Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Δημήτρης Φύσσας

   
Ξεκίνησα να μελετάω το βιβλίο αυτό έχοντας στο μυαλό μου ορισμένες προκαταρκτικές σκέψεις: Πρώτον, ότι ο Μακρυγιάννης και ο μακρυγιαννισμός αποτελούν οιονεί καρκίνωμα της ελληνικής «πνευματικής ζωής», εγκαθιδρυμένο από τη γενιά του ’30 και καλλιεργημένο από «αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους πατριώτες». Δεύτερον, ότι το «Μπολιβάρ» είναι ένα περίεργο ποίημα, με απρόσμενα ενδιαφέροντα στοιχεία, και ταυτόχρονα με κατά τόπους απωθητική (για μένα) μεγαλοστομία, τύπου, ας πούμε, Σικελιανού. Τρίτον, εντάξει, ο Εγγονόπουλος να είναι αντιμακρυγιαννικός, να είναι όμως και κομμουνιστής; Τέταρτον, ο Κώστας Βούλγαρης είναι φίλος μου, είναι σοβαρός άνθρωπος και, επομένως, η «υπόθεση εργασίας» του μοιάζει εκ προοιμίου πολύ ενδιαφέρουσα.
Τελειώνοντας το βιβλίο, έχω επιβεβαιώσει την αρχική γνώμη μου για την κριτική σοβαρότητά του Βούλγαρη, από τη σκοπιά του φυσικά, δεν έχω όμως αγαπήσει το ποίημα περισσότερο.

Κεντρική θέση του Βούλγαρη είναι η εξής: το «Μπολιβάρ» είναι όχι απλώς εθνικοαπελευθερωτικό, μα ταξικό εμφυλιοπολεμικό έργο, πολύ μακριά από το «όλοι ενωμένοι». Προσεγγίζοντάς το ως ένα «ιστορικό-πραγματολογικό ποίημα», φαίνεται ότι ο Εγγονόπουλος κοντράρει ταυτόχρονα το μακρυγιαννισμό της «γενιάς του ’30», και ειδικά τον Σεφέρη, καθώς και τον διάχυτο λαϊκισμό, ενώ ταυτόχρονα αποθεώνει ταυτιστικά Μπολιβάρ – Κολοκοτρώνη – Αντρούτσο (και αλλού: Μπολιβάρ – Κολοκοτρώνη – Εγγονόπουλο), πάντα κατά Βούλγαρη, και προωθεί τις ιδέες της Αριστεράς, ειδικά ότι «ο λαός είναι λαός όταν λειτουργεί ως υποκείμενο της ιστορίας… αυτό “κρύβει” το ποίημα, αυτό “έχει να μας πει”». Μάλιστα αυτή η προσπάθεια παρατηρείται και συνεχίζεται σ’ όλη τη ζωή του Εγγονόπουλου, πριν και μετά το «Μπολιβάρ», σε άλλα γραπτά του καθώς και στη ζωγραφική του. Ο Βούλγαρης είναι πειστικός, καθώς, με τη χρήση «εργαλείων» από την Ιστορία μάς παρουσιάζει έναν κομμουνιστή Εγγονόπουλο, αυτό όμως δεν καθιστά το «Μπολιβάρ», ας το ξαναπώ, καλύτερο ποίημα. Με απλά λόγια, το να είναι το «Μπολιβάρ» αντιμακρυγιαννικό, αντιλαϊκιστικό, επαναστατικό, αριστερό, «ιστορικοϋλιστικό», δεν σημαίνει πως είναι και καλό ποίημα.
Τούτο όμως δεν είναι το ζητούμενο του βιβλίου, η αισθητική δηλαδή αποτίμηση –το δηλώνει εξαρχής ρητά αυτό–, το ζητούμενο είναι άλλο, και σ’ αυτό το άλλο ο Βούλγαρης προσκομίζει πλήθος στοιχείων, πηγών, πιθανολογήσεων (που σταδιακά μετατρέπονται σε βεβαιότητες) και ερμηνειών, για να στηρίξει την άποψή του.
Κλακέτα, πάμε συγκεκριμένα:
Στο πρώτο μέρος, το «ψαχνό» του βιβλίου, ο συγγραφέας ξεκινάει αναθεωρώντας τον εαυτό του. Λέει πως είχε γράψει κείμενα για τον «Μπολιβάρ» που «κάτι προσθέτουν […] αλλά ταυτόχρονα αστοχούν», γιατί προσπερνούν το ότι «το έργο του Εγγονόπουλου συμπλέκεται με την Ιστορία και τις πραγματικότητές της». Συνεχίζει αποκαλύπτοντας τα καινούργια του ευρήματα: πλήθος αναλογίες, αντιστίξεις, σύμβολα και υπαινιγμούς που μοιάζει να είχε στο μυαλό του ο ποιητής, αλλά δεν μπορούσε (το ποίημα γράφτηκε στην Κατοχή) ή δεν ήθελε, λόγω της τεχνικής του, να αναφέρει ρητά. Ενδεικτικά: ο φόνος του Θησέα από τον φίλο του Λυκομήδη, ανάλογος με του Αντρούτσου από τον Γκούρα (συσχετισμός με το μότο του ποιήματος)· το μοναστήρι της Ύδρας όπου φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης στον Εμφύλιο, το 1825· τα ελασίτικα τραγούδια που απηχούνται στο ποίημα· η (επιβοηθητική) ερμηνεία πινάκων του Εγγονόπουλου· η σύγκριση ύφους Μακρυγιάννη – Κολοκοτρώνη· η «ανάλυση» του θυρεού της Λιβερίας, που στο κάτω κάτω την υποδείχνει κι ο ίδιος ο ποιητής στις σημειώσεις του), για να ερμηνεύσει τους κατά τη γνώμη μου καλύτερους στίχους του ποιήματος («τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες… L i b e r t a d»).
Στο δεύτερο μέρος, το «Ο Εγγονόπουλος συνεχίζει τον Μπολιβάρ», το κάδρο «ανοίγει» γιατί ο Βούλγαρης δεν αναφέρεται πια στο ποίημα, παρά προσκομίζει πλήθος στοιχεία για να θεμελιώσει την αριστερή και αντιλαϊκιστική τοποθέτηση του Εγγονόπουλου, σε ποικίλα πεδία (αντιστασιακά κατοχικά ποιήματα που τα έδωσε μεν στο λογοτεχνικό ΕΑΜ για δημοσίευση μα του τα κάνανε γαργάρα, ταυρομαχίες, Δεκεμβριανά, ρεμπέτικα, Εμφύλιος, αφίσες που φιλοτέχνησε για τον ΕΟΤ, ένα κείμενο του –φίλου μου– Αντώνη Φωστιέρη και πολλά άλλα), ενίοτε σε αντιπαράθεση με τον Σεφέρη.
Το τρίτο μέρος, σχεδόν σαν παρέκβαση, επιχειρεί μια σύγκριση του Μακρυγιάννη με τον Χατζή Σεκρέτη, Αλβανό ελληνομαθή λόγιο, που έγραψε σε 10.000 λαϊκούς, ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους την ιστορία του Αλή Πασά Τεπελενλή, τη γνωστή «Αληπασσ(αλι)άδα», ποίημα-επιρροή του Εγγονόπουλου, κατά δήλωση του ίδιου του ποιητή. Πολύ ενδιαφέρον μέρος, που κλείνει με αποσπάσματα από παλιά συνέντευξη του Εγγονόπουλου και μια ωραία, αντι-ΜαρωΣεφερική εξιστόρηση του Γιάννη Δάλλα.
Το τέταρτο μέρος έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η εμπέδωση του μακρυγιαννισμού» και θα μπορούσε να καταλήξει μόνο του, κάποτε, να γίνει ένα νέο βιβλίο. Εδώ βλέπουμε τον διαχρονικό μακρυγιαννισμό σε ποικίλα πεδία: Φωτιάδης, Τσίρκας, Ελύτης, Θεοδωράκης, Ρίτσος, γήπεδα και συναυλίες, «Γράμματα στο Μακρυγιάννη», Σβορώνος (σε κείμενο του Αντώνη Λιάκου ο τελευταίος) κ.λπ – έτσι που τον αρχικό μακρυγιαννισμό του Σεφέρη, του Δημαρά, του Θεοτοκά κλπ., τον συμπληρώνει ο μακρυγιαννισμός της Αριστεράς. Ο Βούλγαρης επισημαίνει ότι ο Εγγονόπουλος αντιδρά, για παράδειγμα, με τον πίνακα «Ο Βελισάριος», το οποίο ο συγγραφέας ερμηνεύει δεόντως.
To πέμπτο μέρος αφορά την προσωπική σχέση του συγγραφέα με τον αντιλαϊκισμό, με συγκινητική αναφορά στον «Πολίτη» και τον Άγγελο Ελεφάντη και με τα προσωπικά πορίσματα του Βούλγαρη ότι το «λαϊκό έργο “Μπολιβάρ”» είναι «το σημαντικότερο συνθετικό ποίημα του ελληνικού 20ού αιώνα» και «ο Εγγονόπουλος ο μεγαλύτερος ποιητής μεταξύ των συνομηλίκων του». (Εγώ πάλι, ως απλός αναγνώστης και θαυμαστής της ποίησής του –από εικαστικά είμαι «πάτος»– έχω τη γνώμη ότι ο καλύτερος Εγγονόπουλος βρίσκεται στα συντομότερα ποιήματά του κι όχι στον οργισμένο, «μανιφεστιώδη», κατοχικό ποταμό «Μπολιβάρ». Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας).
Συνολικά μιλώντας, θα είχα να εκφράσω μερικές αντιρρήσεις ή απορίες.
Πρώτη, ο συγγραφέας δεν παραθέτει το ποίημα του Εγγονόπουλου «ποίηση 1948», όπου ο ποιητής τηρεί καθαρά ίσες αποστάσεις κι από τις δυο παρατάξεις. Το ότι αυτό και ο πίνακας «Εμφύλιος πόλεμος» (που δεν τον ξέρω) «έχουν συζητηθεί επαρκώς από άλλους», όπως γράφεται στον Πρόλογο, δεν είναι ισχυρό επιχείρημα· το ότι δεν «κολλάει» όμως στο ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα ενδεχομένως είναι.
Δεύτερη, το ότι όλοι οι προαναφερόμενοι «μακρυγιαννιστές» λαΐκισαν με τον τρόπο τους είναι αναμφίβολο, ωστόσο εγώ νομίζω πως και το «Μπολιβάρ» ενίοτε λαϊκίζει –λιγότερο βέβαια, δεν λέω ότι ο Εγγονόπουλος καταντάει Ελύτης ή Ρίτσος– ιδίως σ’ επίπεδο μεγαλοστομίας. Παράδειγμα: ο γνωστός στίχος «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας» (πάνω στον οποίο βασίζεται και ο «πειραγμένος» μέχρις υπερβολής τίτλος του βιβλίου – γενικά κάμποσοι τίτλοι του Βούλγαρη λαϊκίζουν οι ίδιοι: «Ο Μπολιβάρ αντάρτης του ΕΛΑΣ» κλπ.), όσα αντισταθμιστικά κι αν του προσθέτει ο συγγραφέας. Θέλω να πω, μήπως έστω και η αυτολογοκριμένη, η ελάχιστα εκφραζόμενη στράτευση, αποτελεί λαϊκισμό που ρίχνει επίσης την ποιότητα; Αλλά και η αναγωγή του Κολοκοτρώνη σε πρότυπο μη λαϊκισμού, επειδή ήταν λαϊκιστής ο Μακρυγιάννης, δεν στέκεται με τίποτα.
Τρίτη, και πιθανώς αντιφατική ως προς την προηγούμενη: αν ερμηνεύω σωστά όσα διάβασα, ο Εγγονόπουλος ήταν ένας κομμουνιστής που έκρυβε σε μεγάλο βαθμό τις συμπάθειές του ή τις καταχώνιαζε με ποικίλους υπαινικτικούς τρόπους στα ποιήματα και στους πίνακές του, σίγουρα λόγω στιλ και τεχνικής, γιατί δεν γούσταρε ευκολίες και επιζητούσε τη συμμετοχή του αναγνώστη. Σύμφωνοι. Μήπως όμως αυτό το έκανε και για να μην υποστεί ό,τι υπέστησαν άλλοι αριστεροί, καλλιτέχνες και μη, ώστε να μπορέσει να λάβει και να κρατήσει δημόσιες θέσεις (ΕΜΠ) και αναθέσεις (αφίσες ΕΟΤ); Μήπως η προσπάθειά του για μια τέτοιου είδους έκφραση –ταυτόχρονα, προφανώς, με τις υπερρεαλιστικές του καταβολές και την εγγενή αριστοκρατικότητά του– συνέβαλε κι αυτή στην ελαχιστοποίηση του λαϊκισμού του (ή και στον πλήρη μηδενισμό του, αν κάνω λάθος εγώ και δεν υπάρχει διόλου);
Κλείνοντας, τονίζω ότι η εργασία του Βούλγαρη είναι δίχως αμφιβολία πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα: αποδομώντας περαιτέρω τον ενοχλητικότατο μακρυγιαννισμό προσθέτει μία ακόμα ψηφίδα στην πολλές φορές και με πολλούς τρόπους διακηρυγμένη «προγραμματική» θέση του Βούλγαρη: Τέχνη αριστερή μεν, όχι όμως και λαϊκιστική. Απόλαυσα το βιβλίο για την πρωτοτυπία των συσχετισμών του, τα εν πολλοίς απρόσμενα συμπεράσματά του και τη συνέπεια απέναντι στον εαυτό του. Με δυο λόγια, έχει καινούργια πράγματα να πει και τα λέει σταράτα, δεν αναμασά τα παλιά. Για πόσες εργασίες κριτικής ισχύει άραγε αυτό;
Τέλος, το βιβλίο αποτελεί και μια εξιστόρηση του εαυτού του, γιατί ο συγγραφέας σε πολλά σημεία μάς εκφράζει τους ενδοιασμούς και τ’ αδιέξοδά του, κατά τη δύσκολη εποπτική του προσπάθεια. Αυτός ο καημός, αυτή η εξομολογητική απεύθυνση στον αναγνώστη, είναι ένα από τα γνωρίσματα του γνήσιου ποιοτικού δοκιμίου.
bookpress.gr, 2-8-2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου