Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Έκδοση εκτός εμπορίου

Στον καιρό της ανέχειας
Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες
Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2017, σελ. 96

ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ


Η κρίση


Με τούτα, κακείνα, ως της κοπώσεως της προόδου αφανείς απολήξεις, επέρχεται επιδημία ποικίλων ελλείψεων και αδηφάγων παθών, αφειδώς τον πληθυσμόν ολοθρεύουσα.
Προσέρπουσες χρημάτων αφαιρέσεις και αποπέμψεις και εκτοπίσεις και απαγωγές και σφαγές και φυγές και ασέλγειες και τρυφές και βρώματα μαγγανείας, και άλλες συμφορές ανδρών και γυναικών και κακών επαγωγές, ως δίκη πολύχειρ και τιμωρός επιπεσούσα φιλότιμος.



Ο ΘΡΗΝΟΣ. Πώς εντός του λιμένος εναυαγήσαμε; Πού το λαμπρόν εκείνο ιστίο; Πού το ασφαλές ημών πηδάλιο, ώστε τις αιρέσεις των τρικυμιών περιπλέουμε; Πού η αμετάθετη άγκυρα, ώστε με ασφάλεια αναπαυόμεθα; Πού και ο καλός κυβερνήτης, προς τον σκοπό το σκάφος διευθύνει;
Επί έτη πολλά μετά χαιρόντων χαιρόμεθα, ενώ τώρα μετά κλαιόντων κλαίουμε. Πώς το κάλλος απεκοσμήθη; Πώς το άνθος φυλλορρόησε; Πώς ο χόρτος εξηράνθη; Ποιος πονηρός οφθαλμός, ποια βασκανία μάς εστόχευσε; Πώς ο ποταμός της προόδου εστέρεψε; Πώς πάλι το αίμα σε ύδωρ μεταβάλλεται;

ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΛΙΝΗΣ. Ουκ έστιν πλέον αλήθεια, ούτε έλεος, ούτε επίγνωσις, ειμή μόνο θυμός και ζήλος και ταραχή και σάλος και έρις και κατήφεια, και προς τους γείτονες διαπληκτισμοί, και συμπλοκές, και εις τα δικαστήρια προσφυγές, και της εμπορίας μεγάλοι οι κίνδυνοι, και της γεωργίας οι διαπονήσεις, και τόκων απληστεύσεις, και των κεφαλαίων αποστερήσεις, και αυτών των οικιών κατασχέσεις, και συνοπτικές φυλακίσεις.
Πλημμέλεια των πάντων γιγαντούται, και εις τα τρόφιμα υπερτερούν τα ζιζάνια, εις τον σίτον το κώνειον και εις τα λοιπά βρώσιμα ελέβορος και ακόνιτον και μανδραγόρας, και εις μετάληψιν της μήκονος ο χυμός.
Και ο απορών οδύρεται, και ο ευπορών θορυβείται, και ο μη έχων ονειδίζεται, και ο έχων επιβουλεύεται, και ο κρατών ενεδρεύεται, και πόλεμοι συνεχείς, και φόνοι επάλληλοι, και η αρπαγή τυραννεί, η πλεονεξία δυναστεύει, το ψεύδος επαίρεται. Η προς αλλήλους πίστις απέφυγεν, η φιλία μέχρι τραπέζης περιώρισται, αχαριστία και χολή περισσεύουν.
Και λέγει άνδρας προς γυνή αυτού, επί της κλίνης την ώρα: πληθυνόμενοι, πληθαίνουμε λύπες και στεναγμούς και δύστυχα τέκνα και ευνοούμε πολυγονία κακού∙ και προς εμέ η αποστροφή μέλλει σε κυριεύσει, ότι αρχή ζωής άρτος και ύδωρ και ιμάτιον και πυρ και χάλκωμα και άλας και έλαιον και γάλα και μέλι, και άνευ αυτών γογγυσμός ανωφελής και ζωή λαθραία και βίος κενός και σώματος παρακμή, και κάθε επιθυμίας αναστολή.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ. Όπως το βουνόθρεπτο γένος αιγών ή λαγών ή ταπεινών δορκάδων, τον πικρό χειμώνα εκ των άνωθεν ψυχοκρυστάλλινων τόπων στις κοιλάδες προβαίνει, τροφήν ερευνόν και αροσίμους βοτανώδεις εκτάσεις, έτσι και ημείς εις τόπους μαλακούς καταβαίνουμε, του κινδύνου και της ανομίας εφαπτόμενοι, υπό αμφιβόλου επαγγελίας ελκόμενοι.
Αλλά εκεί, ως των κρεωφάγων θηρίων το γένος προ του φθάσαι στο θήραμα το στόμα χαίνει εκτάδην, άλλοι δύστυχοι εμφωλεύουν και αυθωρεί αγεληδόν εκχύνονται, αλαλάζοντες και τεράτων θυμό πνέοντες, τρέποντες το σκότος το φαιδρό σε πόνο στυγνό, λέγοντες ότι η γη πολλών συμφορών πρέπει απαλλαγεί και εκ μυρίων μιασμάτων αποπλυθεί.
Η στείρα πόλη ως μητέρα προς ευτεκνία ευφραινομένη πανηγυρίζει, εκ της ανελπίστου ζωογονίας, και πάσα ατραπός αυτής και λεωφόρος τους λαγόνες της επικυμαίνει, ως σκιαγραφία ηδονής∙ και εικάσματα και διηγήσεις ινδαλμάτων της φαντασίας και φρενών παράγωγα, και ψυχής και καταστάσεων έξεις, και κακόνοιες και διαβολές χαιρεκάκων, και υποπτεύσεις και επισχυρισμοί τα πάντα κυριεύουν.
Την επομένη ημέρα αποσυρόμεθα στις παρυφές, όπου πάλι ουδέν τρώμε, ουδέν πίουμε, πάλι δε της νυκτός ως συνήθως ελθούσης, με δεήσεις και ικεσίες και άλλα νόθα ρήματα το ταμείο της καρδίας πληρούμε, όταν, περί το μεσονύκτιο, εμπίπτει καθ’ ημών πλήθος δαιμόνων, με μάχαιρες και ρόπαλα και ρομφαίες, και σχοινία, ενώ ακολουθούν αλαλάζουσες δαδοκρατούντων πομπές. Και πάλι έρχεται ημέρα, και πάλι νύκτα, και όλα εξ αρχής πάλι.
Ουρανέ, στάλαξε βροχή αιμάτινη, κι εσύ, αέρα, επενδύσου πένθιμο σκότος, κι εσύ, γη, ράγισε, κόψε δένδρα, ρίψε καρπούς, φόρεσε στολή μέλανα αντί της χλόης. Δι’ ημάς ουδεμία διέξοδος άλλη προκύπτει, παρά μετανάστες γενούμε στην απαισία ελπίδα, την αυτοκτόνο, όπου πας τελευτών απολυτρώνεται.

Ο ΛΙΜΟΣ. Εις την απομακρυσμένη πολίχνη ημών, εφαπτομένη ορυχείου αρχαίου, και έδρα μέχρι τούδε περιφήμων εργαστηρίων κατεργασίας μετάλλων, απραγία και κακοδαιμονία επέρχεται, ότι ουδείς πλέον σκεύη εξ ημών αγοράζει και κοσμητικά αντικείμενα, ενώ και τα εις ευρεία και επίκαιρο χρήση αμφίστομα εγχειρίδια εν αφθονία πλεονάζουν.
Συνακόλουθος και οδυνηρή ασιτία εμπίπτει, ότι από μακρού οι αγροί εγκαταλειφθέντες στην τύχη τους, ακανθών γέμουν, αντί των πάλαι ποτέ γευστικοτάτων σταφυλών και των άλλων οπώρων, τα δε συνήθη οικόσιτα, κρέας και ωά και γάλα και τυρόν ακόπως παρέχοντα, προ πολλού αποπέμφθηκαν, ένεκα της αυτών βαρείας οσμής, και τον βίον τους προώρως ετελεύτησαν, εν στόματι μαχαίρας. Ούτως, των αποθεμάτων φθινόντων, ένα προς ένα εδώδιμον εις σπάνιν περιέρχεται, και εν τέλει όλα άφαντα γίνονται.
Νυν, εκάστην εσπέραν, στίφη εξαγριωμένων εισπηδούν διερευνώντες μανιωδώς τις οικίες. Όταν μεν οι εισβολείς ευρίσκουν ίχνος τροφίμου, κακοποιούν τους οικοκύριους ως αρνησαμένους, ζητώντες και άλλα, διαφεύγοντα∙ εάν δε μη ευρόντες, τους βασανίζουν ως επιμελώς κρύπτοντας. Μαρτύρια δε αδιανόητα επινοούν, και με σπόρους ορόβων φράσσουν των ανδρών τους γενετήσιους πόρους, ενώ με αιχμηρές ράβδους αναπείρουν τις έδρες τους.
Αλλά και εις το φως της ημέρας, εν μέσω της κεντρικής οδού, ήτις κάποτε έσφυζε ζωής, και τα τρόφιμα εκ των γεμόντων καταστημάτων έφθανον μέχρι των κρασπέδων αυτής, νυν, εξαγριωμένοι πεινώντες ακινητοποιούν άλλους ασιτούντας, και ως ιατροί τους εξετάζουν. Τεκμήριος ένδειξη τα σώματα αυτών: εάν συνεσταλμένα, ευπορία τροφής δηλούν, και η ανάκριση άρχεται∙ εάν τηκόμενα ήδη, οι δυστυχείς παροδεύουν εις θάνατον άνευ άλλου βασάνου.

Ο ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ. Και πόλεμος επέρχεται, και η νύκτα καθίσταται μέρα, εκ των διαπύρων θραυσμάτων που εις ουρανόν εξακτινώνονται, ενώ η μέρα εκ της αναθρώσκουσας τέφρας σκιάζεται, και το σκότος ως του ουρανού βάρος προς την γη καταβαίνει.
Πολλοί εκ της πρωτεύουσας πόλεως αναχωρούμε, ώστε μην υποστούμε, οι άνδρες μεν την βίαιη στράτευση ή των εχθρών τα δεσμά, οι δε γυναίκες τις ύβρεις και τις ασέμνους απαγωγές, όλοι δε τον πανταχού καραδοκούντα θάνατον.
Είναι Σάββατο, κατά περίπτωση τυχηρή ή συγκυρία άλογη, αλλά και χειμών, επιπλέον δε προς ωδίνες φέρεται η συζυγούσα γυνή μου, αλλά ξεκινούμε, παρά το προσαγόρευμα «μη γενέσθαι την φυγήν χειμώνος ή Σαββάτου· ουαί στις εν γαστρί εχούσας, εκείνας τας ημέρας».
Μαζί μας ικανοί συνήθεις και συγγενείς και πλήθος άλλο, άμα την θέα μας ειδόντες συνδράμοντες εις την πορεία, ενώ στις διόδους και τριόδους μάς προϋπαντούν εκείνοι, ουχί οπλισμένοι με ακρίβεια και πληρότητα πολεμική, αλλά με μάχαιρες επιμήκεις παρά το πλευρό επικρεμώμενες και παραξιφίδια στις ζώνες ενθηλυκωμένα. Και συναντώμεθα, εμείς των σκύλων ανίσχυρα έρμαια, αυτοί τους ενδεχομένους αιχμαλώτους εξιχνιάζοντες.
Εάν λαμπρά εσθήτα φέρει κάποιος, την κρύπτει κάτω απ’ τον χιτώνα, και αργύριο ή χρυσίον στον κόρφο θάπτεται, και οι διαφέρουσες εις το κάλλος γυναίκες το βλέμμα αποστρέφουν.
Τις μεν συζύγους τις χωνεύουμε εις το μέσον της πλανωμένης ομήγυρής μας, των δε νεανίδων τα πρόσωπα με πηλό εντρίπτουμε, κατ’ αντίθετη φορά προς τις πρώην κομμώσεις, και έτσι κατασβήνουμε τον πυρσό των παρειών, ώστε στην νύκτα μη λάμπουν διάπυρες και προκαλούν τους θηρευτές, πρώτον μεν θεατές, έπειτα εραστές, εκ τούτου δε και βιαστές, ανευθύνως ορώντες το ίδιον της κόρης θέλημα, και χείρες ικέτιδες αιρόμενες προς θεόν, και μετά συνοχής καρδίας το στήθος κτυπούσες, και οφθαλμούς πλήρεις δακρύων, και γόνατα τρέμοντα, ώστε παρέλθουν αδιαλώβητες από εκείνους τους ωμοφάγους θηρευτές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου