις «καθαρές» σελίδες· δεύτερον, το θέμα του είναι για πρώτη φορά ο έρωτας (από τις σταθερές αγάπες του συγγραφέα, την ιστορία, την πολιτική, τη φιλοσοφία, μόνο η τελευταία υπάρχει εδώ, σε περιορισμένες δόσεις)· τρίτον, πρόκειται για το πλησιέστερο προς την ποίηση έργο του, καθώς είναι γεμάτο από εστίες λυρικής έντασης και με αρκετές νησίδες δεκαπεντασύλλαβων (περισσότερων και από τα Άλογα της Αρκαδίας)· τέταρτον, είναι ολόκληρο γραμμένο σε βυζαντινότροπη γλώσσα, η οποία σταδιακά και σποραδικά είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται στα τελευταία κείμενα του συγγραφέα. Πέμπτον –και κυριότερο– είναι το πιο εκρηκτικά φορτισμένο με λεκτική και διανοητική ενέργεια έργο του, γεμάτο εντάσεις (τις οποίες θα προσπαθήσω να προσδιορίσω) και προκλητικά, θα έλεγε κανείς, πολυπρισματικό, καθώς η προσφιλής στον Βούλγαρη αφηγηματολογική, ειδολογική και ρητορική ποικιλία γίνεται εδώ πολύ πιο έντονα αισθητή από ό,τι συνέβαινε σε παλαιότερα βιβλία του, δεδομένης της μικρής έκτασης και της μονοθεματικότητας της Αυθάδειας.


Για να χρησιμοποιήσω μια μεταφορά που μπορεί κάπου να μας οδηγήσει, τα 41 μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το κομψό αυτό βιβλίο συνωθούνται, στα στενά όριά του, με εύφλεκτες «συνθλίψεις» και «προστρίψεις», όπως οι επιβαίνοντες στο λεωφορείο της «Οδού των Φιλελλήνων», παράγοντας αναγνωστική ηδονή. Πάντοτε, όμως, στον αντίποδα του πνεύματος και του γράμματος του Εμπειρίκου, καθώς ο Βούλγαρης δεν στοχεύει στην παραγωγή ερωτικής/σεξουαλικής λογοτεχνίας, αλλά σε έναν λόγο περί έρωτος· δεν τον αφορά ο Φρόυντ, τον ενδιαφέρει όμως –ώς ένα βαθμό– ο Λακάν, λέξεις-κλειδιά του οποίου διαστίζουν απρόοπτα το κείμενό του· η καθαρεύουσά του δεν είναι η αστική καθαρεύουσα του 19ου αιώνα, αλλά μια γλώσσα που άλλοτε παραπέμπει σε λόγια βυζαντινά κείμενα και άλλοτε σε δημώδη κείμενα της βυζαντινής λογοτεχνίας. Είναι μια γλώσσα επιλεγμένη με μια «λακανική» λογική, με την έννοια ότι αν το υποσυνείδητο εδράζεται στη γλώσσα, η οποία μαρτυρεί εν αγνοία μας τις κρυφές επιθυμίες μας, η γλώσσα των βυζαντινών αποτελεί παραδειγματική περίπτωση αυτού του φαινομένου απόκρυψης και αποκάλυψης· όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Βούλγαρης σε συνεντεύξεις του, στα βυζαντινά και τα πατερικά κείμενα, αλλά και στα αντίστοιχα λεξικά, ο ερωτισμός είναι ασφυκτικά συμπιεσμένος, καλυμμένος κάτω από τη θρησκευτική θεματολογία τους. Αυτή την υπόκωφη ένταση εκμεταλλεύεται, μεταξύ άλλων, στην Αυθάδεια, καθώς στόχος του δεν είναι κάποιο είδος σεξουαλικής απελευθέρωσης του αναγνώστη, αλλά ο αναστοχασμός πάνω στον έρωτα και, κυρίως, πάνω στον περί έρωτος λόγο. Με αφορμή το βιβλίο αυτό, εξάλλου, υπογραμμίζει ότι η αντίληψη πως ο έρωτας είναι «φάρμακο διά πάσαν νόσον» αποτελεί την ξεπερασμένη εμμονή μιας αισθητικά αμήχανης, περιοριστικής εκδοχής του μοντερνισμού.[1]
Αρκεί να παραβάλει κανείς το κεφάλαιο «Εκσπερμάτωση» της Αυθάδειας με τις στιγμές σεξουαλικής κορύφωσης του Μεγάλου Ανατολικού, για να αντιληφθεί ότι ο Βούλγαρης κινείται σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση από εκείνην του Εμπειρίκου. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Αμήν, αμήν, αμήν. Πάραυτα, πάραυτα, πάραυτα. Δεύρο, δεύρο, δεύρο. Ούτως, ούτως, ούτως. Χαριέντως, χαριέντως, χαριέντως. Πρόσω, πρόσω, πρόσω. Άγαν, άγαν, άγαν. Πλέον, πλέον, πλέον. Όλως, όλως, όλως. Ήττον, ήττον, ήττον. Ενταύθα, ενταύθα, ενταύθα. Αυτόθι, αυτόθι, αυτόθι. Κάλλιστα, κάλλιστα, κάλλιστα. Άλλως, άλλως, άλλως. Χαμαί, χαμαί, χαμαί. Επικνημίως, επικνημίως, επικνημίως. Αττικώς, αττικώς, αττικώς. Ελκηδόν, ελκηδόν, ελκηδόν. Θαρσούντως, θαρσούντως, θαρσούντως. Ανέδην, ανέδην, ανέδην. Άνωθεν, άνωθεν, άνωθεν. Φορμηδόν, φορμηδόν, φορμηδόν. Νυν, νυν, νυν. Ομού, ομού, ομού. Θεόθεν, θεόθεν, θεόθεν. Ηρέμα, ηρέμα, ηρέμα. Ουχί, ουχί, ουχί. Εισέτι, εισέτι, εισέτι. Τούμπαλιν, τούμπαλιν, τούμπαλιν. Ωσαύτως, ωσαύτως, ωσαύτως.
Ασυντελής και απρόσφορος η εναγώνιος της εκσπερματώσεως τελεσφορία. Ότι υπορρήτως αναπαρίσταται η σπορά και η αναπαραγωγή και του χρόνου το κυκλικόν, ως κατά της γεωπονίας και των ζώων την συνήθεια.
Εις εκείνους τους μανιώδεις, τους καταμετρούντας του έργου το αίσιον διά εκχυλισματικών τροπαίων, ως νίκες δήθεν ζωής επί θανάτου, αρμόζει η επιτίμηση και η αποστροφή: άφησε τους νεκρούς θάψουν τους εαυτών νεκρούς.
Οι τρεις φορές (ο ιερός αριθμός δεν είναι τυχαίος) επαναλαμβανόμενες λέξεις της καθαρεύουσας που αναπαριστούν εδώ τις στιγμές της ηδονής και του οργασμού ανατρέπουν ευρηματικά τα τυπικά επιφωνήματα λαγνείας στα οποία μας έχει συνηθίσει ο Εμπειρίκος· η υποτίμηση του «τροπαίου» της εκσπερμάτωσης ασφαλώς δεν συνάδει με την αντίληψή του, ενώ το «νίκες δήθεν ζωής επί θανάτου» μας παραπέμπει στο θριαμβευτικό φινάλε της «Οδού των Φιλελλήνων»,[2] για να το αντιστρέψει. Ο Βούλγαρης μοιάζει να αντιμετωπίζει την εκσπερμάτωση ως προβολή της έννοιας της προόδου, και σε αυτήν αντιτείνει την τελεολογία του κύκλου, όπως θα δούμε σχολιάζοντας το τελευταίο κεφάλαιο της Αυθάδειας.
Ποιο είναι, εντέλει, το θέμα του βιβλίου του Βούλγαρη; Είναι ο έρωτας και η ηδονή στις ποικίλες παραμέτρους τους, ψυχολογικές, βιολογικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, νομικές, λογοτεχνικές κλπ. Η ποικιλία των παραμέτρων αναδεικνύεται από την ποικιλία των αφηγηματικών φωνών και των ρητορικών τρόπων: βρίσκει κανείς εδώ διαλόγους ερωτευμένων, καβγάδες παντρεμένων, δίκες συζύγων, λυρικά εγκώμια για τη δύναμη του έρωτα και για τη γυναικεία ομορφιά, διατάξεις του βυζαντινού δικαίου για τον γάμο, την τεκνοποιία ή την πορνεία, καταλόγους ερωτικών βοτάνων και μαγικών λίθων, στοχασμούς για τον έρωτα, την αγάπη ή τον χωρισμό, φανταστικές ιστορίες παράξενων ερώτων, τον δραματικό μονόλογο μιας πόρνης, την εξυμνητική επιστολή ενός μαθητή της Υπατίας προς τη δασκάλα του, τον θρήνο της Ειρήνης Δούκαινας για τον νεκρό σύζυγό της, ένα δημοτικό τραγούδι και άλλα πολλά. Από τον δραματικό μονόλογο ώς τον κωμικό διάλογο, από τον φυσιοδιφικό ώς τον νομικό λόγο, από την αγιογραφία ώς την επιστολογραφία, από το εγκώμιο ώς τον θρήνο, το βιβλίο κινείται με άνεση μέσα στις αντιθέσεις του, σε μια ελεύθερη πλοήγηση σε είδη λόγου, τρόπους και ιδιώματα ανά τους αιώνες.
Η αφηγηματολογική, θεματική, υφολογική, ειδολογική και ρητορική ποικιλία της Αυθάδειας  ενισχύεται από την ποικιλία της πατρότητας των κειμένων που την απαρτίζουν. Η παραχάραξη της «αυθεντικής» συγγραφικής πατρότητας είναι διπλή, καθώς όχι μόνο ανιχνεύονται λόγοι και ίχνη από πολλά λογοτεχνικά, νομικά, φιλοσοφικά κλπ. από κείμενα των τελευταίων 10 αιώνων της γραμματείας μας, και σποραδικότερα των προηγούμενων, αλλά ενσωματώνονται και αρκετά αποσπάσματα ενός προγενέστερου έργου του Βούλγαρη, της Αερσίλοφου χώρας  (2011). Στο διπλό αυτό διακειμενικό παιχνίδι (με έργα άλλων αλλά και του ίδιου)[3] αποδύεται γενικότερα ο Βούλγαρης, ακολουθώντας την παιγνιώδη αντίληψη για τη γραφή συγγραφέων όπως ο Ροΐδης, ο Βαλτινός, ο Πάνου, αλλά και ο Έκο ή ο Μπόρχες. Κλείνοντας το εμβληματικότερο ώς σήμερα έργο του, την «πολυφωνική μεταμυθοπλασία» Εμφύλιο σώμα  (2014), όπου περιλαμβάνονται σχεδόν ολόκληρα παλαιότερα έργα του και μέρη άλλων σε μια νέα σύνθεση, μας αποκαλύπτει το συγγραφικό του πρόγραμμα:
[Τα βιβλία μου] ενσωματώνουν σελίδες, φράσεις, λέξεις, ήχους, από άπειρα άλλα βιβλία, από κείμενα παντός είδους, άπειρων άλλων ανθρώπων, όπως και οι φωνές που μιλούν εδώ αμέτρητες είναι, με κριτήριο και στόχο να συντεθεί μια καινούρια, ευρύτερη αφήγηση, σε δομή ανόμοιων αλλά επάλληλων, ατελεύτητων κύκλων. Γιατί πλέον το κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμική ακολουθία λέξεων, απ’ όπου αναδύεται μία έννοια μοναδική, αλλά είναι ένας χώρος όπου συνυπάρχουν και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές ... Στη θέση τού έκπτωτου Συγγραφέα έρχεται πλέον ο γραφέας, ο οποίος δεν διακατέχεται από πάθη, κέφια, αισθήματα, εντυπώσεις, αλλά έχει στη διάθεσή του το απέραντο εκείνο λεξικό, απ’ όπου αντλεί μια γραφή που δεν σταματά ποτέ. Μια γραφή που, αρνούμενη να αποδώσει στο κείμενο κάποιο κρυμμένο μυστικό, δηλαδή μία έσχατη έννοια, ελευθερώνει μια δραστηριότητα την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αντιθεολογική.[4]
Στην Αυθάδεια λαγνεύουσα  το αντιθεολογικό αυτό πρόγραμμα υπηρετείται από μια εν πολλοίς θεολογική γλώσσα, και αυτή είναι μία από τις πολλές εντάσεις που δίνουν στο έργο αυτό το ξεχωριστό νεύρο του. Άλλες πηγές έντασης είναι η αντίστιξη του προμοντέρνου γλωσσικού ιδιώματος και του μεταμοντέρνου πνεύματος, η συνάντηση λέξεων από τις κοινωνικές επιστήμες και την ψυχανάλυση με λέξεις από εκκλησιαστικά ή βιβλικά κείμενα, η γειτνίαση καθαρά διανοητικών, απρόσωπων κεφαλαίων με κεφάλαια έντονου συγκινησιακού φόρτου, η συνύπαρξη έμμετρων και πεζών αποσπασμάτων, αλλά και η όσμωση του πραγματικού και του επινοημένου, καθώς το βιβλίο μένει πιστό στον υπότιτλό του: «Ερωτικές ιστορίες και φαντασίες». Πραγματολογικά στοιχεία όπως το βυζαντινό δίκαιο ή οι αρχαιοελληνικοί μύθοι εναλλάσσονται με ονειρικές αφηγήσεις, πραγματικά βότανα και λίθοι εναλλάσσονται με επινοημένα, καθώς ο Βούλγαρης παίζει με την πραγματικότητα όπως η γάτα με το ποντίκι, ενισχύοντας το ανοικειωτικό αποτέλεσμα στο οποίο αποσκοπεί η τέχνη του.[5]
Όπως ήδη, ίσως, έχει διαφανεί, η Αυθάδεια λαγνεύουσα  είναι το πιο αγαπημένο μου πεζογράφημα του Βούλγαρη, και αυτή την υποκειμενική αναγνωστική συνθήκη θα προσπαθήσω να εξηγήσω, κάνοντας ορισμένες «αντικειμενικές» φιλολογικές παρατηρήσεις. Πέρα από την υψηλή ενεργειακή φόρτιση του κειμένου, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, με ελκύουν η έντονη ποιητικότητά του, ο ευρηματικός τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί και ενίοτε μεταμορφώνει υλικό από την Αερσίλοφο χώρα  και ο στέρεος τρόπος με τον οποίο ενορχηστρώνεται το ελεύθερο παιχνίδι με τη γλώσσα και με τα κάθε είδους κείμενα που συνυπάρχουν σε αυτό το βιβλίο. Η Αυθάδεια  είναι ένα εγχείρημα ερεθιστικό, όχι μόνο για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία αλλά και για όσους αγαπούν τη φιλολογία.
Α/ Η ποιητικότητα
Το άρωμα της βυζαντινής ρητορικής ενισχύεται στο έργο αυτό με δόσεις δημωδών δεκαπεντασύλλαβων. Για τους βυζαντινούς, ο λόγος έπρεπε να είναι χαρίης, σεμνός, ηδύς, σαφής, αβρός, δεινός – είμαστε πολύ μακριά από το ρομαντικό πάθος. Οι υφολογικές αυτές προδιαγραφές εξυπηρετούν άριστα τις στοχεύσεις του Βούλγαρη, ο οποίος δεν δημιουργεί λογοτεχνία μυθοπλαστική αλλά, όπως είπαμε, αναστοχαστική, και επιπλέον δείχνει να έλκεται από το ήθος των βυζαντινών, όπως καθρεφτίζεται στην κομψή καθαρότητα της γραφής τους. Όντας φανερά εξοικειωμένος τόσο με τη δημώδη όσο και με τη λόγια βυζαντινή γραμματεία, κινείται με άνεση στο πεδίο αυτό και υπακούει στους κανόνες του, όπως ήταν, π.χ., το «να μην υπάρχει συλλαβή αντιτιθέμενη στο ρυθμό, ούτε διάταξη λέξεων που να μην ευχαριστεί τα ώτα του ακροατού» (Χορίκιος).[6] Η λέξη «φαντασία» του υπότιτλου του βιβλίου έχει και την έννοια της μουσικής σύνθεσης ελεύθερης μορφής για όργανο ή ορχήστρα, έννοια που ανταποκρίνεται στην αυτοσχεδιαστική μελωδικότητα της Αυθάδειας, όπου οι παρηχήσεις, οι συνηχήσεις, τα κοσμητικά επίθετα και οι κάθε είδους συντακτικές επαναλήψεις αξιοποιούνται στο έπακρο.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το πυκνής ρητορικότητας κεφάλαιο «Έρως», όπου υιοθετείται η πανάρχαιη μέθοδος της καταλογικής απαρίθμησης, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύσσεται λυρικά ένας στοχασμός για τη φύση του έρωτα:
Άρρητος και πυρίδρομος και χθόνιος, ως της νυκτός το λαμπρότερον εκβλάστημα. Αιολόμορφος και χρυσόκομος, ως των φόβων όλων σκεδαστής. Ηδυπρόσωπος και πολυόργιος, ως της καρδίας ταρακτής αέναος. Παυσίπονος και φιλάλυπος, ως της ψυχής παρηγορία εσχάτη. Υγροκέλευθος και οιστρομανής, ως των άθλων αιτία πρωτεύουσα. ... Αυθάδης και λάγνος και έμφυλος, ως του προσώπου εννοημάτωση. Ως ο κόσμος αέναος. Ως των θνητών η χειραφέτηση.
Το μικρότερο κεφάλαιο του βιβλίου, το «Γανυμήδης και Ελένη» –όπου δίνει και μια ανατρεπτική εικόνα των δύο αυτών προσώπων/συμβόλων του έρωτα– είναι αλλιώς ποιητικό, με την πλήρη συντακτική ισορροπία στην περιγραφή των γεννητικών οργάνων των δύο φύλων και τη χρήση διπλών ανομοιοκατάληκτων 15σύλλαβων:
Φαλλός, μόνος· πένθιμο ρόδο κι άοσμο, από οργασμού νηστεύεις, μετά ωδών και επωδών και πράξεις του θαλάμου.
Αιδοίον, επιλήσμον· της ασελγείας θέλγητρο και κάλλους εκμαγείο, το πάθος το ομόφυλο ένδοθεν αποκρύπτεις.
Ο 15σύλλαβος κυριαρχεί απόλυτα στα πέντε πρώτα, από τα 41, κεφάλαια του βιβλίου, καθώς και στο τελευταίο. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πολλαπλό, και αφορά τη δημιουργική ελευθερία με την οποία κινείται ο Βούλγαρης και την επινοητικότητά του, που δεν αφήνει ποτέ τον προσεκτικό αναγνώστη να χαλαρώσει την εγρήγορσή του. Έτσι, α) άλλοι από τους 15σύλλαβους διαδέχονται κανονικά ο ένας τον άλλον στο μάκρος της τυπογραφικής σελίδας, και άλλοι είναι ενωμένοι σε παραγράφους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται διαφορετική εικόνα στο κείμενο και η προσωδιακή ενέργεια να μεταβάλλεται. β) Άλλοι από τους 15σύλλαβους, αυτών των πέντε κεφαλαίων, είναι του ίδιου του Βούλγαρη και άλλοι αντλούνται από έναν εντυπωσιακά ευρύ λογοτεχνικό χάρτη, ξεκινώντας από τον Διγενή Ακρίτα και προχωρώντας στα Πτωχοπροδρομικά, στην ποίηση του λόγιου Νικόλα Ειρηνικού, στον Βέλθανδρο και τη Χρυσάντζα, την Αχιλληίδα, τη Διήγηση Απολλωνίου του Τύρου, τον Πουλολόγο, τη διήγηση Περί γέροντος να μην πάρη κορίτσι, τα δημοτικά τραγούδια του θανάτου διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, και πιθανότατα σε άλλα κείμενα που δεν κατόρθωσα να ανιχνεύσω. Το μωσαϊκό αυτό, ενισχυμένο από στίχους του ίδιου του Βούλγαρη, δεν δίνει την εντύπωση κολάζ· οι διάλογοι και οι μονόλογοι ηχούν απόλυτα φυσικοί, καθώς ο συγγραφέας κινείται με άνεση στη μεσαιωνική γραμματεία και έχει δουλέψει κεφάτα με το υλικό του. γ) Σε μερικές περιπτώσεις, το κείμενο-πηγή μεταβάλλεται ελαφρώς, με ενδιαφέροντα αποτέλεσμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μάς δίνει η εναρκτήρια παράγραφος της Αυθάδειας, που αποτελείται από τέσσερις στίχους του Βέλθανδρου, ακολουθούμενους και τρεις της Αχιλληίδας, όχι πάντα τοποθετημένους στη σειρά με την οποία βρίσκονται στο πρωτότυπο:
Εις των χαρίτων την αυλήν εκάθισεν η φύσις, κι εσύναξε, εμάζωξε καταλεπτώς τα πάντα, του κόσμου όλες τις χάριτες και τις ευφροσύνες, κι εις το κορμί σου απλοχερώς εχάρισέ τες πάνω. Δούλος σου ταπεινός εγώ, καταδεδουλωμένος, γραφή σού γράφω ερωτική εκ του έσωθεν πόθου· άπλωσε, πιάσε, ανάγνωσε, μην την περιφρονήσεις.
Το διακειμενικό αυτό παιχνίδι θα έπρεπε να παράγει μια αρμονική ακολουθία επτά «πρωτονεοελληνικών» 15σύλλαβων. Ωστόσο, ο Βούλγαρης μετατρέπει τον στίχο του Βέλθανδρου «του κόσμου όλες τις χάριτες και τις ευμορφοσύνες» σε «του κόσμου όλες τις χάριτες και τις ευφροσύνες», με αποτέλεσμα αφενός να ενισχύεται ο ψυχικός παράγοντας του έρωτα έναντι της υλικότητας του σωματικού κάλλους, και αφετέρου ο 15σύλλαβος να αποδομείται, δίνοντας τη θέση του στο άθροισμα ενός ιαμβικού 8σύλλαβου και ενός 6σύλλαβου που θα μπορούσε να διαβαστεί είτε ως τροχαίος είτε ως μεσοτονικός («και τις ευφροσύνες»)· το μετρικό αυτό παραπάτημα έχει θετικό αποτέλεσμα στη συνολική ρυθμική αίσθηση του αποσπάσματος, γιατί την ποικίλει ανατρέποντας τις αναμονές μας.[7] Τέτοια μετρικά παραπατήματα δημιουργούνται και άλλες φορές, καταλήγοντας πότε σε διπλούς 6συλλαβους και 7σύλλαβους, πότε σε ιαμβικούς 13σύλλαβους, ή ακόμη και 11σύλλαβους στίχους, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη διάταξη πολλών από τους στίχους σε παραγράφους, δεν αποκόπτει τελείως το νήμα μεταξύ ποίησης και πεζού, διατηρώντας, στα κεφάλαια αυτά, την ειδολογική ένταση που διέπει το βιβλίο στο σύνολό του.
Β/ Ανασκευάζοντας και διασκεδάζοντας
Το παιχνίδι της Αυθάδειας λαγνεύουσας
με την Αερσίλοφο χώρα
Το ένα τρίτο, σχεδόν, της Αυθάδειας  αντλείται από το λογοτεχνικό αρχείο Αερσίλοφος χώρα,[8] με μια πραγματικά πολυμήχανη ποικιλία τρόπων. Καθώς ο Βούλγαρης έχει αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει πρωτοτυπία όχι μόνο σε σχέση με τον λόγο των άλλων αλλά και σε σχέση με τον λόγο του ίδιου του εαυτού μας, αποδύεται συχνά στην επανεπεξεργασία των έργων του, αξιοποιώντας εικόνες, αφηγήσεις και στοχασμούς του προς νέες νοηματικές κατευθύνσεις και μέσα σε άλλα, συνήθως, αισθητικά μορφώματα. Από αυτή την άποψη, ο χαρακτηρισμός της Αερσίλοφου χώρας  από τον συγγραφέα ως «λογοτεχνικού αρχείου» (καθώς έχουμε να κάνουμε λιγότερο με ένα λογοτεχνικό «έργο» και περισσότερο με μια εγκυκλοπαίδεια, θα λέγαμε, των ανθρωπίνων) έχει και τη σημασία του έργου-τροφοδότη: όπως και η Αυθάδεια, το Εμφύλιο σώμα ξεκινά με απόσπασμα από το βιβλίο αυτό, από το οποίο αξιοποιεί και άλλα χωρία. Ωστόσο, η σχέση της Αερσίλοφου  με την Αυθάδεια  είναι πολύ στενότερη και πιο συστηματική. Και τα δυο βιβλία χρησιμοποιούν βυζαντινότροπη γλώσσα, δομούνται σε σύντομα τιτλοφορημένα κεφάλαια και αναπτύσσουν γενικά θέματα με ενίοτε φιλοσοφική αλλά και υμνητική διάθεση. Ωστόσο, στην Αερσίλοφο  συζητώνται περίπου τα πάντα, από την ιστορία, τη γεωγραφία, τη δικαιοσύνη, την πολιτική, μέχρι τη μυθολογία, την τέχνη, τα όνειρα, τις ηθικές αξίες, ενώ η Αυθάδεια αναπτύσσει σε πλάτος και βάθος μόνο ό,τι στο προγενέστερο έργο θίγεται ελάχιστα: τον έρωτα και τα περί αυτόν.
Έτσι, πολλοί δομικοί και ρητορικοί θύλακες της Αερσίλοφου  μετατονίζονται με κρίσιμες αλλαγές λέξεων, φράσεων, ακόμα και αφηγηματικών προσώπων, προκειμένου να παίξουν στο «κλειδί» του έρωτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εκτενείς κατάλογοι λίθων και βοτάνων, οι οποίοι επανεμφανίζονται στην Αυθάδεια  με τα ίδια ονόματα, άλλη διάταξη και συχνά διαφορετικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, η βοτάνη «κριθή», που στην Αερσίλοφο  προστατεύει από κάθε νόσο, εδώ βοηθά τους εραστές να μην εγκαταλείπουν ποτέ το έργο τους· η βοτάνη «σείστρος» (φόρος τιμής στον στον Νίκο Εγγονόπουλο),[9] ενώ στην Αερσίλοφο  προφυλάσσει από τον φόβο της φαντασίας, εδώ προφυλάσσει από τα αφροδίσια· κι ακόμη, στα είκοσι βότανα της Αερσίλοφου  προστίθενται στην Αυθάδεια  τρία άκρως ερωτικά, όπως η βοτάνη «αβυσσόκολπος», φόρος τιμής στον πελοποννήσιο Τάκη Σινόπουλο[10]: «Και βοτάνη σχοινώδης, αβυσσόκολπος καλουμένη, εν τη νήσω του Πέλοπος ευδοκιμούσα· εις τας εορτάς του υμεναίου πίεται ως ρόφημα, και πάσαν φθορά επισκευάζει».
Παρομοίως, ο διάλογος ανάμεσα στη «Θεωρία» και τον «Λόγο» στο κεφάλαιο «Ο εφιάλτης του συγγραφέα» της Αερσίλοφου  μετατρέπεται, στην Αυθάδεια, σε διάλογο μεταξύ των μελών ενός ερωτικού ζεύγους, ενώ ένα εγκώμιο στην «τέχνη του λόγου» προσαρμόζεται, με αντιμεταθέσεις παραγράφων και μικροαλλαγές, σε ύμνο στην ηδονή – με την επιπλέον μεταμόρφωση μιας σειράς ελεύθερων στίχων σε πεζό λόγο.
Εκεί που η συγγραφική «απελευθέρωση» του Βούλγαρη φανερώνεται εντονότερα είναι, νομίζω, στην επιλογή του να παραθέσει στην Αυθάδεια  αυτούσιο το κεφάλαιο της Αερσίλοφου  «Εξομολόγηση». Πρόκειται για ένα τρισέλιδο ερωτικό εγκώμιο, η ρητορική μαστοριά του οποίου αναδεικνύεται πολύ περισσότερο στο νέο έργο από ό,τι στην ογκωδέστερη Αερσίλοφο, καθώς ταιριάζει και με το όλο ερωτικό περιβάλλον του βιβλίου στο οποίο μεταφυτεύεται. Με απηχήσεις από την «Ελεωνόρα» του Εγγονόπουλου και αντιστίξεις με το Άσμα Ασμάτων  στη μετάφραση του Σεφέρη, αλλά και με καταιγιστικούς καταλόγους μετωνυμιών της εξυμνούμενης, που μετατρέπουν σε ποίηση τη διαδικασία της αναδίφησης στα μεσαιωνικά λεξικά, το κείμενο είναι από τα καλύτερα της Αυθάδειας – και αναρωτιέται κανείς αν είναι τυχαίο το γεγονός ότι περιέχει τους τίτλους και των δυο βιβλίων του Βούλγαρη στα οποία περιλαμβάνεται:
Της σαρκός ανδριάντας, κάλλος θείας εικόνας, αυθάδεια λαγνεύουσα, θήραμα επαγγελίας, εμπρησμός ψυχής, ορμή φιλήδονη, παθών σκοτοδίνη, εμπάθεια λογισμού ... αβόητη πίστη, αγλαόκαρπο θέρος, άγναμπτη πειθώ, αγρύπνιον πένθος, αγχιτέλεστε χρόνε, αερσίλοφη χώρα... κλπ.
Γ/ Η δομή
«Αυθάδεια λαγνεύουσα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συνολικά ο τρόπος με τον οποίο παράγει ο Βούλγαρης την τέχνη του, με την έννοια της ποικιλότροπης, όπως είδαμε, «αυθάδειας» προς τους κατεστημένους λογοτεχνικούς τρόπους και της χωρίς αναστολές ικανοποιούμενης «λαγνείας» της γλώσσας. Ωστόσο, στο έργο που μας απασχολεί διακρίνεται μια δομική μέριμνα που οριοθετεί, θα έλεγε κανείς, τόσο την αυθάδεια όσο και τη λαγνεία, δίνοντας ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Ενώ, όπως παρατηρεί στην κριτική της για την Αυθάδεια  η Ελισάβετ Αρσενίου, «η γλώσσα λειτουργεί σε μια γενική οικονομία, όχι αυτή που υπόκειται σε ελέγχους-περιορισμούς, αλλά αυτή που κινείται από το υπέρ, το υπόλοιπο, και τις υπερβάσεις ενέργειας που δεν μπορούν να καταναλωθούν»,[11] από την άλλη μεριά, όπως σωστά εκτιμά στη δική του κριτική ο Γιώργος Βέης, «στη θέση μιας ενδεχόμενης μικρο-Βαβέλ διακρίνεται με καθαρότητα ένα ενδελεχές αισθητικό μόρφωμα».[12]
Το βιβλίο ξεκινά με ένα πολλαπλό διακειμενικό παιχνίδι, καθώς τα πέντε πρώτα κεφάλαιά του αντλούνται εν πολλοίς από δύο εκτενή κεφάλαια της Αερσίλοφου χώρας  («Η κάτω πόλις» και «Νοοτροπίες και διατάξεις»), τα οποία, με τη σειρά τους, αντλούνται, σε μεγάλο μέρος τους, από ποικίλα δεκαπεντασυλλαβικά ποιήματα της πρωτονεοελληνικής γραμματείας μας. Όλα τα υπόλοιπα κεφάλαια της Αυθάδειας είναι γραμμένα σε πεζό λόγο, αλλά ο συγγραφέας επανέρχεται στον δεκαπεντασύλλαβο στο τελευταίο κεφάλαιο, με ένα ποίημα, οι δεκατέσσερις στίχοι του οποίου μας μεταφέρουν από τη δημώδη βυζαντινή παράδοση στην παράδοση των μοιρολογιών των περιοχών της Γορτυνίας και της Βόνιτσας. Από την κληρονομιά του Βυζαντίου, το βιβλίο εκβάλλει στο γλωσσικό μας παρόν. Παραθέτω το ποίημα:
Ο τάφος
Εδώ το λένε Μαυρηγής κι αραχνιασμένο χώμα,
που τρώει νιους και χαίρεται τις νιες να καταπίνει,
εδώ συδυό δεν κάθονται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
και πάει χώρια το κορμί και χώρια το κεφάλι,
πέφτουν τα κομποδάχτυλα, πέφτουν τα δαχτυλίδια,
κι είναι τα φίδια πλεχταριές, γαϊτάνι τα σκουλήκια,
π’ όταν πεινάνε για ψωμί, τρώνε το πρόσωπό σου,
π’ όταν διψάνε για νερό, ρουφάν τα δυο σου μάτια,
μα σαν η γης σε πάρει σε, πολύ θα αγροικήσει,
θα βγάλει χόρτα πράσινα και κόκκινα λουλούδια,
και φύτρα μιας γλυκομηλιάς, στα σκέλια σου, στη ρίζα,
και κάτω απ’ τη γλυκομηλιά, θα βγει μια κρυαβρύση,
να παν οι νιες να λούζονται, κι οι νέοι να νιβώνται,
να πάνε κι οι γραμματικοί, να φτιάνουν το μελάνι.
Η Αυθάδεια, λοιπόν, ανοίγει και κλείνει με τον πρωταγωνιστικό, στην ποιητική μας παράδοση των τελευταίων δέκα αιώνων, ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και με έντονα διακειμενικό στίγμα. Θεματικά, εξάλλου, ξεκινά με τα πάθη του έρωτα και καταλήγει με τα πάθη του θανάτου, πάντα με πρωταγωνιστές τους νέους. Στον ιδανισμό του ερωτικού διαλόγου του πρώτου κεφαλαίου, που απορρέει από το κλίμα των ιπποτικών μυθιστορημάτων, αντιπαρατίθεται ο μακάβριος νατουραλισμός του «Τάφου», όπως απαντάται στα δημοτικά τραγούδια του θανάτου (οι στίχοι «πέφτουν τα κομποδάχτυλα, πέφτουν τα δαχτυλίδια» και «κι είναι τα φίδια πλεχταριές, γαϊτάνι τα σκουλήκια» βρίσκονται σε πολλές παραλλαγές ανά την ελληνική επικράτεια). Εντέλει, όμως, προβάλλεται η κυκλική κίνηση της ζωής, καθώς στον «Τάφο» συνδυάζεται η φρίκη της σήψης με το θαύμα όχι πλέον της αναγέννησης αλλά της μεταμόρφωσης. Πάνω από τους θαμμένους νέους θα φυτρώσουν κόκκινα λουλούδια και μια γλυκομηλιά – «μήλο μυρωδάτο» και «τριανταφυλλιά κόκκινη» αποκαλεί ο ερωτευμένος την καλή του στο ξεκίνημα του έργου. Η ισορροπία λοιπόν αποκαθίσταται, σε ένα νέο πεδίο. Και αυτό γιατί ενώ στα πέντε πρώτα κεφάλαια της Αυθάδειας (με τους όχι τυχαία ομόρριζους τίτλους «Η τελετουργία», «Η τελετή», «Η τελεσιουργία», «Η τελευτή», «Η τελεσιδικία»)[13] πρωταγωνιστεί ο άντρας, που στην αρχή υμνεί την αγαπημένη του, στη συνέχεια καθυβρίζει τη σύζυγό του, μετά λέει τα βάσανά του σε ένα φίλο του και, τέλος, απολογείται στον δικαστή του, στον «Τάφο» απόλυτη πρωταγωνίστρια είναι το θήλυ, η «Μαυρηγής» των δημοτικών μας μοιρολογιών, θεότητα της ζωής και του θανάτου, της φθοράς και της γονιμότητας, της συνέχειας και της νεογονίας.[14]
Το βιβλίο διαπερνάται από το χριστιανικό ήθος των βυζαντινών και τελειώνει με την παγανιστική πεποίθηση ότι τα πάντα είναι υπόθεση της γης. Στο κεφάλαιο «Οργασμός», εξάλλου, είδαμε τον συγγραφέα να τοποθετείται σχετικά: «Ασυντελής και απρόσφορος η εναγώνιος της εκσπερματώσεως τελεσφορία. Ότι υπορρήτως αναπαρίσταται η σπορά και η αναπαραγωγή και του χρόνου το κυκλικόν, ως κατά της γεωπονίας και των ζώων την συνήθεια». Η Αυθάδεια είναι έργο κοσμικό, γραμμένο σε λόγο θεοσεβή. Όσα πιστεύουν οι εκκλησιαστικοί πατέρες για την εις θεόν πίστη, ο Βούλγαρης τα αποδίδει στον έρωτα, ο οποίος, στο κεφάλαιο «Τιθάσευση», εμφανίζεται να μας εξανθρωπίζει («ότι θηρίον ο άνθρωπος, πολυειδές και πολύμορφον», διαβάζουμε με τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου): «Επιστάτης θηρίων ο άνθρωπος, και φαρμακεία ο έρως, το θείον τούτο συναίσθημα. Ψυχής ευγενισμός, σώματος κάθαρση και τελείωση». Η συνουσία, εξάλλου, στο ομότιτλο κεφάλαιο ορίζεται ως «έδρα και νόημα της υπάρξεως, και του κόσμου επανίδρυσις και επανακατάρτισις». Ύστατη συνουσία είναι εκείνη του νεκρού σώματός μας με το χώμα, η οποία στον «Τάφο» οδηγεί στην επανανθοφορία της γης αλλά και στο ξεπήδημα μιας «κρυαβρύσης», όπου πλένονται οι νέοι και –κυρίως– «οι γραμματικοί φτιάνουν το μελάνι». Όλα δουλεύουν για χάρη της γραφής. Με αυτήν, εξάλλου, ξεκινάει η Αυθάδεια, καθώς στην πρώτη παράγραφο του έργου ο ερωτευμένος δηλώνει: «γραφή σου γράφω ερωτική εκ του έσωθεν πόθου· άπλωσε, πιάσε, ανάγνωσε, μην την περιφρονήσεις». Τάδε έφη ο συγγραφέας της Αχιλληίδος. Αλλά αυτό προσδοκά και ο Βούλγαρης από τους αναγνώστες του, τους οποίους, ομολογουμένως, κρατά σε διαρκή εγρήγορση, καθώς κάθε σελίδα της Αυθάδειας λαγνεύουσας  έχει κάτι διαφορετικό να μας πει, και έναν διαφορετικό τρόπο να μας πει αυτό το κάτι.

Περιοδικό Οροπέδιο, τχ. 18, άνοιξη-καλοκαίρι 2017





[1] Βλ. τη συνέντευξή του στην Κατερίνα Καρέλα με τίτλο «Αριστερή αυθάδεια, τέχνη λαγνεύουσα;», Η Αυγή της Κυριακής, 3 Απριλίου 2016.
[2] «...έκαμαν [οι Έλληνες] οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», Οκτάνα.
[3] Για «το σύμπτωμα λογοκλοπής, από τον ίδιο τον συγγραφέα, των γραπτών του!», μιλάει η Τζίνα Πολίτη, γράφοντας για το Εμφύλιο σώμα, oanagnostis.gr, 14.12.2014.
[4] Κώστας Βούλγαρης, Το εμφύλιο σώμα. Πολυφωνική μεταμυθοπλασία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2014, σ. 361.
[5] Τις απόψεις του για τη σχέση τέχνης και πραγματικότητας εξέθεσε πρόσφατα στο κείμενό του «Η Ιλιάδα ως πηγή της ιστορίας» (Η Αυγή της Κυριακής, 4 Σεπτεμβρίου 2016), όπου μεταξύ άλλων παρατηρεί: «Όλη η συνθήκη της τέχνης αφορά την προσπάθειά της να πλησιάσει την πραγματικότητα ή να απομακρυνθεί απ' αυτήν. Η “απόλυτη επιτυχία” της, είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, είναι ο θάνατός της. Η διάρκειά της, η ύπαρξή της, εξαρτάται από τη διαρκή ανανέωση και εφευρετικότητα της αέναης διαδικασίας που ορίζεται ως “διασκευή” της πραγματικότητας».
[6] Αντλώ το απόσπασμα του Χορίκιου από τον Φαίδωνα Κουκουλέ, Βυζαντινός βίος και πολιτισμός, τόμος Α', 1948, Collection de l' institut Francais d' Athènes, σ. 120-125.
[7] Ένα μικρότερο μετρικό παραπάτημα δημιουργεί ο ισχυρός παρατονισμός του δεύτερου ημιστιχίου του έκτου 15σύλλαβου του ίδιου αποσπάσματος· ο παρατονισμός δημιουργείται λόγω της επανεγγραφής του στίχου της Αχιλληίδας από «γραφή σού γράφω ερωτικήν, γραφήν ώς από πόθου» σε «γραφή σού γράφω ερωτική εκ του έσωθεν πόθου»· δίνεται έτσι και πάλι έμφαση στην εσωτερική διεργασία του έρωτα.
[8] Εκδόσεις Το πέρασμα, Αθήνα 2011.
[9] Η λέξη «σείστρο» είναι προσφιλής στον Εγγονόπουλο, βλ. τα ποιήματά του «Στα όρη της Μυουπόλεως» (Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής) και «Η επιστροφή της Ευρυδίκης» (Η επιστροφή των πουλιών).
[10] Το επίθετο παραπέμπει στο ποίημα του Νεκρόδειπνου «Πιθανές προσθήκες στο ποίημα ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ».
[11] Η Αυγή της Κυριακής, 22 Μαΐου 2016.
[12] www.bookpress.gr, 3.5.2016.
[13] Άλλη μια ομοειδή τιτλοφόρηση έχουμε στα κεφάλαια 11-14 («Αγαπάς μοι;» – «Αγαπώ σε» – «Αγάπα μοι» – «Αγάπη»), που παραπέμπουν, ώς ένα βαθμό, στη διαλογική και παιγνιώδη ποιητική συλλογή του Ρόναλντ Λαιγκ (βασικού μέλους του ριζοσπαστικού κινήματος της αντιψυχιατρικής τη δεκαετία του 1970) Do you love me? An entertainment in Conversation and Verse, Pantheon Books, Λονδίνο 1976.
[14] Βλ. σχετικά Ελένη Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Χθόνια μυθολογία, νεκρικά δρώμενα και μοιρολόγια στη σύγχρονη Ελλάδα, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου