Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Της Κωστούλας Μάκη

 Στους ποταμούς βορείως του μέλλοντος

ρίχνω το δίχτυ που εσύ

διστάζοντας βαραίνεις

με τις πέτρες να γράφουν σκιές»

                                                                                     Paul Celan, Καμπή πνοής, σ. 17

 Αποχαιρετώντας την Τζίνα Πολίτη, ο Κώστας Βούλγαρης γράφει εισαγωγικά στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής: «Δεν ξέρω τι είναι πιο οδυνηρό: η απώλεια ενός εκλογικού ποσοστού ή η απώλεια μιας μεγάλης, αριστερής διανοούμενης. Μήπως εξαρτάται από ποια θέση μετέχει ο καθένας στο γίγνεσθαι της αριστεράς και των ιδεών; Όμως, η αριστερά, ανεξαρτήτως ποσοστών, δεν υπάρχει χωρίς ιδέες. Και χωρίς ανθρώπους, όπως η Τζίνα, που ήταν η προσωποποίηση της ενότητας θεωρίας και πράξης»[1]. Στα παραπάνω διλήμματα και ρητορικά ερωτήματα, όπου οι απαντήσεις φαίνεται να υπονοούνται, τίθεται πάντα ένας επίκαιρος προβληματισμός, ο οποίος προϋποθέτει να εξεταστεί, πολιτικά και κριτικά, από ποια θέση συμμετέχει όποιος/α αυτοπροσδιορίζεται σε μία από τις ταυτοτικές του θέσεις ως αριστερός/ή. Τίθεται επίσης εξαρχής η διαπίστωση, πως στις ιστορικές διαδρομές της αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, οι ιδέες, τα πρόσωπα και η σύζευξη θεωρίας και πράξης είναι κομβικά σημεία, προκειμένου να συγκροτηθούν οι αριστεροί λόγοι στον δημόσιο χώρο. Στις τυχαίες κάποιες φορές συζεύξεις τού προσωπικού με το πολιτικό, έχει σημασία να αναφερθεί εδώ πως το τελευταίο κριτικό κείμενο της Πολίτη, δημοσιευμένο στις «Αναγνώσεις», αφορούσε σε αυτό το πρόσφατο βιβλίο του Βούλγαρη. Η υπενθύμιση αυτή δεν γίνεται για να προταχθεί η αμοιβαία φιλία και αλληλοαναγνώριση δυο διανοούμενων του λογοτεχνικού/κριτικού πεδίου, αλλά για να επισημάνει τις διαρκείς συνομιλίες που εμπλουτίζουν το πεδίο κάθε φορά που η λογοτεχνία, η κριτική, ο ιστορικός αναστοχασμός εκφράζουν πολιτικές δεσμεύσεις και προβληματισμούς ατελεύτητους, από αυτούς οι οποίοι διευρύνουν τις δυνατότητες για αλλαγές και επαναπροσδιορισμούς, εντάσσοντας την καθημερινότητα στα διαρκώς ανοιχτά διακυβεύματα της ενσώματης ιστορίας.

Το νέο βιβλίο του Βούλγαρη, Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα, διαπραγματεύεται με άλλους όρους ό,τι ορίστηκε από τον Traverso ως «αριστερή μελαγχολία», ενώ παράλληλα η ιστορία διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, «συμπαρασύροντας» τον συγγραφέα και τους αναγνώστες. Οι πολλαπλές εκδοχές της Μπετίνας πολλαπλασιάζουν τις ιστορίες που αρθρώνονται στο βιβλίο, καταλήγοντας σε λογοτεχνικές συνεκδοχές του βίου και της ελληνικής ιστορίας. Το μότο του βιβλίου, από τον Μιχαήλ Ψελλό, δίνει άλλωστε από την αρχή το στίγμα: «Ω τολμηράς φύσεως, άνθρωπε, τέχνασμα». Ο Βούλγαρης τοποθετεί τον εαυτό του κοντά στο έργο του Ψελλού, καθώς κατεργάζεται τα τεχνάσματα της γραφής, της ιστορίας, της φιλοσοφίας, μέσα σε ένα διαρκές παιχνίδι, όπου η επινόηση εμπλέκεται με την πραγματικότητα, πέρα από τη λογική αλήθειας-ψεύδους, ενώ ο χρόνος ανάμεσα στους συγγραφείς και τα γεγονότα δεν είναι ποτέ γραμμικός αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από συνεχόμενες δίνες και πολυσύνθετες συναισθηματικές μνημονικές επικλήσεις. Ό,τι έχει χαθεί διατηρεί κάτι από την υλικότητά του στο παρόν, στη συνύφανση λογοτεχνίας, γλώσσας και ιστορίας, καθώς επίσης και στα πολιτικά διακυβεύματα χειραφέτησης που παραμένουν ενεργά, παρά τις συνεχόμενες απώλειες και ήττες σε όλα τα επίπεδα.

Ο Βούλγαρης ορίζει ως στόχο του να αφηγηθεί την ιστορία της Μπετίνας, παρουσιάζοντάς την όμορφη, μοιραία, κοσμοπολίτισσα, που «τα ίχνη της χάνονται μέσα στον χρόνο και τις περιπέτειές της» (σ. 9). Γυναίκα που την ερωτεύτηκαν πολλοί και πολλές παράφορα, όπως και ο συγγραφέας, η οποία όμως, παρά το απλόχερό της δόσιμο, δεν ανήκε ποτέ απόλυτα σε κανέναν. Στο πλαίσιο μιας εξιδανικευμένης θηλυκής παρουσίας, ο συγγραφέας της δίνει χαρακτηριστικά που θυμίζουν παραμύθι και παράδοση, με επιδράσεις από την παγκόσμια λογοτεχνία. Ωστόσο, μέσα από ένα είδος προειδοποίησης, και πριν συνθέσει το ιδιαίτερο κολλάζ για την ιστορία της ιστορίας, ο Βούλγαρης προβαίνει σε μια πρώτη αποποίηση απέναντι σε όσους/ες προτάσσουν μια ρομαντικά εξιδανικευμένη εκδοχή της σε έναν ανιστορικό χρόνο. Στις απεικονίσεις που τη θέλουν ντυμένη στα λευκά, ο ίδιος της φορά το «μαύρο των ονείρων φόρεμα». Ο συγγραφέας διαχωρίζεται από μια προσέγγιση που παραπέμπει σε έναν ευγενικό θαυμασμό εκ του μακρόθεν, που τονίζει το στοιχείο της ευγενικής ασφαλούς αποστασιοποίησης και που θυμίζει μια ξεπερασμένη ουσιοκρατική κατασκευή των ιστορικών, ως υπεύθυνων για την αντικειμενική ανασύνθεση των ιστορικών συμβάντων. Αντίθετα, στην αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας ορίζει κάποιες από τις τεχνικές του, οι οποίες περιλαμβάνουν τις γραπτές αναφορές, τις προσωπικές αφηγήσεις και την «τεκμηριωτική φαντασία» του. Όποιος ωστόσο νομίζει ότι θα διαβάσει ένα αφήγημα για αυτή τη γυναίκα, με αρχή, μέση και τέλος, θα διαψευστεί από νωρίς, αφού ο Βούλγαρης θα εξαντλήσει τις αντοχές της μυθοπλασίας, της μεταμυθοπλασίας, και του ίδιου του «παντογνώστη αφηγητή», δοκιμάζοντας τα όρια και τις αναγνωστικές ικανότητες των αναγνωστών/στριών.

Η Νικηταρού-Μπετίνα εμφανίζεται πρώτη φορά στα Δολιανά Αρκαδίας, την περίοδο της ελληνικής επανάστασης, ως γυναίκα που «ορέγεται» ο αδερφός του Νικηταρά. Ακολουθεί η εμφάνιση μιας γυναίκας εκ Δολιανών το 1844, που διώκει αυτούς που αποπειρώνται να τη βιάσουν, και ξανά τα ίχνη της χάνονται. «Κάπου μακριά θα πήγε η γυναίκα» (σ. 23), διαπιστώνει ο Βούλγαρης. Στην πορεία, περιγράφονται οι σταδιακές αλλαγές των κατοίκων και του χωριού, από την επανάσταση και μετά, οι μόνιμες διεκδικήσεις των κατοίκων, οι συγκρούσεις με τους εκμεταλλευτές καλόγερους, οι μετακινήσεις από τα ορεινά στα πεδινά, και οι αγώνες τους για να έχουν όλοι κλήρο ελιάς και να μπορούν να ζήσουν αυτάρκεις. Η Μπετίνα επανεμφανίζεται το 1871, ηλικιωμένη, και πεθαίνει συνθλιβόμενη από τη βασιλική άμαξα, στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας, την Τρίπολη, με την οποία καταφθάνει, προκειμένου να επιθεωρήσει ο βασιλιάς τις εργασίες για τα θερινά ανάκτορά του. Παράλληλα, ο συγγραφέας παραθέτει πληθώρα απολαυστικών ιστοριών για τους προγόνους του, που υποδεικνύουν τις ποικίλες ζυμώσεις ιστορίας και ανθρώπων, ενώ αναγνωρίζει μια τάση προς εξιδανίκευση, αφού «οι οικογενειακές μνήμες […] συνήθως φτιάχνουν ένα περίκλειστο σύμπαν» (σ. 41).

Στις πληθωρικές εμφανίσεις σε πολλές και διαφορετικές ιστορικές στιγμές της Ελισάβετ-Μπετίνας επινοείται μια πρωτότυπη μεταμυθοπλαστική ετυμολογία του ονόματος της οσίας Ελισάβετ. Ο συγγραφέας επιλέγει να την εντοπίσει το 1905 σε ένα ανυπόγραφο δημοσίευμα εφημερίδας. Γίνεται λοιπόν, με αφορμή το όνομά της, αναφορά στο εβραϊκό ΕL που επισημαίνει την πληθυντικότητα της Ελισάβετ και σημαίνει τον αριθμό επτά, αλλά και το ομόρριζό του EL που συνδέεται με το όνομα Ελένη. Η ετυμολογία μπορεί φαντασιακά να πάρει ακόμα πιο ανοιχτές διαστάσεις με τη μορφή μετωνυμίας. Παραφθορά του ονόματος Ελένη είναι η Σελήνη, που ονομάζονταν παλαιότερα Σελένη (βλ. σ. 43). Η σύνδεση Ελένης-Ελισάβετ-Σελήνης στα πολλαπλά της κάτοπτρα παραπέμπουν και στο προηγούμενο βιβλίο του Βούλγαρη, στο οποίο η ποίηση ταυτίζονταν με την Ελένη[2]. Έτσι, στα πρόσωπα της Μπετίνας συνενώνονται, κατά τη γνώμη μου, η ιστορία, η ποίηση και η γλώσσα, όπως κατασκευάζονται και εγγράφονται στις ιστορίες του βιβλίου. Τα πρόσωπα της ιστορίας παρατάσσονται με διαφορετικές κάθε φορά συνηχήσεις και με διαφορετικές επιδράσεις στις ανθρώπινες ζωές και στις φωνές του αφηγητή, και μπορούν να αναδιατάσσονται εις το διηνεκές, με όχημα τις λογοτεχνικές γλώσσες, τη μνήμη και τη μεταμυθοπλασία.

Στο αλχημικό του σύμπαν ο Βούλγαρης, σε συνέργεια με τους αφηγηματικούς «μάγιστρους», πρωτίστως τον Γιάννη Πάνου και τον Μιχαήλ Ψελλό, παραδέχεται τις συνδέσεις ποίησης, λογοτεχνίας, ιστορίας και μνήμης με την αλχημεία, ομολογώντας τη γοητεία του γι’ αυτή. Αυτό όμως που αναφέρει ως αλχημική έλξη δεν είναι μονοδιάστατο. Είναι η καταγραφή της ζωής ως απρόβλεπτο πείραμα, η διακωμώδηση του πραγματικού, ενίοτε και ως αυταπάτη, η οποία έχει όμως εκ νέου τη δυνατότητα να ανασυντίθεται στα κείμενα, στις συγγένειες των αφηγηματικών φωνών που συμπλέκονται σε διαφορετικές στιγμές για να επαναφέρουν μνημονικά και να μεταποιήσουν τα ιστορικά περάσματα των ανθρώπων στους καθημερινούς αγώνες, στα επαναστατικά κινήματα, στην πολιτική μέσα από την ενεργή παρουσία του χρόνου και του τόπου. Έτσι, γίνεται εφικτή και η ανατροπή της ακολουθίας του χρόνου.

 Ωστόσο ο χώρος, και οι μετατοπίσεις των ανθρώπων σε αυτόν, είναι ριψοκίνδυνος και διλημματικός. Παραμένει όμως διαχρονικά ενεργός, εφόσον, όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας: «Δύσκολη η σχέση του ανθρώπου με τον χώρο, γιατί είναι αδηφάγος, θέλει να σε εντάξει οπωσδήποτε και με τους δικούς του όρους, με την ταυτότητα που αυτός σου προσδίδει, την οποία σου την υποβάλλει ως δικιά σου, και συνήθως την αποδέχεσαι ως προσωπικότητά σου» (σ. 171).

Στις σελίδες του βιβλίου, χρόνος, χώρος και ιστορία κατασκευάζουν ακολουθίες γεγονότων, εποπτικές ιστορικότητες πιθανοτήτων και συμβάντων, καθώς και νεκρώσιμες αναστάσιμες τελετουργίες. Ιστορίες από την περίοδο της μικρασιατικής καταστροφής και τον μεσοπόλεμο. Αγώνες των κατοίκων σε ό,τι περιγράφεται ως η εξέγερση του νερού και κοινωνικές αλλαγές και διεκδικήσεις που σχετίζονται με την αλλαγή των εποχών και τη φενάκεια πίστη στην αλματώδη έννοια της προόδου. Το αντάρτικο και τα πολυπληθή αντιστασιακά πρόσωπά του δίνουν το στίγμα της σύνδεσης του χωριού με τα πρόσωπα και τα ιδανικά τους. Παρατίθενται συγκλονιστικές ιστορίες για τις επιλογές των ανθρώπων και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους αντάρτες, τις αντάρτισσες και τους ταγματασφαλίτες. Ιστορίες που εμπλέκουν τις οικογενειακές ρίζες και μνήμες του συγγραφέα, που παραμένουν ενεργές στα ίχνη της ιστορίας που υπάρχουν στο χωριό, στο σπίτι του συγγραφέα και γύρω από αυτό, στην ευρύτερη περιοχή. Η αναφορά στον Γιάννη Πάνου, που περιγράφοντας τη μάχη Σπαρτιατών και Αργείων στη θέση Τσόροβος γράφει: «νικητής είναι εκείνος που μένει», δίνει ένα συγκεκριμένο στίγμα και ταυτόχρονα το αίτημα για μια συνεπή πολιτική τοποθέτηση, έξω από περιοριστικά δόγματα. Την αλλαγή στις ιστορικές στιγμές καταγράφει και το ποιητικό πεζό του συγγραφέα, όπου μνημονεύει Σινόπουλο και Γκάτσο. Συνεχόμενη «ποταμοβασία ανάστροφη» (σ. 82), όταν όλα αλλάζουν. Ακολουθούν η παντοδυναμία του Πασόκ, ο παπανδρεϊσμός, η κακόγουστη απόπειρα τουριστικοποίησης και η αυθαίρετη «καπηλεία» των ιστορικών εκκρεμοτήτων δεκαετιών, που μετατρέπουν «το αίμα της Ελισάβετ, της Νικηταρούς, της Μπετίνας, και όλων των μεταμορφώσεων αυτών, εις του λαϊκισμού το βδέλυγμα» (σ. 121). Η ευτέλεια της πολιτικής εκφράζεται εξάλλου και στο παράθεμα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου: «Ο υπαρκτός φασισμός είναι η κυριαρχία του χυδαίου. Είναι η επιθετικότητα που έχει διαστραφεί σε “πολιτική”» (σ. 126).    

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι σελίδες που αφορούν στις εκ περιτροπής εποπτικές κατόψεις της πόλης, π.χ. των Αθηνών, και το βιωματικό κείμενο που περιγράφει την περίοδο που ο συγγραφέας δούλευε ως καθαριστής τζαμιών στο ξενοδοχείο Τιτάνια, σε επικίνδυνες ταλαντώσεις με το κενό: «απροσδεής έναντι όλων». «Άπελπις εαυτός» και η προσωπική του «κληρονομιά»: «εις εμέ δε σιωπή και μελέτη και της κωμοπόλεώς μου η ανάμνησις και της αστάτου, άμα δε και αφανούς Ελισάβετ ο ψυχοφθόρος έρως μου» (σ. 138).  Καμπή πνοής;[3] Όχι ακριβώς, γιατί στις διάφορες διαδρομές ανάμεσα στην Αθήνα και την Αρκαδία, τις αιωρήσεις στο Τιτάνια, τους χώρους της γραφής, της κριτικής, των λογοτεχνικών κύκλων και  τις συναναστροφές με την Μπετίνα και άλλους αγαπημένους του ανθρώπους, ο Βούλγαρης θεωρεί πως αυτή η διαρκής κίνηση ανάμεσα σε ασύμβατα απόμακρα σημεία  παράγει τη λογοτεχνικότητα. Οι ταλαντώσεις αυτές επιτρέπουν επίσης την κατασκευή του αριστερού διανοούμενου, ως υποκειμένου που δρα και σκέφτεται με ανοιχτό πολιτικό αναστοχασμό.

Οι αναδυόμενες πληθυντικότητες λοιπόν είναι συνεχόμενες. Η ιστορία γράφεται ως γλώσσα και η γλώσσα ως ιστορία. Η Μπετίνα, στις πολλαπλές εκδοχές των συμβάντων, δεν είναι ποτέ πρωτεϊκή και ούτε είναι μια αγιογραφία της ιστορίας με συγκεκριμένα σταθερά χαρακτηριστικά. Η γλώσσα και οι πληθωρικές ιστορικές ανακατατάξεις αλλάζουν τα πρόσωπα, τους αφηγητές τους, την ίδια την ιστορική υπόσταση. Επικαλούμενος τον Βάρναλη, ο συγγραφέας διατηρεί το αίτημα για χειραφέτηση χωρίς ιδεαλισμούς. Η ποιητικότητα ενσωματώνεται στην ιστορικότητα της γραφής. Η χειραφέτηση αφορά και στη σχέση με την ίδια την ιστορία, τις Μπετίνες, και είναι ένας αγώνας «απέναντι σε όλες τις συμβάσεις της» (σ.233). Κι αυτό «γιατί η χειραφέτηση δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος, αφού το όποιο αποτέλεσμα, ακόμα και το πιο αντιστασιακό, ακόμα και το πιο επαναστατικό, ή ακόμα και το πιο ορθολογικό, το πιο πραγματιστικό, μέσα στην ιστορική διαδρομή δεν είναι παρά πρόσκαιρο, εν τέλει έωλο […]» (σ. 233-234). Ανοίγεται όμως στο μέλλον.

Ο Βούλγαρης, αποποιούμενος κάθε τύπου διδακτική ηθογραφία, ηρωοποιημένη αυτοβιογραφία ή νοσταλγική αναβίωση, δεν υιοθετεί το προφίλ του ηττοπαθούς αφηγητή που νοσταλγικά θρηνεί για όσα έχουν οριστικά παρέλθει, παρόλο που αναγνωρίζει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη νοσταλγία και τη μνήμη. Στις πολλαπλές μεταμφιέσεις/μεταποιήσεις προσώπων, ακόμα και του ίδιου, ενισχύει και πολλαπλασιάζει τη γλώσσα ως εργαλείο μετασχηματισμού της πραγματικότητας, της ιστορίας, του χρόνου, του χώρου και των προσώπων, συνεχίζοντας και ενδυναμώνοντας την «παράδοση» του Ψελλού και του Γιάννη Πάνου, και αξιοποιώντας παράλληλα την παγκόσμια λογοτεχνία. Σε ένα επίπεδο, στις συμπτύξεις γλώσσας και ιστορίας, όπως εκφράζονται στη γραφή, γλώσσα, συναίσθημα και ιστορία συνενώνονται. Με τέτοιους όρους, ο Κώστας Βούλγαρης γίνεται και ο ίδιος ένα από τα πρόσωπα της Μπετίνας, σε αναμονή για όσα υπήρξαν, όσα έχουν παρέλθει αλλά παραμένουν εδώ, αλλά και για όσα θα έρθουν. Ο συγγραφέας και η Μπετίνα, σε όλες τις εκδοχές της και στη διαρκή ερωτική σύσφιξή τους, ποτέ ολοκληρωτικά τετελεσμένη, μπορούν να γίνουν: «άνεργο πρόσωπο/ σε μελαγχολική πυρκαγιά»[4].

Παράλληλα, ο συγγραφέας αντιτάσσεται στις εθνικιστικές φωνές που εμβατηριακά συνεχίζουν να επικαλούνται πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά» και που συνδέονται με το φαντασιακό της κοινωνίας, υποτιμώντας και αγνοώντας τις συμπλοκές πραγματικότητας, ιστορίας και επανάστασης. Οποιαδήποτε επιδερμική ηρωοποίηση δημιουργεί νέου τύπου ιστορικές γραμμικότητες και οδηγεί σε ανιστορικά επετειακά είδωλα. Στο λογοτεχνικό του έργο, η αφήγηση και η σύζευξη γλώσσας, γραφής και ιστορίας δημιουργούν ενεργούς ανθεκτικούς τόπους γραφής. Ο Βούλγαρης αφηγείται, καταγράφει, μεταμυθοπλάθει, σε διαρκείς τοποθετήσεις και επανατοποθετήσεις, μόνιμα όμως στα χνάρια μιας ιστορικότητας, που επανέρχεται για να διαπραγματευτεί και να σχολιάσει παρόν, παρελθόν και μέλλον. Αν οι συνήθεις, κάθε τύπου νοσταλγικές αναβιώσεις, συμβολικές και πραγματικές, θυμίζουν πέτρινο τοίχο καλυμμένο με έτοιμο συνθετικό σοβά, ο συγγραφέας επιμένει σε διαφορετική ανθεκτική υλικότητα, όπως ο σοβάς που φτιάχνονταν στο χωριό του, σε μια «επιφάνεια επιστρωμένη με κουρασάνι, που από την αρχαιότητα φτιαχνόταν με διάφορα υλικά», ενώ στο χωριό του «με θειάφι και ασπράδια αυγού, δίνοντας μια βελούδινη υφή στο εσωτερικό των δεξαμενών λαδιού ή νερού […]» (σ. 203-204).

Κλείνοντας: σε αυτούς λοιπόν τους καιρούς κρίσης και δυστοπίας, το νέο λογοτεχνικό βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη απαντά και στα σύγχρονα διλήμματα, ως προς τη θέση με την οποία συμμετέχει ο καθένας στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Εξελίσσοντας τις δυνατότητες της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, ο συγγραφέας προτάσσει τον επαναπροσδιορισμό της υποκειμενικότητας, της πολιτικής, της ιστορίας και της λογοτεχνίας, επισημαίνοντας πως τα λογοτεχνικά ίχνη διατηρούν τη δική τους διάρκεια και λειτουργικότητα, παράγοντας νέες «αδιόρατες συνέχειες», νέους τόπους μνήμης με τις συνηχήσεις παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος. «Ως ατέρμων κοχλίας». «Η ιστορία» της Μπετίνας «είναι μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος» (σ. 250).  Ακόμα και αν όλα μοιάζουν δύσκολα διαχειρίσιμα στο παρόν πολιτικό σκηνικό, παραμένει ενεργή, ως παροντικό διακύβευμα, η φράση του αντάρτη Νίκου Πανούση: «no paura».

 

Ηλεκτρονικό περιοδικό  bookpress.gr, 30-6-2023


[1] «Αναγνώσεις», Κώστας Βούλγαρης, Μια αριστερή διανοούμενη, μια κορυφαία κριτικός λογοτεχνίας, 28/05/2023.

[2] Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, Εκδοτική Αθηνών, 2022.

[3] Paul Celan (2018), Καμπή πνοής, Αθήνα: Κίχλη.

[4] Τέο Σαλαπασίδης, «Μαύρη Θάλασσα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου