Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Κωστούλα Μάκη


Κολοκοτρώνης, Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ,

η σύζευξη που «απελευθερώνει»

Στο νέο του βιβλίο «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ: Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό» (εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 192), ο Κώστας Βούλγαρης ανασυνθέτει βήμα-βήμα την ιστορική-πραγματολογική μέθοδο του Εγγονόπουλου στο ποιητικό και ζωγραφικό του έργο, θέτοντας σε ισχύ το πρόταγμα για μια νέα ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου τέχνης, της ιστορίας, των επαναστατικών κινημάτων και των πρωταγωνιστών τους.  
Ο συγγραφέας συνθέτει έναν εμβριθή  επιχειρηματολογικό κατάλογο, με την παράθεση λεπτομερών και εξαντλητικών αναφορών και πηγών. Ο αναλυτικός του καμβάς και οι πηγές του λειτουργούν ως «εμβόλιο διακυβεύματος». Προλαβαίνουν, δηλαδή, τυχόν αντιρρήσεις-αμφισβητήσεις όσων αναγνωστών διαφωνήσουν με την οπτική του συγγραφέα ή τον κατηγορήσουν για υπερβολή, προθετικότητα, μονομέρεια ή αυθαιρεσία. Άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως πολλά αισθητικά ζητήματα είναι δυνατόν να βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Επιπλέον, όλο το βιβλίο είναι δομημένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι κατανοητό από κάθε αναγνώστη, είτε γνωρίζει το έργο του Εγγονόπουλου και την ελληνική ιστορία, είτε όχι. Ακόμα και οι τίτλοι των περιεχομένων συγκομίζουν το σύνολο των αναλογιών και αντιστίξεων, έτσι ώστε να φανερωθεί διεξοδικά το «διαφωτισμένο» σύμβολο του Κολοκοτρώνη, ενώ παράλληλα αποκρυπτογραφείται λεπτομερώς η «δαιμονιώδης σημασιοδότηση και πολυσημία του Εγγονόπουλου».
       Από τον τίτλο του βιβλίου είναι αντιληπτό ότι το θέμα είναι ήδη αρκούντως προκλητικό, καθώς αντιστρέφεται ο γνωστός στίχος του Εγγονόπουλου: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας». Η αντιστροφή στην οποία προβαίνει στον τίτλο ο Βούλγαρης δεν γίνεται για να αμφισβητηθεί η σύνδεση του Μπολιβάρ με την Ελλάδα, αλλά αντίθετα για να προταχθεί η πολυφωνικότητα του ποιήματος Μπολιβάρ και του συμβόλου Μπολιβάρ, τα οποία δεν συνομιλούν με μια εξιδανικευμένη κλασική αρχαιοπρεπή ελληνικότητα, αλλά αντίθετα συνδέονται με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Και σε αυτήν την περίπτωση, η Ελληνική Επανάσταση δεν εκφράζεται με βάση μια αοριστολογική, περιοριστική, εθνικιστική ιδεώδη κατασκευή, αλλά εγγράφεται με όρους διεθνικούς, ως μια στιγμή στα επαναστατικά ρεύματα παγκόσμια, από την εποχή του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι και σήμερα.  Με τον τίτλο, λοιπόν, «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ» ο συγγραφέας δεν αναφέρεται απλώς στις αντιστοιχίες Σίμωνος Μπολιβάρ και Θρόδωρου Κολοκοτρώνη, στο ποίημα Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, αλλά συγκροτεί και μια συγκεκριμένη εκδοχή της Ελληνικής Επανάστασης, η οποία εκφράζεται με τη μορφή του Κολοκοτρώνη και, όπως επίσης δηλώνεται στον τίτλο, αποτελεί μια ιδεολογική τοποθέτηση του Νίκου Εγγονόπουλου απέναντι στον μακρυγιαννισμό.
Στο εξώφυλλο, ο Βούλγαρης τοποθετεί τον πίνακα του Εγγονόπουλου «Ο Βελισάριος», οδηγώντας από την αρχή τους αναγνώστες να δουν σε αυτόν τον Κολοκοτρώνη. Ήδη από τον τίτλο, τα θέματα που ανακινούνται εγείρουν το ενδιαφέρον έντονα: Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Σεφέρης. Είναι από την αρχή αντιληπτό, για όποιον αγαπά τον Εγγονόπουλο, την ελληνική ιστορία ή και τα δύο, όποια και αν είναι η επιχειρηματολογία που θα αναπτύξει ο συγγραφέας, ότι η άρθρωσή της δεν θα είναι μια απλή διαδικασία. Είναι σαν ο Βούλγαρης να γίνεται ακροβάτης που παίζει με αναμμένες φωτιές, και άρα είναι τόσο έμπειρος που διακινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να καεί: από τη μία ο Εγγονόπουλος και η ερμηνεία του ζωγραφικού και ποιητικού του έργου με έναν άλλο τρόπο, από την άλλη η αντίστιξη Κολοκοτρώνη και Μακρυγιάννη ως προς τις αναφορές στην Επανάσταση και τις κατασκευές της εθνικής ταυτότητας, και τέλος οι συνδέσεις των δύο θεμάτων και οι διάλογοί τους.
       Υλοποιώντας με τη σειρά του ο Βούλγαρης την ιστορική-πραγματολογική μέθοδο του Εγγονόπουλου, πάνω στο ποιητικό και εικαστικό έργο του εξέχοντος προγόνου, μας ξεκαθαρίζει, πριν καν ξεκινήσει το βιβλίο, με την παράθεση δύο αποσπασμάτων, ένα του Κολοκοτρώνη και ένα του Εγγονόπουλου, ότι και οι δύο εντάσσονται στην παράδοση του διαφωτισμού. Και οι δύο «εξυμνούν» τη Γαλλική Επανάσταση. Ο πρώτος αναφέρεται στον εξορθολογισμό της κοινωνίας. Δικαιοσύνη και κατάργηση της βασιλικής εξουσίας. Ο Εγγονόπουλος στρέφει την προσοχή στη διαστροφή της περσόνας του Ροβεσπιέρου στη σχολική διδασκαλία, με την επίκληση στην ιδεολογία του Ροβεσπιέρου, αλλά και την αναγνώριση ότι «δεν κατάφερε να εξουδετερώσει τις καταχθόνιες σκευωρίες των εχθρών του νόμου και της ηθικής» (σ.10). Αντίστοιχα, ο Βούλγαρης επισημαίνει με πικρία ότι, παρόλη την πεισματική αντιπαράθεση του Εγγονόπουλου στον μακρυγιαννισμό του Σεφέρη, ιστορικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά, αισθητικά, αυτό που τελικά επικράτησε στην κυρίαρχη συγκρότηση της εθνικής κατασκευής είναι ο μακρυγιαννισμός. Με παράλληλες αντιστίξεις σε όλο το βιβλίο, για το διαφορετικό ιδεολογικό περιεχόμενο του μακρυγιαννισμού του Σεφέρη και της διεθνικότητας του Μπολιβάρ-Κολοκοτρώνη-Εγγονόπουλου, παρατάσσονται με ιστορικά τεκμήρια οι δύο αυτές διαφορετικές αναγνώσεις για το 1821, οι ήρωές τους, οι συνδέσεις τους με τα παγκόσμια επαναστατικά ρεύματα, αλλά και οι πολιτικές συνέπειες όλων αυτών στο παρόν, στο παρελθόν και το μέλλον.
Στον Εγγονόπουλο αναδεικνύεται λοιπόν η εμφύλια διάσταση της ιστορίας, απέναντι «στην ατόφια ελληνική φωνή» του Μακρυγιάννη, η οποία έχει εμποτίσει τη διδασκαλία της ιστορίας, την κατασκευή της λαϊκότητας, την κατεύθυνση της αριστερής σκέψης και το περιεχόμενο της ποίησης, της λογοτεχνίας και της Τέχνης. Πέρα από τη ρηξικέλευθη ανάγνωση και την πρόταξη του πολιτικού στοιχείου, όπως αυτό εγγράφεται στο έργο του Εγγονόπουλου, το βιβλίο προσκαλεί με όρους παροντικούς και επίκαιρους τη σύγχρονη αριστερή σκέψη για μια νέα χειραφέτηση, με όρους πολιτικούς, προσωπικούς και κοινωνικούς. Ο κριτικός αναστοχασμός και η διεθνικότητα/πολυφωνικότητα του εγγονοπουλικού Μπολιβάρ, η αντιπαραβολή Κολοκοτρώνη και Μακρυγιάννη, ανοίγουν το πεδίο συζήτησης για τις σύγχρονες προσλήψεις των κινημάτων, της ιστορίας, των πολιτικών επιλογών.
Σύμφωνα με τον Βούλγαρη, το ποίημα Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, ως πρόταγμα, συγκροτεί την έννοια του λαού ως υποκείμενο της ιστορίας και όχι ως εξιδανικευμένο κάδρο των εθνικιστικών αφηγήσεων για τη φυλετική καθαρότητα των Ελλήνων, όπως αναπαράγεται σε ένα ανιστορικό, ουδέτερο πλαίσιο, το οποίο εμπεδώνεται στη διδασκαλία της ιστορίας και τις σχολικές γιορτές. Εφόσον η αλήθεια είναι ένα διακύβευμα  αντικρουόμενων αφηγήσεων που «κονταροχτυπιούνται» διαχρονικά, τότε, ίσως, είναι ακόμα εφικτή η ανατροπή της μυθικής μεθόδου του Σεφέρη με την ιστορική-πραγματολογική μέθοδο του Εγγονόπουλου, η οποία διεθνοποιεί την πολιτική και τα επαναστατικά κινήματα, απελευθερώνοντας παράλληλα την Επανάσταση του 1821 από κάθε τύπου εθνικιστικές εξάρσεις.
Βούλγαρης και Εγγονόπουλος αναδεικνύουν την «αγωγή του αγωνίζεσθαι». Επικαιροποιώντας το σύμβολο Μπολιβάρ, ο Εγγονόπουλος αναδεικνύει τον αντιφασιστικό αγώνα, την ελληνική αντίσταση, αλλά και την ποίηση ως επαναστατική πράξη. Ανδρούτσος, Κολοκοτρώνης, Ρήγας, Οικονόμου, Θησέας, Λωτρεαμόν, Μπολιβάρ, ο ίδιος ο ποιητής, λειτουργούν αντιστικτικά στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση της γενιάς του ’30. Ο Εγγονόπουλος ελληνοποιεί τον Μπολιβάρ, προτάσσοντας τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον του φασισμού και συνδέοντάς τον με την Ελληνική Επανάσταση.
Η επικράτηση του μακρυγιαννισμού ως κυρίαρχη αφήγηση έχει επίσης άμεσες υλικές συνέπειες ως προς την αντίληψη της γλώσσας. Απέναντι στον αποστειρωμένο νεοελληνικό λαϊκισμό («με τη γλώσσα σκεφτόμαστε, δεν εκφραζόμαστε» (σ. 36)) προτάσσεται η ριζοσπαστικότητα ποίησης και επανάστασης: η γλώσσα δεν είναι εργαλείο∙ κάνει πράγματα, μετατοπίζει και μετασχηματίζει τον κόσμο. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα πια η μονογραμμική θετικιστική κατασκευή της τρισχιλιετούς συνέχισης της ελληνικότητας, αλλά η ανάδειξη των ανακολουθιών και των ιστορικών αντιθέσεων και φωνών.   
       Στο βιβλίο γίνεται λόγος για το ότι «στο μακρυγιαννικό κοσμοείδωλο, ο λαός δεν αποτελεί το υποκείμενο της ιστορίας που ίδρυσε ένα πολιτικό έθνος, παρά ένα σύμφυρμα, γεμάτο αντιφάσεις, μικροεγωισμούς, κλάψες» (σ. 59), που γυρεύει από το κράτος «ανταποδοτικά οφέλη». Η επικράτηση μιας τέτοιας αντίληψης φτάνει στο σήμερα, φωτίζοντας μια αντίστοιχη, λαϊκίστικη αντιμετώπιση της κρίσης, που υπερτονίζει την αγνωμοσύνη των ανήθικων Ευρωπαίων απέναντι στο διαχρονικό ελληνικό κλέος... 
       Ο Βούλγαρης τονίζει το πώς στο πρόσωπο του Κολοκοτρώνη ο λαός είναι το νεωτερικό υποκείμενο που έκανε την Επανάσταση. Η σύζευξη Κολοκοτρώνη, Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ «απελευθερώνει», λοιπόν, τη νεωτερικότητα από τη γενιά του ’30 και της δίνει ένα σύγχρονο περιεχόμενο, το οποίο καλείται να χρησιμοποιήσει και η σύγχρονη χειραφετητική σκέψη. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να γίνει αναστροφή από την εγκόλπωση του μακρυγιαννισμού και των αντίστοιχων κατασκευών για το έθνος.
       Τα δίπολα στο βιβλίο του Βούλγαρη σπάνε. Το ίδιο και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που διαφοροποιούν το αισθητικό από το πολιτικό. Για τον Εγγονόπουλο, αλλά και τον συγγραφέα, η ιστορία περιλαμβάνει πολλά πεδία και «οι αισθητικές αντιπαλότητες» είναι κι αυτές «εμφύλιες αντιπαλότητες στο πεδίο της τέχνης» (σ. 72).
Απέναντι στα σύγχρονα εμφύλια ρήγματα, ο Βούλγαρης προτάσσει «τη δυνατότητα χειραφέτησής μας από την πραγματικότητα μες στην οποία ζούμε. «Η δυνατότητα της δυνατότητας» (σ. 182). Για την υλικότητα αυτής της δυνατότητας, τα φάσματα (και όχι φαντάσματα) του Μαρξ, του Εγγονόπουλου, του Μπολιβάρ, του Κολοκοτρώνη, καθώς και όλων των αγαπημένων νεκρών στην ιστορικότητά τους, συστρατεύονται για να ριζοσπαστικοποιήσουν παρόν, παρελθόν και μέλλον, καταγράφοντας και διασυνδέοντας όλες τις αγωνιστικές πράξεις, ατομικά και συλλογικά, σε όλα τα επίπεδα. Γιατί, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Ντεριντά (Φαντάσματα του Μαρξ), καμία δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι εφικτή χωρίς την αρχή κάποιας ευθύνης διαχρονικά απέναντι «στα φαντάσματα όσων είναι ακόμη αγέννητοι ή ήδη νεκροί … θύματα … της πάσης μορφής ολοκληρωτισμού. Χωρίς αυτή την ασυγχρονία του ζωντανού παρόντος με τον εαυτό του, χωρίς αυτό που απέναντι σε εκείνους που δεν βρίσκονται εδώ, που δεν υπάρχουν πια ή δεν είναι ακόμα παρόντες και ζωντανοί, τι νόημα τάχα θα είχε να θέσουμε το ερώτημα "πού;", "πού αύριο;"».
Ας κλείσω κι εγώ λίγο απρόβλεπτα, ακολουθώντας το πνεύμα του βιβλίου. Προσφεύγοντας δηλαδή σε ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του Βούλγαρη, Βαλς: μια χερσόνησος στην Ανταρκτική, όπου «οικειοποιείται» τη φωνή του Σοστακόβιτς σε μια ενεργή διαδικασία μεταμυθοπλασίας, η οποία τονίζει εμφατικά τους αγώνες των σοβιετικών εναντίον του φασισμού, αλλά και τη λειτουργία του έργου τέχνης ως «κανόνι σκεπασμένο με άνθη», ως αισθητικό πρόταγμα που ορίζει διακυβεύματα και ιστορικοποιεί ριζοσπαστικά τους ανθρώπινους και κοινωνικούς αγώνες.
«…. Θα θυμάμαι για πάντα τις γυναίκες του Λένινγκραντ που, χωρίς να σκέφτονται τον εαυτό τους, πάλευαν ν’ αχρηστεύσουν τις εμπρηστικές βόμβες που έπεφταν κατά εκατοντάδες. Πήγαιναν καταπάνω στις βόμβες, σχεδόν πριν αγγίξουν το έδαφος, και αμέσως τις σκέπαζαν με ό,τι είχαν  πρόχειρο, χαλιά, κουβέρτες, πανωφόρια, ακόμα και με τα ρούχα τους – τις έπνιγαν….. Εάν πρέπει να μιλήσω εγώ για την Εβδόμη συμφωνία μου, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαπνέεται από το πνεύμα της αγωνίας και από τη λαχτάρα της νίκης, επί των τυφλών, στοιχειακών δυνάμεων. Και ότι κατάφερε να λειτουργήσει δραστικά, υπό τέτοιες συνθήκες, ολοκληρωτικού πολέμου και απόλυτης πείνας. Αυτό μπορεί και το κάνει η καλή μουσική. Ακόμα και οι βαθιά λυρικές, τρυφερές μελωδίες του Σοπέν είναι φορτισμένες με τεράστια απελευθερωτική δύναμη. Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Σούμαν τις αποκαλούσε κανόνια σκεπασμένα με άνθη» [(προ)δημοσιεύθηκε στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, στις 11/8/2019]

19-5-2020

https://www.bookpress.gr/kritikes/idees/boulgaris-kostas-bibliorama-o-kolokotronis-oraios-san-mpolibar-maki?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου