Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Διώνη Δημητριάδου

Εύστοχα ο Κώστας Βούλγαρης επισημαίνει πως αλλάζει «ο ρυθμός του κόσμου», στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι, σε αντίθεση με την πεζογραφία, η σύγχρονη ποίηση δεν έχει ως τώρα απασχολήσει πολύ τους μελετητές ως συνολική θεώρηση.

Η Ελένη, ένας κοινός τόπος αναφοράς

Η τόλμη και το θάρρος της γνώμης που χαρακτηρίζει τη γραφή του Κώστα Βούλγαρη απηχεί την άποψη πως η ποίηση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση –τόσο για τον δημιουργό της όσο και για τον αποδέκτη/αναγνώστη της– μια συνειδητή γνώση εκφρασμένη διαχρονικά από τους ποιητές. 

Η ποίηση είναι ναρκοπέδιο / Δεν είναι λιβάδι με παπαρούνες, για να θυμηθούμε κάτι από τον νεότερο ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο, ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζεται η γραφή. Κατά αναλογία, επομένως, μια σοβαρή δοκιμιακή ενασχόληση με την ποίηση δεν θα μπορούσε να εισχωρήσει στο ποιητικό πεδίο με άλλο τρόπο: προσεκτική παρατήρηση, εμβριθής ανάλυση και (κυρίως) θαρραλέα και μάλλον αναπόφευκτα ρηξικέλευθη, ακόμα και ανατρεπτική θεώρηση. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αν η θεματική της δεν περιορίζεται στα πολυδουλεμένα ποιήματα των παλαιότερων (εκκινεί φυσικά από αυτά, αρχής γενομένης από τον Σολωμό) αλλά εντρυφά και στα πιο σύγχρονα ποιητικά δρώμενα. Αυτή είναι η περίπτωση του δοκιμίου με τον εύστοχο τίτλο Η δικιά μας Ελένη. Μια απόπειρα να τεθούν τα όρια, όσο η ποίηση το επιτρέπει, σ’ αυτό που θα ονομάζαμε έναν «εθνικό» τόπο κοινής αναφοράς.

Η θεματική, οι τρόποι, η γλώσσα, τα πρόσωπα, οι ιδιαιτερότητες· όλα θα περάσουν από τη βάσανο της οξείας ματιάς του Βούλγαρη, που δεν επιτρέπει κοινοτοπίες και βαρετές επαναλήψεις, ίσα ίσα ελκύεται από ό,τι διαφορετικό, ό,τι δημιουργικά ανανεωτικό. Ο δρόμος που ακολουθεί έχει σταθμούς το έργο, τα ποιήματα, και όχι τον δημιουργό, τον ποιητή. Κι αυτό γιατί, αν σε όλη τη διάρκεια της γόνιμης δημιουργίας του ο ποιητής έχει κατορθώσει να φέρει στο φως έστω μία ποιητική σύνθεση άξια μνείας που χαρακτηρίζει τη γραφή του και ανανεώνει το πολύπαθο ποιητικό τοπίο (πώς να μη θεωρηθεί, κάτω από αυτή τη λογική, μείζων ποιητής αναμφισβήτητα ο Σολωμός;), τότε είναι το έργο που μένει ως διαχρονική αξία.

Αυτός δεν είναι ο λόγος, άλλωστε, που παραμερίζουμε τα ελάσσονα έργα σπουδαίων ποιητών (ναι, υπάρχουν, όπως θυμάμαι εν προκειμένω το απίστευτο «Στα παιδιά της Κ.Ν.Ε.» του Γιάννη Ρίτσου) προκειμένου να λάμψει το όντως άξιο δημιούργημα; Και, φυσικώ τω λόγω, προτάσσουμε στη μνεία τον τίτλο του ποιήματος και στη συνέχεια αναφέρουμε το όνομα του ποιητή. Αναπόφευκτα, μια τέτοια άποψη θα αποβεί δυσάρεστη για πολλούς νεότερους, που η ποίηση γι’ αυτούς έχει απολέσει το αρχικό της γράμμα και έχει καταντήσει οίηση και αλαζονεία. Και, όπως είναι αναμενόμενο, από τη θεώρησή του δεν θα μείνουν αλώβητοι και οι κριτικοί, καθόσον το έργο έχει δύο όψεις, τη μία του δημιουργού και την άλλη του αποδέκτη, με καθοριστική πολύ την κρίση του αναγκαίου μεσάζοντα, του κριτικού. Έτσι, επισημαίνει την αδυναμία συχνά της κριτικής να αξιολογήσει τον ποιητή για το έργο του αυτό καθεαυτό, υποπίπτοντας στο σφάλμα της αξιολόγησης (άρα και προβολής) του ίδιου ως προσωπικότητας με πολιτικές (γιατί όχι;) συνδέσεις. Μεγάλο το θέμα που ανοίγει εδώ ο δοκιμιογράφος, ενδιαφέρον στις προεκτάσεις του.

Ενδιαφέρεται ο δοκιμιογράφος για την αισθητική πλευρά του ποιητικού λόγου (γι’ αυτό και τονίζει τον ρόλο της γλώσσας στην ποιητική δημιουργία), δεν αφήνει ωστόσο ανεξέταστη την ιδεολογική θεώρηση του ποιητικού αποτελέσματος, ενστερνιζόμενος την άποψη ότι κάθε τι που γράφεται απηχεί τόσο το πλαίσιο (οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό) μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε, είναι δηλαδή γέννημα της εποχής του παρά τις όποιες παλαιότερες επιρροές, όσο και τον ιδεολογικό κόσμο του δημιουργού του, ως αποκύημα των παραπάνω επιδράσεων και της πιθανής αυτονόμησής του από αυτές. Όταν, για παράδειγμα, εξετάζει (εκτενώς και με πολλές αναφορές) την έννοια του μετα-μοντέρνου, συνδέει αυτό το αμήχανο εν πολλοίς ρεύμα που παρέσυρε στο διάβα του πολλές περιπτώσεις δημιουργών, εν μέρει και με τον καιροσκοπισμό, την, όπως λέει, πολιτισμική λογική του επελαύνοντος, μετά το 1989, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. 

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον Ηλία Λάγιο, στον οποίο συχνά καταφεύγει, προκειμένου να τεκμηριώσει τις θέσεις του για το σύγχρονο ποιητικό πεδίο. Η νέα ποιητική γλώσσα που εισηγήθηκε με το έργο του ο Λάγιος, η αυθεντικότητα της ποίησής του ως μιας νέας πρότασης που όμως στηρίζεται (πόσο σημαντικό μα και πόσο σπάνιο αυτό) σε όλη την πορεία της νεοελληνικής ποίησης, τον καθιστούν (και ορθώς) ένα φωτεινό φάρο σε όλο τον σύγχρονο ποιητικό χώρο. Ο Βούλγαρης παραδέχεται πως αξίζει να αφιερώσει μια μελέτη με μοναδικό θέμα την ποίηση του Ηλία Λάγιου. Να το θεωρήσουμε δέσμευση και να το περιμένουμε; Μακάρι!

Εν κατακλείδι, ένα βιβλίο ξεχωριστής, γι’ αυτό και ενδιαφέρουσας, οπτικής στη θεματική της σύγχρονης ποίησης. Βιβλίο με θέσεις που φέρουν την προσωπική σφραγίδα του Κώστα Βούλγαρη, αλλά περισσότερο –και αυτό είναι το σπουδαιότερο– με ερωτήματα ανοιχτά στην έρευνα· ποιος θα μπορούσε, άλλωστε, να ισχυριστεί πως στον ποιητικό χώρο εύκολα ξεμπερδεύεις με έτοιμα «τσιτάτα»; Ένα βιβλίο, τέλος, «οδηγός» σε μια πορεία πολυδαίδαλη, στην οποία οδοδείκτης θα μπορούσε να θεωρηθεί η Ελένη, η «δικιά μας» ορατή ή περισσότερο οραματική εικόνα, ιδεατή διαχρονικά όσο και απτή κάθε φορά που ένα ποίημα (ναι, έστω ένα) ανοίγει παράθυρο φωτεινό στον σκοτεινό ορίζοντα.

περ. bookpress.gr, 10/9/2022

«Η δικιά μας Ελένη – Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης» του Κώστα Βούλγαρη (κριτική) (bookpress.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου