Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Χατζηαντωνίου

 Αναζητώντας τον ρυθμό του κόσμου

 Υπό ένα τίτλο που με την πολυσημία και την εκτατικότητά του, ορίζει τον χαρακτήρα του βιβλίου και κεντρίζει εξαρχής τον αναγνώστη, ο Κώστας Βούλγαρης ταράζει και πάλι τα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης ελλαδικής σκέψης, καθώς με σκοπό την εύρεση, μέσα από τη διαρκή μελέτη, της δικής του Ελένης (σταθερή επιδίωξη όποιου εμπλέκεται σοβαρά με την περιπέτεια της ποίησης και γενικότερα της τέχνης), συγκροτεί, με κείμενα μιας μακράς διαδρομής, ένα δοκίμιο που δεν είναι (ευτυχώς) μια ακόμη ιστορία της νεοελληνικής ποίησης ή ένας κατά φαντασίαν κανόνας.

Η «Ελένη» του Βούλγαρη θα μπορούσε εν αρχή να συλληφθεί ως μετωνυμία της Ελλάδας, της Ελευθερίας, της ιδέας του Ωραίου αλλά και της ίδιας της Ποίησης όσο αυτή δεν είναι –ακόμη, τουλάχιστον– νεκρό σώμα. Ένα διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο, αίτιο και αποτέλεσμα της συγγραφής, όριο της μέθεξης ζωής και τέχνης, που μπορεί από εποχή σε εποχή να παραλλάζει, γίνεται εδώ ένα δοκίμιο ανοιχτό, αφηγηματικό και διαλογικό, που συνοψίζει την αναγνωστική/ ερμηνευτική εμπειρία του Βούλγαρη: το ταξίδι του στη γραφή και τη γλώσσα, μέσα ή δίπλα, παράλληλα ή σε απόσταση, πάντα όμως σε ουσιώδη σύναψη με το ταξίδι των ποιητών.

Με ιδιαίτερο, προσωπικό, θεωρητικό και κριτικό σχήμα εδώ και 25 χρόνια, ο Βούλγαρης εντάσσει στο βιβλίο αυτό επιλεκτικά και εκλεκτικά όψεις αυτού του σχήματος, τροποποιώντας, συμπληρώνοντας, αναθεωρώντας και συνοψίζοντας. Η διακύμανση απόψεων, εστιάσεων, εντάσεων, αποτιμήσεων (τίποτε ευθύγραμμο και προβλέψιμο), χάρη σε μια γλώσσα ζωντανή, χυμώδη, χωρίς καμιά ξύλινη ροπή, δίνει ένα έργο που πάλλεται, συγκινεί, προκαλεί. Δεν είναι εύκολο να συμφωνείς σε όλα – ο Βούλγαρης ομολογεί άλλωστε πως επιλέγει να κρίνει όσα προσθέτουν επιχειρήματα στο θεωρητικό του σχήμα. Για να εγκωμιάσει κανείς δεν χρειάζεται απαραιτήτως να είναι σύμφωνος, έλεγε ο Τ.Σ. Έλιοτ. Δεν κρύβω το γεγονός πως υπάρχουν όψεις του στοχασμού και των κρίσεων του Βούλγαρη που με βρίσκουν αντίθετο και αμήχανο. Μου είναι αδύνατον να συμμεριστώ π.χ. αρνητικές κρίσεις για τον στρατηγό Μακρυγιάννη ή τον Γιώργο Σεφέρη. Κατανοώ βέβαια πως η καθεστωτική κριτική που δεν αντιλαμβάνεται μεγέθη και σωρεύει αδιάφορο υλικό για διατριβές, έξω από την πραγματική ζωή ή αυτή που φτιάχνει είδωλα υπό προθεσμία (που μόνο με συγκατάβαση θα αντιμετωπίζουν οι επιγενόμενοι), δεν αφορά τον Βούλγαρη. Δεν είναι κριτικός σαν τους άλλους, δεν φαντασιώνεται ρόλο οδηγού, δεν είναι βλοσυρός ή τάχα ψυχρός επαγγελματίας, σαν εκείνους που στην πραγματικότητα βράζουν από κακότητα επειδή δεν αξιώθηκαν να είναι δημιουργοί, εκείνους που νομίζουν πως τα κείμενά τους είναι κανόνας, τόσο άθεοι και τόσο μεταφυσικοί συνάμα. Αντίθετα. Ο Βούλγαρης, πεζογράφος γερός και στοχαστής με οξύνοια δεν προβάλλει κανονιστικές και εξουσιαστικές προθέσεις, δεν έχει τη φιλοδοξία να κατευθύνει οκνηρούς αναγνώστες και μελετητές που διψούν για συνταγές. Υπερασπίζεται τον δημιουργικό χαρακτήρα της γραφής και της ανάγνωσης.

Χρονικό κριτικής ωρίμανσης, ανοιχτή, δυναμική και ανανεώσιμη η εργασία του, εστιάζει σε ποιήματα και υποφωτισμένες περιοχές. Η αφήγηση μιας διαδρομής σε τόπους και τρόπους της ποίησης, αυστηρή συχνά αλλά όχι δογματική, μαρτυρεί πως παρότι πεζογράφος, η ποίηση συνέχει τη διαδρομή του μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσεγγίζει μέσα από την μελέτη και την κριτική της ποίησης. Λογικό. Έχουμε πανίσχυρη ποιητική παράδοση πάνω στην οποία ενοφθαλμίζονται όλες οι λογοτεχνικές εκφάνσεις, κι όλες οι καλλιτεχνικές, θα τολμούσα να επεκτείνω, έχοντας την ίδια πίστη στην ποίηση, παρότι πεζογράφος κι εγώ.

Ο ρυθμός του κόσμου

Η ποίηση, επισημαίνει καθαρά ο Βούλγαρης, είναι αλληλουχία μορφών, οι ποιητές έχουν δική τους ποιητική αλλιώς είναι απλώς ποιηματογράφοι. Πρέπει να έχουν καινοφανή, διακριτή και συγκροτημένη φωνή και να μην αναπαράγουν άτολμα και νωχελικά την ποιητική κοινή του καιρού τους ή προηγούμενα κατορθώματα. Δεν είναι αναγκαίο να έχουν εκτεταμένο έργο ή μεγάλες συνθέσεις. Αναγκαίο είναι (για να είσαι σημαντικός ποιητής) να φτιάχνεις καινούργια γλώσσα, να βλέπεις τον κόσμο «υπό λοξήν γωνίαν», να είσαι έγκυρη έκφραση της εποχής σου. Για να κατανοήσουμε αυτή τη ματιά πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού βίου η ποίηση παίζει καθοριστικό ρόλο στη σήμανση κάθε ιστορικής περιόδου αλλά και στην κυρίαρχη αφήγηση της νεοελληνικότητας. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα και η συζήτηση ανάβει με τις παρατηρήσεις του Βούλγαρη.

Η νεοελληνική λογοτεχνία, που όλοι συμφωνούμε πως ιδρύεται από τον Διονύσιο Σολωμό (και ειδικά με την Γυναίκα της Ζάκυθος, θεμελιώδη παράμετρο του πολιτικού έθνους, τονίζει ο Βούλγαρης), σημαίνεται με τον Παλαμά (με την εξόρμηση για την εθνική ολοκλήρωση και την αφήγηση της Μεγάλης Ιδέας) ενώ με την ποίηση της γενιάς του Τριάντα η αστική ολοκλήρωση περνά μέσα από τον μοντερνισμό και τον εκσυγχρονισμό της νεοελληνικότητας. Εδώ η ένσταση του Βούλγαρη είναι απόλυτη. Οι σταθμοί που νοηματοδοτούν τη νεοελληνικότητα με τρόπο χειραφετητικό στα εκάστοτε ζητούμενά της, μετά τον Σολωμό, δεν είναι τόσο ο Παλαμάς όσο ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης, δεν είναι ο Σεφέρης όσο ο Εγγονόπουλος και ο Βάρναλης. Ωστόσο, επιμένοντας στο όραμα της «χειραφέτησης» που αυτή συνοψίζει όλο τον ιστορικό χρόνο και όχι η επανάσταση ή το αντιστασιακό πνεύμα, ο Βούλγαρης παρακάμπτει το γεγονός πως η χειραφέτηση από μόνη της δεν λέει τίποτα, μπορεί να είναι και ασύδοτος ατομικισμός. Η άρνηση των κοινωνικών και εθνικών θεσμών δεν είναι αυτομάτως αριστερή ή προοδευτική στάση. Το παρακάμπτει αν και αναγνωρίζει ότι στη μεταφυσική του υλισμού (βλέπε βασίλειο Αντίκρας του Βάρναλη, στους Σκλάβους Πολιορκημένους), μόνη δυνατή χειραφέτηση απομένει ο θάνατος.

Στο βιβλίο είναι σαφής η έντονη ενόχληση του συγγραφέα από το γεγονός ότι η παλαμική ιδεολογία και η μακρυγιαννική εθνική αφήγηση κυριαρχούσαν στην αριστερά. Έχω τον φόβο ότι με τον εξοστρακισμό τους ο Βούλγαρης συμπράττει στο να μετατραπεί η αριστερά σε ενοχικό συμπλήρωμα του παγκοσμιοποιημένου αστικού κόσμου. Άκων βέβαια. Αλλά η λογοτεχνική αντιπαράθεση, όπως θα συμφωνεί νομίζω, δεν είναι απλώς αισθητική. Αφορά την ιδεολογική ηγεμονία, με ποιες δεσπόζουσες θα οργανωθεί η νεοελληνικότητα. Ποιος ήταν λοιπόν το σύμβολο της αφήγησης και της μετάβασης στη μοντέρνα εποχή; Και σε ποιον θα προστρέχουμε για σημερινά προβλήματα; Ποιος είναι ο πιο επίκαιρος σήμερα; Και ποιες ιδεολογικές συνέπειες έχει η όποια επιλογή μας;

Βάρναλης και Καρυωτάκης ξεσπαθώνουν μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και της παλαμικής ποιητικής ιδέας. Ωστόσο, ήταν μικροί για να αντικαταστήσουν τον Παλαμά. Τα οδοφράγματά τους αποδείχθηκαν αδύναμα. Ήταν όντως η απαρχή αναζητήσεων που γέννησαν και εν Ελλάδι τον μοντερνισμό. Και πάλι όμως. Δεν είναι αυτοί οι πρώτοι μεγάλοι μοντερνιστές. Δεν μπαίνει με αυτούς η Ελλάδα στην αστική εποχή, όπως υποστηρίζει (αν κατάλαβα σωστά) ο Βούλγαρης. Θεωρώ πως είναι οι νέοι αστοί του Τριάντα, οι «ξένοι» για τη μεταπρατική ψευδοαστική τάξη των Αθηνών, οι ηττημένοι αλλά ακέραιοι Ίωνες, οι ισχυρότεροι φορείς του μοντερνισμού. Όχι ο μεταπράτης Ροΐδης, όχι οι λαϊκοί Βάρναλης και Καρυωτάκης, ούτε καν ο μοναδικός αλλά «ποιητής τέλους εποχής» Καβάφης αλλά η γενιά του Τριάντα. Το σεφερικό  Μυθιστόρημα του 1935, είναι ό,τι πιο μείζον και ανθεκτικό δημιούργησε η ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα. Δεν είναι καθεστωτική αφήγηση. Ο Σεφέρης κι η γενιά του υπήρξαν ξένοι για το παλαιοελλαδικό αστικοτσιφλικάδικο καθεστώς και για τούτο ο μοντερνισμός τους υπήρξε γνήσιος και ελληνικός, ισότιμη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και διόλου μεταπρατική. Ήταν η αληθινή χειραφέτηση και εν ταυτώ και αντίσταση και επανάσταση. Και συγχρόνως ανάκληση του όλου παρελθόντος, σε μια κατάσταση ουσιωδώς ανοιχτή, όπως θα ήθελε και ο Βούλγαρης που ορθά σημειώνει τη σημασία του Εγγονόπουλου, που όντως ξαναπιάνει το νήμα του Σολωμού, διαπερνά εποχές και τόπους, προσπερνά τη μετακένωση των συγχρόνων του και χωρίς να αντιγράφει μοντερνιστικά κλισέ αναδιατυπώνει ριζοσπαστικά τη νεοελληνικότητα. Ναι, ο Εγγονόπουλος είναι ο παγκόσμιος Έλλην και δεν χρειάζεται να απορρίψουμε τον Σεφέρη για να το αναγνωρίσουμε.

Η σύντομη ακμή του μοντερνισμού

Σύγχρονη ποίηση είναι η ποίηση του ιστορικού παρόντος που δεν προσγράφεται σε άλλες ιστορικές εποχές, στην αισθητική ή στο κοσμοείδωλό τους. Ασφαλώς, η αστική εποχή δεν έχει μία μόνο συνεκτική αφήγηση, μία ομοιογενή αναπαράσταση στην τέχνη. Πλάι στα καθολικά προτάγματα του Παλαμά και του Σεφέρη, Καβάφης, Καρυωτάκης και Βάρναλης τονίζουν τα πολλαπλά κοσμοείδωλα αυτής της εποχής, την άρνηση στην επιβολή από τα πάνω αφηγήσεων. Μια πολιτική σήμανση ωστόσο θα ήταν αυθαίρετη. Ο Καρυωτάκης ήταν βασιλόφρων, ο Καβάφης απολύτως μόνος (γλωσσικά, ποιητικά, υφολογικά) αλλά ισχυρότατα ελληνοκεντρικός, ο Βάρναλης sui generis κομμουνιστής. Όσο για τον λαϊκισμό, είναι μέγα επίσης θέμα το πώς ορίζεται. Ο Σεφέρης υποβάλλει μια λαϊκή εθνική αφήγηση όχι διδακτικά ή θεωρητικά αλλά με το έργο του, το ύφος, τη γλώσσα, τις εικόνες, τον στοχασμό και το αίσθημά του.

Ναι, έχει δίκιο ο Βούλγαρης όταν παρατηρεί πως ατυχώς ο μοντερνισμός συνάπτεται μόνο με τη στιχοποιητική του μορφή και όχι με οργανικά στοιχεία που συνάδουν με τα αιτούμενα της αστικής εποχής. Όμως το σχίσμα στον μοντερνισμό τελικά δεν είναι μεταξύ συντηρητικού/ προοδευτικού αλλά μεταξύ ελληνοκεντρικού και εκριζωμένου μοντερνισμού. Στην οπτική αυτή, Σεφέρης και Εγγονόπουλος, με όλες τις διαφορές τους, νομίζω πως είναι στην ίδια μεριά. Δεν είναι δα προς θάνατον ότι απουσιάζουν στον ελληνικό μοντερνισμό ευρωπαϊκά ρεύματα (όπως ο εξπρεσιονισμός, ο ντανταϊσμός ή ο φασιστικός φουτουρισμός), ίσως είναι και καλύτερα αν αυτά είναι απλώς μίμηση και αντίγραφα που δεν μπορούν να χωνευτούν στο ελληνικό περιβάλλον.

Δεν ξέρω επίσης πόσο σύντομη ήταν η ακμή αυτού του ελληνικού μοντερνισμού. Πάντως, μέχρι σήμερα, τίποτε δεν βρέθηκε να τον αντικαταστήσει δοθέντος ότι και οι δύο μεταπολεμικές γενιές κι η γενιά του Εβδομήντα είναι (κατά Βούλγαρη) συνέχεια της σεφερικής κοινής, έστω κι ως «ακολουθία καθόδου και απίσχνανσης». Το σημείο που θα συμφωνούσα οπωσδήποτε με τον Βούλγαρη είναι η σημασία του έτους 1989, έτους κρίσιμου καθώς αλλάζει ο παγκόσμιος αλλά και ο ελληνικός κοινωνικός ρυθμός. Το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων περί προόδου κι ο νέος ιστορικός και αισθητικός κύκλος που ανοίγει με άγνωστη εξέλιξη όντως εκφράστηκαν με ένα νέο ποιητικό πρόταγμα, μέσα από την ποίηση του Ηλία Λάγιου, έστω κι αν δεν υπήρξε εφάμιλλη συνέχεια αφού η ροπή του βάλτου τράβηξε τους νεώτερους ποιητές στην εύκολη ματαιοδοξία της αναγνώρισης, όχι στη δύσκολη φιλοδοξία ενός νέου ρυθμού.

Ακόμη μεγαλύτερη απορία μού γεννά η κριτική του Βούλγαρη στην αριστερά επειδή οργάνωσε την Αντίσταση πάνω στο παλαμικό εθνικολαϊκό κοσμοείδωλο, ή επειδή αποδέχθηκε την εθνική συνέχεια, ενσωματώνοντας και τον Μακρυγιάννη αλλά και τον αστικό μοντερνισμό αργότερα. Δεν νομίζω πως η ήττα της οφείλεται σε αυτές τις επιλογές – το αντίθετο. Με αυτές τις επιλογές απέκτησε επαφή με την ψυχή του λαού και της εργατικής τάξης και δεν κατήντησε από τότε, αυτό που πάει να γίνει σήμερα: ένα φιλάνθρωπο τμήμα της άρχουσας τάξης. Η βαθύτερη μελέτη της «ποίησης της ήττας», με τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου της νεωτερικότητας και της αυταπάτης της προόδου (ήδη από τον καιρό που υπήρχε αισιοδοξία επαναστατική), πολλά θα μπορούσε να συνεισφέρει, όπως βέβαια και ο περίφημος «Νεκρόδειπνος» του μη αριστερού Σινόπουλου, το εμβληματικότερο (όπως ο Βούλγαρης σημειώνει) ποίημα του ελληνικού εμφυλίου (τόσο για την αισθητική του αρτιότητα όσο και για την ιστορική του κατανόηση), αλλά και ένα κορυφαίο ποίημα υπαρξιακής αγωνίας όσων ποθούσαν μιαν άλλη μοίρα μετά τον πόλεμο κι όσων ήθελαν να πάνε πέρα από τις φθαρμένες αξίες. Όσων δεν μπόρεσαν ούτε τη δεκαετία του ’70 ούτε τη δεκαετία του ’80 να υψώσουν ένα νέο, σύγχρονο, ελληνικό ποιητικό πρόταγμα.

Το μείζον σχέδιο του Λάγιου

Εδώ ακριβώς έρχεται το όνομα του Ηλία Λάγιου. Αν όλη η μεταπολεμική ποίηση πρέπει πια να ιδωθεί ως ένα όλον, με τη μεταπολίτευση ως υποπερίοδό της (1945- 1989), ο Λάγιος θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως γέφυρα ή ως απαρχή της γενιάς που έρχεται με την κατάρρευση της δημοκρατικής/ καταναλωτικής μυθολογίας και της οποίας γενιάς κανείς ακόμη δεν ξέρει τα σαφή χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το 1945, το 1974, το 1989 είναι σταθερά σημεία αναφοράς. Το ορόσημο της χρεωκοπίας όμως (το 2010) είναι ακόμη αμφίβολο. Θεωρώ πως η Μεταπολίτευση θα κριθεί οριστικά όταν θα τελειώσει και από τον τρόπο που θα τελειώσει, διότι το 1989 δύσκολα μπορεί να το δει κανείς ως τέλος της μεταπολίτευσης και τα επόμενα χρόνια (34 ήδη) ύστερη φάση της. Τα 34 χρόνια δεν μπορούν να είναι ύστερη φάση μιας δεκαπενταετίας που αποδείχθηκε περίοδος μετέωρη και αδικαίωτη, αδιέξοδη, με κυρίαρχο ένα φαινόμενο προς αποφυγήν και μελέτη (τον λαϊκισμό που αρχικά την αξιοποίησε και μετά την συκοφάντησε) και η οποία εν τούτοις σώζεται από την ποίηση όσων έζησαν πέρα από τα όρια και τις ευκολίες της, από την αίσθηση ενός μεγαλειώδους αλλά και αντιφατικού συνανήκειν, που εφήμερο και αναποτελεσματικό ανακαλείται πια μόνο κατά μόνας και ψιθυριστά.

Ωστόσο το 1989, ναι, είναι όριο. Και ακόμη σημαντικότερο «όριο» είναι το ποιητικό σχέδιο του Ηλία Λάγιου που μας καλεί, όντως, να ψαύσουμε πάλι τις εστίες μιας νέας οργανικότητας και να συγκροτήσουμε μια σαφή ανάδραση στην παρακμή του ποιητικού λόγου, συνομιλώντας γόνιμα ξανά με τους μείζονες αλλά με μια νέα ποιητική γλώσσα. Ως προς αυτό, το ποιητικό σχέδιο του Λάγιου υπήρξε μείζον. Ξεπερνά όλη την ποίηση των συγκαιρινών του. Διατρέχει, ανακαλεί και διαλέγεται με όλη την νεοελληνική ποίηση, από την πειθαρχία των παραδοσιακών μέτρων ως τα όρια του ελεύθερου στίχου. Δημιουργεί τους όρους μιας νέας λυρικής αφήγησης, ανασύνθεση τεχνοτροπιών, εκ νέου επίσκεψη μυθολογικών τόπων, με αυτοαναιρέσεις και πειραματισμούς. Πολυστρωματική και πολυφωνική αλλά όχι μεταμοντέρνο παστίς, πέραν κάθε απομίμησης ή εκλεκτικισμού, διασχίζει τον μοντερνισμό και πάει πίσω, πολύ πίσω, στις πηγές, για να φτιάξει μια νέα ποιητική, ένα εν προόδω διαμορφούμενο νέο τραγούδι. Ένα τραγούδι φασματικό που ζει στο όλο παρελθόν, όχι περιχαρακωμένο στην αφήγησή του αλλά διαρκώς και ουσιωδώς ανοιχτό.

Η ποίηση σήμερα

Ανασκοπώντας το σημερινό ποιητικό τοπίο, το αίσθημα που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο είναι βαθιά μελαγχολικό. Νιώθεις πως η ποίηση γίνεται πια χωρίς αποτέλεσμα. Τρέφεται από τις σάρκες της, δεν έχει κοινωνική λειτουργικότητα, δεν παρέχει καμιά δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης. Τα ποιήματα αντικαταστάθηκαν από εξομολογήσεις σε μοτίβα υπαρξιακά, με υλικά από την καθημερινότητα: αποσπασματικότητα, αναστοχασμός, ποίηση ποιητικής, λιπόσαρκος λυρισμός, γλωσσοκεντρισμός, θεματογραφική διασπορά, ασάφεια ρυθμού και αδύναμα αντιθετικά σχήματα, ισχνός λόγος, φτωχές εικόνες, εσωστρέφεια, απουσία οραμάτων και κοινωνικής συνείδησης. Κι όμως. Οι ποιητές της νέας γενιάς, παρατηρεί ο Βούλγαρης, είναι πολύ πιο πολιτικοί από αυτούς του Εβδομήντα, έστω και αν με πρακτικές αναπλήρωσης αναδύθηκαν και κυριαρχούν απομιμήσεις ποιημάτων με φιλολογική αφετηρία, με λόγο δημοσιογραφικό και μικροαστική αισθητική μέσα σε μια μεταμοντέρνα συνθήκη και με την αδυναμία της μονοφωνικής γλώσσας τους, να αντιστοιχηθεί με μια πολυφωνική πραγματικότητα, σχεδόν απόλυτη.

Η εικόνα αυτή είναι αποπνικτική αλλά μάλλον ακριβής. Τη βλέπουμε στα διαρκή καλλιστεία μιας αναπαλαιωμένης λογοτεχνικής δραστηριότητας, στον αθεράπευτο επαρχιωτισμό και τους φθονερούς υπαινιγμούς, στην αξιοθρήνητη διεκδίκηση παρασήμων επί τη βάσει δημοσίων σχέσεων ή στην εκταμίευση κύρους μέσω πανεπιστημιακών εδρών και φεστιβάλ. Το σύμπαν βουλιάζει και ασχολούμεθα με την απέχθεια του τάδε για τον δείνα. Η ενέργεια πλεονάζει αφού δεν κατατίθεται στη λογοτεχνική εργασία. Η τεράστια διόγκωση του πεδίου του πολιτισμού σε βάρος του πεδίου τέχνης, εξηγεί το πλήθος των ποιηματογράφων κι όχι ποιητών. Πολλοί είναι οι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι που μπορούν να γράψουν ποιήματα. Αλλά δεν είναι αληθινοί ποιητές. Χωρίς αξιόπιστη κριτική, χωρίς διασαφήσεις και διακρίσεις, όλα είναι ποίηση και ποιητές. Η εκδοτική ευκολία, η επικοινωνιακή πληθωρικότητα, η υπερπαραγωγή, η φεϊμσπουκική επικύρωση κάνουν το ποιητικό πεδίο αδιαβάθμητο και στατικό. Έτσι, ό,τι γράφεται στοιβάζεται απλώς στα προηγούμενα.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι προφανές ότι η ανάγκη παρέμβασης στο ποιητικό πεδίο μιας νέας γενιάς με νέα ποιητική και νέο τρόπο θέασης για μιαν άλλη εικόνα του ποιητικού πεδίου, είναι επείγουσα. Αισθάνομαι την ανάγκη ωστόσο, να παρατηρήσω εδώ  πως δεν μπορούμε να οριστούμε στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον, χωρίς να μελετήσουμε τη μεταπολίτευση, την περίοδο που πολλαπλώς μας καθορίζει ακόμη. Η γενικευμένη κοινωνική κρίση των τελευταίων χρόνων, δεν εξηγείται απλώς με την αναντιστοιχία των δομών της μεταπολίτευσης με τις σημερινές ανάγκες. Τα αιτούμενα, οι αντιθέσεις, τα αδιέξοδα της εποχής, τα παιχνίδια εξουσίας, οι γραμματολογικές μανούβρες, οι πρόσκαιρες επιτυχίες που παλιώνουν ευθύς, φανερώνουν μια συνολική πολιτισμική κατάρρευση για την οποία δεν είναι υπεύθυνος μόνο ο «συντηρητικός μοντερνισμός» αλλά μια συνολική κοινωνική και ηθική αντίληψη της νεοελληνικότητας.

Συμπεράσματα

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή, δεν είναι ώρα για συγκαταβατικές χειρονομίες. Στους καιρούς μας δεν υπάρχει παραδεδομένο ισχυρό ποιητικό παράδειγμα, δεν υπάρχει καν σχετικό αίτημα. Η βαθιά κρίση του ελεύθερου στίχου που οδήγησε σε μιαν άλλη συμβατικότητα, ο αυτοπεριορισμός, η απίσχνανση και η δραματική συρρίκνωση του ορίζοντα των προσδοκιών του ποιητή σε σχέση με την ίδια την ποίηση, οδήγησε στο να μην υπάρχει καν ως αίτημα η κοινωνική αναγνώριση του ποιητικού λόγου. Η αποδοχή του άσκοπου όμως, σημαίνει οριστική παρακμή, δηλαδή ομφαλοσκόπηση του ποιητή για την τέχνη του και τα διλήμματα μπροστά στο ποίημα, αέναη συντεχνιακή εντός της ποίησης συζήτηση για τη θεματική και τη φόρμα, ερήμην του αναγνώστη αφού δεν απευθύνονται σε αυτόν αλλά στους άλλους ποιητές.

Ποίηση μιας εποχής είναι αυτή που διαβάζεται, όχι αυτή που γράφεται. Για να είναι ενδιαφέρον ένα καλλιτεχνικό έργο πρέπει να έχει τη σφραγίδα της εποχής του, να συλλαμβάνει αυτό που αργοπεθαίνει κι αυτό που γεννιέται. Η τέχνη τέτοιων εποχών αναμετριέται με τους κανόνες του μέλλοντος, όχι του παρελθόντος. Χωρίς έγνοια για τη γλώσσα και τον ρυθμό, αυτό που θα έπρεπε να προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα της εποχής μας είναι η ανάγκη της «τάξης», σε αντίθεση με την εποχή που γεννιόταν ο μοντερνισμός (οπότε η έμφαση έπεφτε κατά κύριο λόγο στην έκφραση του αισθήματος ενάντια στην παλαιά τάξη πραγμάτων), ακριβώς επειδή η μεταπολεμική «τάξη» οδήγησε σε συναισθηματική και κοινωνική διάλυση. Πόσο εφικτό όμως είναι τούτο όταν η εποχή μας δεν αναζητά καν το πρόσωπό της σε ένα ποιητικό έργο, επειδή το θεωρεί ανέφικτο; Όταν δεν αναγνωρίζει ότι το κυρίαρχο ποιητικό παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών έχει ολοκληρώσει τον δημιουργικό του κύκλο;

Οι τομές δεν προκύπτουν προγραμματικά αλλά διά του έργου, μειζόνων ή έστω με μείζονα διάθεση ποιητών. Η ελπιδοφόρα τάση για νέα αφετηρία, απεμπλοκή από τα όρια του ελεύθερου στίχου και νέα ρυθμική αγωγή, δηλώνει ήδη έναν πόθο για επαναμάγευση. Επαναμάγευση όμως που πρέπει να γίνει με ποιητικά υλικά και τρόπους του παρόντος, όχι του παρελθόντος, χωρίς καταδίκη του ελεύθερου στίχου ή άκριτη επιστροφή σε παλαιούς ρυθμούς αλλά με μια νέα σύνθεση. Με μια νέα συνθήκη μικρών εξιστορήσεων, ενάντια στις θεωρίες για τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, με την οποία (όπως γράφει ο Βούλγαρης) θα αναδιαταχθεί το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα της βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας, την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη, που θα ενσωματώνει με αίσθηση και αμηχανία, τη μεταβατικότητα της στιγμής. Μια ποίηση που θα προϋποθέτει αιώνες ποίησης και θα είναι σημερινός λόγος, που θα τρέφεται από την επαφή και την επικοινωνία με την καθημερινή γλώσσα. Η επαναμάγευση αυτή θα είναι καρπός μιας έρρυθμης προσωδίας που θα πραγματώνει τις δυνατότητες όλες του υλικού και συνάμα θα ικανοποιεί το ποιητικό αίσθημα της εποχής, με ένα νέο προσωδιακό πλούτο και μια αύρα μουσικότητας που θα έρχεται από την επαφή με την προμοντερνιστική ποίηση.

Σε αυτό τον νέο ρυθμό, σε αυτή την ανάγκη ταυτοτικού προσδιορισμού, αφιερώνει την κριτική του δύναμη ο Κώστας Βούλγαρης, θεωρώντας πως το ποίημα ταυτοποιεί τελικά τον ποιητή και εγγράφει την ποίησή του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η εύρεση της «Ελένης» του δημιουργού είναι ο μόνος σκοπός της δημιουργίας. Σε κάθε περίπτωση, ο Βούλγαρης νομίζω πως συνάντησε τη δική του «Ελένη», από τότε που υπό την γνωριμία του Σινόπουλου αντελήφθη ότι κεκυρωμένος δεν θα πει τίποτα και η μνημείωση είναι γράμμα κενό, από τότε που εγκατέλειψε το στατικό ταξίδι της γραμματολογίας για να ανακαλύψει τους εναργείς τόπους της αληθινής ποίησης.

Φυσικά, ο καθένας επιλέγει με ποιαν εικόνα του ποιητή ταυτίζεται κι η επιλογή αυτή είναι ανάλογη με τη ζωή και τις ιδέες του. Σε ποιαν ταυτότητα εν τέλει προσβλέπει, σε ποια ζωή δική του και του έθνους του. Αυτό που θα μείνει ωστόσο, τελικά, είναι  μόνο το κατορθωμένο έργο που γίνεται διαρκές μέτρο πραγμάτων. Τούτα τα χρόνια που ολοκληρώνεται στην Ελλάδα μια μακρότατη διαδρομή αστικής συγκρότησης, διαδικασία αντιφατική και αιματηρή, με τομές και συνέχειες και μόνη συνεκτική ουσία μια στρεβλή ενσωμάτωση στη Δύση και ένα λαϊκιστικό κοινωνικό συμβόλαιο που ήδη έχει διαρρηχθεί, τα νέα αδιέξοδα ζητούν νέους  τρόπους. Στην πολιτική, στην κοινωνία, στην τέχνη. Στην αναζήτηση αυτή του νέου ρυθμού, το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη είναι πολύτιμο εφόδιο.

Περιοδικό Το κοράλλι, τχ. 37-38, Απρίλιος Σεπτέμβριος 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου