Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ του Γιώργου Βέη

Βαδίζοντας προς την αλήθεια


Διότι το να μην ξέρει κανείς κάτι είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η ιστορία της οποίας διαδραματίζεται κάτω από τη σκιά της αλήθειας. Διότι υπάρχει αλήθεια. Αφού υπάρχει Αλάμπρα. Αυτή είναι η αλήθεια.


 Λάσλο Κρασναχορκάι[1]



 Κάτοχος του αντικειμένου του, ευρηματικός και ομολογουμένως πολύτροπος ο συγγραφέας (Δολιανά Αρκαδίας, 1958 ) αναβαθμίζει το άλλο πρόσωπο της τέχνης, αναδεικνύοντας μεθοδικά τις λεγόμενες απόκρυφες ποιότητες (qualitates occultae) προσφιλών, δημοφιλών ή σχετικά αγνώστων έργων τέχνης. Τα ινδάλματά του προβάλλονται πολλαχώς, αποκαλύπτοντας λιγότερο εμφανή, εγγενή πάντως καλλιτεχνικά ιδιώματα. Αλλά ομοίως και δάνεια επαρκώς αφομοιωμένα, τα οποία συγκαταλέγονται εν τέλει στα αναφαίρετα στοιχεία ταυτότητας.
Κι αυτή ακριβώς η δημιουργική μείξη, η λυσιτελής ώσμωση του ημέτερου (βιωματικού ή και επινοημένου) και του ετέρου (αληθοφανούς ή εξ αντικειμένου), στον αντίποδα πάντα των ανενδοίαστων λογοκλοπών, συνιστά το ασπαίρον Εγωσύ της παραγωγής των πλείστων αισθητικών αγαθών. Στο πεδίο μάλιστα της λογοτεχνίας ο Κώστας Βούλγαρης αναφέρεται στο μείζον ζήτημα της αναγνωσοργόνης, ήτοι της ειδικής σχέσης ηδύτητος, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ του υποτιθεμένου ή όντως πρωτοτύπου-πομπού και των καθόλα πάντως μυημένων, εμφανώς επαρκών ή έστω ελαφρώς υποψιασμένων αναγνωστών-δεκτών. Δεν πρόκειται περί κειμενικής αλαζονείας, αλλά περί προφάνειας. Από τις διακηρύξεις ανάλογης ισχύος στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, έστω η εξής ενδεικτική έκφανση: «ένα ποίημα παίρνει την ελευθερία να σκεφτεί και να δει τα πράγματα όπως ποτέ κανείς δεν το έκανε πρωτύτερα, και καλεί τον σύντροφό του, τον αναγνώστη, να το μιμηθεί. Βοηθά το σκοπίμως παραθεωρημένο να κερδίσει την προσοχή που του αξίζει και το εκ πρώτης όψεως τετριμμένο να λάμψει» (Βλ. Γιαν Βάγκνερ Το σπουργίτι του Γκέρικε, μετάφραση-σημειώσεις-επίμετρο: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη, 2018).

Έτσι ουσιώνεται λοιπόν στην πράξη και εισπράττεται εν συνεχεία ακωλύτως, μεταξύ άλλων, η γοητεία του απροσδόκητου, η αίγλη του παράδοξου, η σημασία του αποκαλυπτικού περαιτέρω στην Αλήθεια και στον άλυπο θάνατο. Δεν εξωραΐζεται η μορφή του αισθητικού προϊόντος εν γένει, ούτε εξαίρεται το διακειμενικό υπόβαθρο ως το άπαν της γραφής. Στους κατά τα φαινόμενα αιρετικούς, τουτέστιν πανούργους ισχυρισμούς του είδους φαίνεται μάλιστα αμέσως πώς ενεργεί η ευτυχής σύνθεση των κατ’ αρχήν αντιθέτων ή αντιφατικών όρων σε ένα ενιαίο λειτουργικό μόρφωμα δυναμικής γραφής, ίδιον προ πολλού της τεχνικής του εδώ κρινόμενου συγγραφέα. Δύο παραδείγματα μόνον, κι αυτό για λόγους συντομίας, από τις πρόσφατες, ανάλογες αποτυπώσεις στο παρόν έργο του : α) «Προκειμένου να μιλήσω για την αλήθεια, είμαι υποχρεωμένος να αρχίσω από την ενάργεια», από το κεφάλαιο με τίτλο «Εντυπώσεις αληθείας», σελ. 19, και β) «Παρ’ ότι μετέφραζε ιερά κείμενα, θεωρούσε την μετάφραση ισοδύναμη της πρωτογενούς γραφής (πώς αλλιώς τα κείμενα θα διατηρούσαν την ιερότητά τους;), και μάλιστα κατέλιπε ένα σχετικό κείμενο, το οποίο σήμερα βρίσκεται μεταφρασμένο στις κυριότερες γλώσσες και αποτελεί τον μεταφραστικό κανόνα, όπως άλλωστε τον γνωρίζουμε στη νεοελληνική του εκδοχή», από το κεφάλαιο με τίτλο «Η αλήθεια της πίστης», σελ. 38.

Θυμίζω εδώ, κατ’ αντιστοιχία, ότι: «το πνεύμα θέτει εαυτό σε αντίθεση προς τη φύση. Ο απόλυτος λόγος φέρνει την αντίθεσή του εντός του. Το απόλυτο είναι η υπέρβαση της αντίφασης ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Τα αντίθετα είναι ταυτόσημα. Η διαλεκτική είναι η ακατάπαυστη κίνηση. Αλλά η ακατάπαυστη κίνηση έρχεται σε ένα τέλος, η αντίφαση αίρεται, η διαλεκτική διαδικασία τελειώνει σε μια ανώτερη σύνθεση. Εδώ ακριβώς είναι που κατέρρευσε ο Έγελος» (Bλ. Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάεφ, Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής, εισαγωγή Χρήστου Μαλεβίτση, εκδόσεις Imago, 1984).

Συγκρατώ ότι ήδη η κριτική άρχισε να προσεγγίζει το απαιτητικό, πυκνογραμμένο, πολυκέλαδο, πλην όμως κάθε άλλο παρά δυσνόητο, πολύπλοκο ή γριφώδες αυτό βιβλίο. Αποσπώ τα εξής, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, από το συναφές, διεισδυτικό κείμενο της ποιήτριας, θεατρολόγου και κριτικού λογοτεχνίας Σάρας Θηλυκού, όπως φιλοξενείται στον ιστότοπο του poeticanet από τον Απρίλιο του τ. έ. : «...ο καλλιτέχνης, όπως θα μας πει ο Κώστας Βούλγαρης στην Αλήθεια του –ναι, ας δεχτούμε ότι ο καθένας μας έχει μια δική του– “επιζητεί τη ρήξη”, εκεί όπου ο αναγνώστης/θεατής “επιζητεί τη συνέχεια”. Πρόκειται για την βεβήλωση του ιερού από την τέχνη, προκειμένου η τελευταία να έχει λόγο ύπαρξης[. . . ] Ο συγγραφέας που έχει επανειλημμένα δηλώσει, και το κάνει και σε αυτό το βιβλίο, πως η λογοτεχνία είναι υπόθεση μορφών, “αισθητικού προτάγματος της μορφής του έργου τέχνης”, αποκαλύπτεται κρυπτόμενος πίσω από τα πολλαπλά προσωπεία που χρησιμοποιεί, ιστορικά και επινοημένα, συνεπικουρούμενος από την αγαπημένη του τεχνική της μεταμυθοπλασίας (“τρόπο καλλιτεχνικής εργασίας που βασίζεται σε προϋπάρχον υλικό”) για να συνθέσει το αισθητικό του credo».

Συνοψίζοντας τα ως άνω, θα μπορούσα άνετα να ισχυριστώ ότι, όπως φέρ’ ειπείν ο Ευγένιος Σπαθάρης συμμετέχει εκών άκων στην περαιτέρω διάδοση των πρωτογενών χαρακτήρων του βαγιάν, δηλαδή του θεάτρου σκιών της μητέρας εν προκειμένω Ινδονησίας, έτσι και ο Γκιστάβ Φλομπέρ, όταν δηλώνει ευθαρσώς «είμαι Κινέζος» δεν ευφυολογεί, αλλά διακηρύσσει εμμέσως πλην σαφώς πίστη στην εξ ορισμού γονιμοποιό, εκλεκτική ευελιξία του προσοντούχου, αδηφάγου, ανατρεπτικού εν πολλοίς εγώ.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε έχουμε μάθει τόσο ότι «η αλήθεια είναι απεχθής: έχουμε την τέχνη για να μη μας καταστρέψει η αλήθεια», όσο και ότι «τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και που δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο» (βλ. κυρίως, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, μτφρ. Πέτρος Γιατζάκης, εκδ. Εκκρεμές).

Προτείνω να διαβάσουμε και τα έντεκα μέρη του παρόντος ημιδοκιμίου-ημιμεταμυθιστορίας του Κώστα Βούλγαρη ως να ήταν το επαρκώς συγκερασμένο εγκόλπιο ενός τολμηρού, ρηξικέλευθου αναγραμματισμού των συνισταμένων της Τέχνης.

Στο βαθμό μάλιστα που αλήθεια σημαίνει θεία περιφορά, κίνηση του όντος, από τα δύο συνθετικά άλη (ορμή) και θεία (θεία ούσα άλη), ενώ τέχνη πάει να πει έξη, κατοχή του νου, αν βέβαια αφαιρέσουμε το τ και προσθέσουμε το ο ανάμεσα στο χ, όπως επίσης και στο ν και στο η, δηλαδή εχονόη, όπως προτείνει με παροιμιώδη ευφράδεια ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο, τον απαράμιλλο της αποδόμησης (σχεδόν) των πάντων, Κρατύλο, τότε προτείνω να διαβάσουμε και τα έντεκα μέρη του παρόντος ημιδοκιμίου-ημιμεταμυθιστορίας του Κώστα Βούλγαρη, ως να ήταν το επαρκώς συγκερασμένο εγκόλπιο ενός τολμηρού, ρηξικέλευθου αναγραμματισμού των συνισταμένων της Τέχνης, οι οποίες μας αφορούν κατά κύριο λόγο. Σημειώνω ότι, ήδη από το 1969 στη Γαλλία, η σκέψη έδειχνε προς την οδό, όχι τη βασιλική, ήτοι της κατεστημένης ερμηνείας περί αυθεντικότητος ή μη του καλλιτεχνικού προϊόντος και τα τοιαύτα, αλλά την παράπλευρη οδό, εκείνη της οριακής ανακατανομής των αισθητικών κριτηρίων και των αξιακών αποτιμήσεων.

Παραθέτω για λόγους πρωτίστως συγκριτικής εμπειρίας τα εξής χαρακτηριστικά: «γενικά, τουλάχιστον σε μια πρώτη ματιά, φαίνεται ότι το υποκείμενο της απόφανσης είναι για την ακρίβεια εκείνο που παρήγαγε τα διάφορα στοιχεία με πρόθεση κάποια σημασία. Εντούτοις τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μέσα σε ένα μυθιστόρημα, γνωρίζουμε καλά ότι αυτός που διατυπώνει κάτι είναι το πραγματικό άτομο που το όνομά του σημειώνεται στο εξώφυλλο του βιβλίου (ακόμα τίθεται το ζήτημα των διαλογικών στοιχείων, και των φράσεων που αποδίδονται στη σκέψη ενός προσώπου· ακόμα τίθεται το πρόβλημα των κειμένων που έχουν δημοσιευτεί με ψευδώνυμο: και γνωρίζουμε όλες τις δυσκολίες που αυτοί οι περισπασμοί γεννούν στους θιασώτες της ερμηνευτικής ανάλυσης όταν αυτοί θέλουν να αποδώσουν συλλήβδην αυτές τις διατυπώσεις στον συγγραφέα του κειμένου, σε εκείνο που ήθελε να πει, σε εκείνο που σκεπτόταν, με ένα λόγο σε αυτόν τον σιωπηρό, αφανή και ομοιόμορφο λόγο πάνω στον οποίο οικοδομούν ολόκληρη αυτή την πυραμίδα των διαφορετικών επιπέδων)· αλλά, πέρα από αυτές τις βαθμίδες διατύπωσης που δεν ταυτίζονται με το άτομο-δημιουργό, οι αποφάνσεις του μυθιστορήματος έχουν διαφορετικό υποκείμενο ανάλογα με το αν δίνουν, σχεδόν εκ των έξω, τα ιστορικά και χωρικά σημεία αναφοράς της αφηγούμενης ιστορίας, ανάλογα με το αν περιγράφουν τα πράγματα όπως θα τα έβλεπε ένα ανώνυμο, αόρατο και ουδέτερο άτομο που θα είχε μαγικώ τω τρόπω αναμειχθεί με τα πρόσωπα του μύθου, ή ανάλογα με το αν προσφέρουν, με μια εσωτερική και άμεση αποκρυπτογράφηση, την λεκτική ένδειξη εκείνου που σιωπηρά αισθάνεται ένα πρόσωπο»: ο Μισέλ Φουκώ, στην Αρχαιολογία της γνώσης, όπως τη γύρισε στη γλώσσα μας ο Κωστής Παπαγιώργης στις εκδόσεις του Εξάντα, το 1987.

Και ο συσχετισμός ούτως:

«αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως ένας επαρκής αναγνώστης μπορεί βέβαια να ασκήσει κριτική ως προς τη σχέση του μυθιστορήματος με μια πραγματικότητα που βρίσκεται εκτός του κειμένου, αλλά, επιπλέον, σημαίνει πως η κριτική αυτή εδράζεται πρωτίστως στις ευρύτερες συμπαραδηλώσεις του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου» (από το κεφάλαιο με τίτλο «Άλυπος θάνατος», σελ. 80).

Στον Κώστα Βούλγαρη οφείλονται ευχαριστίες και μάλιστα δημοσίως, επειδή ακριβώς συντηρεί και προβάλλει διεξοδικά τις αρχές της ευρηματικής ανακεφαλαίωσης του επινοημένου ή μη μεταληθούς. Οίκοθεν νοείται ότι το πεδίο των προσεγγίσεων παραμένει ανοικτό: οι σημειώσεις μου δεν εξαντλούνται εδώ, το ενδεχόμενο να επανέλθω είναι ορατό.



Επιθυμία

«Εν υγιεινούση καταστάσει ων, και σώας έχων τας φρένας, και τας αισθήσεις μου, και νοείν καλώς, και κρίνειν, και λέγειν, και γράφειν ανεπισφαλώς δυνάμενος, εν απεριορίστω ειλικρινεία ποιώ την παρούσαν.

Ζητώ ικετικώς, παρά των ομοίως φρονούντων πατέρων και αδελφών, των έσω και έξω της τέχνης του λόγου διατελούντων, και παρά πάντων γνωστών μοι και γιγνωσκόντων με, τα ιμάτια της γραφής ταύτης διαμοιράσωσι αδιστάκτως, ως έκαστος πιστεύει, ομολογεί, φρονεί και δοξάζει».










[1] Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω, μετάφραση από τα ουγγρικά: Μανουέλα Μπέρκι, εκδόσεις Πόλις, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου