Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΚΡΙΤΙΚΗ της Σάρας Θηλυκού

Βεβηλώνοντας το ιερό

Η ζωή μας είναι γεμάτη συμβάσεις. Γεννιόμαστε. Αναπνέουμε. Εργαζόμαστε. Παντρευόμαστε. Πεθαίνουμε – για να αναφέρω μόνο μερικές... Συμβιβαζόμαστε πολλαπλώς. Κάποιοι από εμάς, όμως, θέλουμε όλα αυτά να γίνονται τουλάχιστον με τρόπο αντισυμβατικό, τρόπο ασυμβίβαστο. Και εδώ η ζωή αντιγράφει την τέχνη: I did it my way, μας έχει πει ο μεγάλος νεορομαντικός Frank Sinatra.
 Διότι ο καλλιτέχνης, όπως θα μας πει ο Κώστας Βούλγαρης στην Αλήθεια του –ναι, ας δεχτούμε ότι ο καθένας μας έχει μια δική του– “επιζητεί τη ρήξη”, εκεί όπου ο αναγνώστης/θεατής “επιζητεί τη συνέχεια”. Πρόκειται για την βεβήλωση του ιερού από την τέχνη, προκειμένου η τελευταία να έχει λόγο ύπαρξης. “Πώς μπορούμε όμως να βεβηλώνουμε το ιερό χωρίς να γινόμαστε ανίεροι οι ίδιοι;” είναι το ερώτημα που είχα θέσει πριν λίγα χρόνια σε εκδήλωση για την ελευθερία της έκφρασης. Διότι το ζήτημα είναι η βεβήλωση του ιερού να γίνεται με έναν τρόπο καθόλα σεβάσμιο, όπως, νομίζω, ο Κώστας Βούλγαρης στο ανά χείρας βιβλίο επιτυγχάνει, μία δοκιμιακή σύνθεση σε δέκα μέρη-όψεις της αλήθειας.
 Ζωή που συμβιβάζεται με τρόπο εικονοκλαστικό; Ή τέχνη που έρχεται σε ρήξη με τρόπο σεβάσμιο; Ασφαλώς και υπάρχουν και άλλα παραδείγματα που ξεφεύγουν από αυτό που προτείνω, με μάλλον θλιβερά αποτελέσματα, όμως, καθώς στη ζωή οδηγούν στον μικροαστισμό ή την αυτοκτονία, ενώ στην τέχνη στον ακαδημαϊσμό ή την προκλητικότητα (που δεν προκαλεί πλέον κανέναν, όπως ήδη έχει επισημάνει ο Ζίζεκ). Ζωή ή τέχνη λοιπόν; Ποιος κατέχει την αλήθεια; Ή, όπως ο συγγραφέας μας το θέτει, “ιστορία ή λογοτεχνία”; Σε μια ιδεαλίζουσα, πλατωνική θεώρηση, όπου η φιλοσοφία κατέχει τα σκήπτρα της αληθείας, το ζήτημα μάλλον δεν υφίσταται, καθώς η τέχνη, φτωχός συγγενής της νόησης και της αίσθησης, προσφέρει την αλήθεια από τρίτο χέρι. Όμως ο Βούλγαρης είναι ρεαλιστής. Και ο ρεαλισμός του, εκκινώντας από προσωκρατικούς, Αριστοτέλη και Πατέρες οδηγεί στην φαινομενολογία του Roman Ingarden: το ιερό είναι μια αισθητική αξιολογική ποιότητα (μαζί με το υπέροχο, το άσχημο, το τραγικό).
 Ιδού η διαφαινόμενη –ακόμη– λύση. Ο συγγραφέας που έχει επανειλημμένα δηλώσει, και το κάνει και σε αυτό το βιβλίο, πως η λογοτεχνία είναι υπόθεση μορφών, “αισθητικού προτάγματος της μορφής του έργου τέχνης”, αποκαλύπτεται κρυπτόμενος πίσω από τα πολλαπλά προσωπεία που χρησιμοποιεί, ιστορικά και επινοημένα, συνεπικουρούμενος από την αγαπημένη του τεχνική της μεταμυθοπλασίας (“τρόπο καλλιτεχνικής εργασίας που βασίζεται σε προϋπάρχον υλικό”) για να συνθέσει το αισθητικό του credo. Ας πάρουμε το προσωπείο του αγίου Ιερώνυμου και την συγγραφική πρακτική της μετάφρασης. H Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, πιστή στη θεωρία περί ιερών γλωσσών (εβραϊκή, ελληνική, λατινική), μόλις τον 20ό αιώνα επέτρεψε τη χρήση των εθνικών γλωσσών στη λατρεία. Σε μεσαιωνικά καμπαλιστικά υπομνήματα της Τορά ο κόσμος δημιουργείται με την ιερή του γλώσσα, ενώ υπάρχουν μυστήρια, όπως αυτό της σύνδεσης του άνδρα με την γυναίκα, που δεν μπορούν να εξηγηθούν σε άλλη γλώσσα πέραν της εβραϊκής. Ο Λούθηρος είχε εγκαινιάσει την Μεταρρύθμισή του με μια ιεροσυλία, την μετάφραση της Καινής Διαθήκης στα γερμανικά.
 “Ταύτη δε αρμονία, πασών αμαρτιών η διαύγασις”, αποφαίνεται ο Ιερώνυμος του Βούλγαρη. Έτσι αποκαθαίρεται η “αυθαιρεσία” κάθε μεταφραστικής απόπειρας. Η βεβήλωση του ιερού, γίνεται με έναν τρόπο που δικαιώνει εντέλει το ιερό, μέσω της αναγωγής του σε αισθητικό. Άρα το μόνο κώλυμα για τη χρήση της καθημερινής γλώσσας στη λατρεία, σήμερα στα καθ' ημάς λόγου χάρη, δεν θα ήταν η βεβήλωση της όποιας (κειμενικής) ιερότητας αλλά απλώς αισθητικής τάξεως (η τελευταία δικαιώνεται και αυτή μέσω της ταύτισής της τρόπον τινά με την ηθική τάξη -αν αναλογιστούμε μόνο την τεράστια σημασία που αποκτά έτσι μια μετάφραση). Αλλά και το επιχείρημα υπέρ αυτής της χρήσης δεν θα ήταν απλώς η κατανόηση του κειμένου αλλά και αυτή η λογοτεχνική αξίωση, “να ακούσουμε τις λέξεις του κειμένου”, στο σήμερα, όπως το πράγμα θέτει ο Βούλγαρης. Άλλο θέμα είναι βέβαια ποιος θα μπορούσε να είναι ο Ιερώνυμος του σήμερα, οι Εβδομήκοντα, ο Λούθηρος...
 Η τραχιά εμπειρία μπαίνει στο εργαστήρι και σμιλεύεται σε καλλιτέχνημα. “Ενάργεια”, “ζωντάνια”, “προφάνεια”, “σαφήνεια”, “παραστατικότητα”, θα μετέλθει η τέχνη απομιμούμενη τη ζωή. Κι εδώ ο Βούλγαρης νιώθει πολύ κοντά στη ρητορική και τη ζωγραφική. Όμως πολλές φορές ο εστέτ καλλιτέχνης αποκαλύπτει τη “σύμβαση”, όταν, λόγου χάρη, ο σκηνογράφος μάς δείχνει τους μηχανισμούς του σκηνικού του, ο Βελάσκεθ τον... εαυτό του πίσω από το κάδρο του, ο Ροΐδης τη συγγραφή του ως κατασκευή μέσα στη μεταμυθοπλαστική συνθήκη, “όπου συγγραφέας και αναγνώστης διακινδυνεύουν μια ακραία περιπέτεια”. Mετά τον θάνατο του συγγραφέα, που εξήρε την σημασία του κειμένου ως “δημιουργού της ιστορίας” τι καταγγέλλει, άραγε, ο θάνατος της αλήθειας; Έχει και η τέχνη το ρίσκο της, μας λέει ο Βούλγαρης, αυτό της “ανοικείωσης”. Γιατί ο καλλιτέχνης αποποιείται την όποια αυτή αληθοφάνεια του έργου του; Θέλει να καταγγείλει την αναλήθεια τόσο της ζωής όσο και της τέχνης; Να οξύνει την κριτική στάση του αναγνώστη/θεατή; Ή μήπως θέλει να του δείξει πώς να αντιμετωπίζει την ίδια τη ζωή του ως καλλιτέχνημα, με ποιους μηχανισμούς μπορεί να αναδείξει αυτή τη μεγάλη, τη μεγαλύτερη, λησμονημένη τέχνη, πώς η ζωή του να απομιμείται την τέχνη μέσα στις αναρίθμητες συμβάσεις της καθημερινότητας, ή, με τα λόγια του Κώστα Βούλγαρη “έναν τρόπο να βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό του, να ζήσει τη ζωή” σε μια ρέουσα, μεγάλη ενότητα.
 poeticanet.gr, 15-4-2019





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου