Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Πέτρος Πολυμένης

 Λόγος περί της μεθόδου

Η κριτική της ποίησης δικαιώνεται όταν αναδεικνύει την ποιητική αξία. Ακόμα περισσότερο όταν η ανάδειξη αυτή ανατρέπει παγιωμένες αντιλήψεις, υπερνικώντας τη δύναμη της αδράνειας που έχει σχηματιστεί από προγενέστερα κριτικά κείμενα. 
Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη  αποτίμηση του Κώστα Βούλγαρη για την ποιητική σύνθεση  Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πώς (μπορεί να) λειτουργεί η κριτική, φτιάχνοντας μια ερμηνευτική αφήγηση με συνοχή την οποία τεκμηριώνει πραγματολογικά.

Ο Βούλγαρης αναδεικνύει τον όντως εντυπωσιακό «κειμενικό διάλογο με ένα πλήθος πραγματολογικών και ιστορικών στοιχείων» (σ. 25) που διαπερνά τον Μπολιβάρ, σχεδόν σε κάθε στίχο, προσφέροντάς μας μία καινούργια αναγνωστική δυνατότητα.

Κάπως έτσι διαφωτίζει εκ νέου ακόμα και τον πιο διάσημο στίχο της ποιητικής σύνθεσης του Εγγονόπουλου («τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος»), αλλά και ποια είναι η φιγούρα με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ποίημα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης («σε αυτόν εγγράφονται και δι’ αυτού συνοψίζονται, τόσα άλλα πρόσωπα όπως ο Ανδρούτσος, κλπ.» σελ. 68). Κυρίως όμως ο Βούλγαρης ανασυνθέτει την κοσμοεικόνα που προκύπτει μέσα από τον Μπολιβάρ, και μάλιστα την εξετάζει υπό το πρίσμα μιας πολεμικής με την αφήγηση της γενιάς του ’30, όπως εκπροσωπείται κυρίως από τον Σεφέρη.

Ένα ερώτημα που προκύπτει όσον αφορά την ίδια την κριτική μέθοδο είναι το εξής: η προσφερόμενη αναγνωστική δυνατότητα είναι πιο έγκυρη από άλλες; Γενικότερα, δύο κριτικές προσεγγίσεις Α και Β που συνιστούν και οι δύο αναγνωστικές δυνατότητες, έχουν και οι δύο την ίδια εγκυρότητα; Υπερέχει η μία έναντι της άλλης, έστω και στα σημεία;  Ή μήπως εντέλει όλες οι αναγνώσεις είναι ισότιμες και απλά ο αναγνώστης θα επιλέξει σύμφωνα με το υποκειμενική του προτίμηση; Όντως ένα κείμενο δεν έχει μια και μόνο αλήθεια, αλλά εξαρτάται και από τον αναγνώστη που θα το διαβάσει, όπως έδειξε ο Μπλανσό. Όχι όμως μόνο από τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας μπορεί να έχει πεθάνει αλλά το κείμενό του είναι ακόμα εκεί τόσο μοναδικό κι ανεπανάληπτο όσο κι ο ίδιος. Μπορεί να προσφέρει άπειρες αναγνωστικές δυνατότητες (όσο σπουδαιότερο το κείμενο τόσο περισσότερες και οι δυνατότητές του), αλλά δεν παύει να υπάρχει μέσα του συγγραφική πρόθεση, την οποία εμμέσως πλην σαφώς ο Βούλγαρης μας προσφέρει, όντως πειστικά. Η Λάρισα είναι μεν η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας με τον κάμπο της (κατά μία αναγνωστική δυνατότητα), αλλά είναι και  η λίθινη ακρόπολη, εν προκειμένω το κάστρο του Άργους  (κατά την αναγνωστική δυνατότητα που προσφέρει ο Βούλγαρης), όπως φαίνεται από το Ναύπλιο όπου φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης,  με πρωτεργάτη τον  εξ  Ύδρας νεόκοπο στρατηγό Σκούρτη (σ. 21).

Ως εκ τούτου μια κριτική προσέγγιση μπορεί να προκριθεί έναντι μιας άλλης, με πήχη το ίδιο το κείμενο, διαφορετικά η κριτική θα βούλιαζε σε ένα σχετικιστικό τέλμα με αποτέλεσμα την ίδια της την ακύρωση. Πόσω μάλλον όταν η υπό κρίση ποιητική σύνθεση ενσωματώνει ιστορικά γεγονότα για να ‘χτίσει’ μια αφήγηση εαυτού και κόσμου. Ο Βούλγαρης δεν αρκείται απλά στη διατύπωση μια κριτικής άποψης, αλλά την τεκμηριώνει με αντιστοίχιση σε ιστορικά γεγονότα και μαρτυρίες, διαμορφώνοντας μια ερμηνεία  που φέρνει στο νου τον απλό και συνάμα ιδιοφυή ορισμό της αλήθειας κατ’ Αριστοτέλη: να λες γι’ αυτό που είναι, ότι είναι, και γι’ αυτό που δεν είναι, ότι δεν είναι. Έναν ορισμό  που εν προκειμένω μπορεί να μεταφερθεί στην αλήθεια ενός κειμένου· στο τι λέει, ακόμα κι αν είναι πολυσήμαντο κι αενάως εκδιπλούμενο.

 Ένα  δεύτερο σημείο που τραβά την προσοχή στην προσέγγιση του Βούλγαρη, είναι η ανάδειξη του γεγονότος ότι το ποίημα του Εγγονόπουλου περιέχει μια αφήγηση εν είδει κοσμοεικόνας, και μάλιστα με πολεμική σχέση ως προς την εθνική αφήγηση της γενιάς του ’30, όπως εκπροσωπείται κυρίως από τον Σεφέρη. «Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις, οι οποίες συντίθενται μέσα από τη λογοτεχνία: από τη μία, η καθεστωτική, ‘εθνική αφήγηση’ του Σεφέρη, και από την άλλη, η ιστορική-πραγματολογική αφήγηση του Εγγονόπουλου» (σελ. 104). Όμως ποια ακριβώς είναι η κοσμοεικόνα του Εγγονόπουλου και σε τι αντιπαρατίθεται;   Στον  Εγγονόπουλο η έμφαση δίνεται στην εμφύλια αντίληψη της ιστορίας : η ελευθερία και η χειραφέτηση όπως προκύπτουν μέσα από συγκρούσεις, αντιστάσεις κι επαναστάσεις με νικητές και χαμένους (βλ.  σελ. 29,74). 

Στον αντίποδα βρίσκεται η κοσμοεικόνα της γενιάς του ’30, και συγκεκριμένα του Σεφέρη.  Όμως ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της; Ο Βούλγαρης στρέφει την προσοχή μας στον Μακρυγιάννη, ως το κατεξοχήν όχημα της σεφερικής αφήγησης. «Στο μακρυγιαννικό κοσμοείδωλο, ο λαός δεν αποτελεί το υποκείμενο της ιστορίας που ίδρυσε ένα πολιτικό έθνος, παρά ένα σύμφυρμα, γεμάτο αντιφάσεις, μικροεγωισμούς, κλάψες, αψάδες, και κάποιες σποραδικές εκλάμψεις, που ‘τον πνίγει το δίκιο του’ και επιδεικνύει φορτικά τις ‘λαβωματιές’ του, ζητώντας από το κράτος, επίσης φορτικά, ανταποδοτικά οφέλη» (σελ. 59).  Όμως εξαντλείται εκεί η κοσμοεικόνα του Σεφέρη; Ο Βούλγαρης δεν προχωράει σε μια αδρομερή έστω παρουσίαση κεντρικών της ψηφίδων (αναζήτηση ελληνικού πνεύματος; γλωσσική συνέχεια; αόριστη αισθητική της ελληνικότητας; ), ώστε να ανοίξει μια δίοδο στον αναγνώστη να κρίνει και να συγκρίνει τις δύο αντιμαχόμενες κοσμοεικόνες, όχι μόνο με όρους ισχύος, δηλαδή ποιος διέθετε «μηχανισμό»  για να την εδραιώσει. Oπότε ο αναγνώστης μένει με την απορία αν απέναντι στον Εγγονόπουλο βρίσκεται ο Σεφέρης ή μια βολική σκιά του. Θα άξιζαν, νομίζω, περισσότερες αναφορές τουλάχιστον στο δοκίμιο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη (όπως δημοσιεύεται στις Δοκιμές), αφού ο Μακρυγιαννισμός, ως η άλλη όψη του λαϊκισμού, παίζει κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα του Βούλγαρη.

Εν πάση περιτπώσει, ένας αναγνώστης εν έτει 2021, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την αξίωση δύο ποιητών στις αρχές του εν Ελλάδι μοντερνισμού, τόσο του Εγγονόπουλου όσο και του Σεφέρη, να διαμορφώσουν μέσα από έργο τους μια κοσμοεικόνα. Αλήθεια υπάρχει αυτή η αξίωση σήμερα; Όχι μόνο από τους ποιητές, αλλά και από όσους αποτιμούν ένα ποιητικό έργο, δηλαδή τους κριτικούς; Μάλλον όχι. Θαρρεί κανείς πώς η κριτική της ποίησης, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, γράφεται στη βαριά σκιά του Σεφέρη· σα να ακολουθεί πιστά τις υποδείξεις του. Και εξηγούμαι,   απομονώνοντας σχετικά χωρία από το δοκίμιο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη: «Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου. [...] Γι’ αυτό η πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα […] και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πώς είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο.» (Δοκιμές, σελ. 254) Εδώ λοιπόν, οριστικά και αμετάκλητα, η ποίηση απαλλάσσεται της ευθύνης του περιεχομένου. Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η αντίδραση σε μια τέτοια διατύπωση, ποιητών προ  μοντερνισμού όπως Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Παλαμάς, Καρυωτάκης: απορία, και ίσως ένα ελαφρύ μειδίαμα. Αλλά και το ίδιο το έργο μοντερνιστών ποιητών, σα να “σώθηκε” από την πιο πάνω διατύπωση, αξιώνοντας την άρθρωση κοσμοεικόνας,  χάρη σε μια ευεργετική δύναμη αδράνειας (ως διατήρηση προτέρας κινητικής καταστάσεως): Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος. 

Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται αντιληπτό πώς βαθμιαία η πεζογραφία πήρε τη σκυτάλη του περιεχομένου στη νεοελληνική λογοτεχνία (και κατ’ επέκταση, της ερμηνείας εαυτού και κόσμου), φτάνοντας στη μεταπολίτευση να έχουμε την ποίηση της Ιδιωτικής Στροφής (αναφέρομαι σε ό,τι επιφανείς κριτικοί και γραμματολόγοι, υπό μια έννοια καθεστωτικοί, ονομάζουν γενιά του ’70 και του ’80). Όμως o Boύλγαρης αναλύοντας τον Μπολιβάρ, τολμά μία στροφή στο ίδιο το κριτικό του έργο, και μας θυμίζει  τι μπορεί να συμβεί όταν η ποίηση ρίχνεται στην αρένα των ιδεών, στην ιστορία και τα κύματα της εμπειρίας. Ευχής έργο θα ήταν το βιβλίο του να οδηγήσει σε μια ανασύνταξη δυνάμεων και ύφους στην ποιητική πρακτική, για να μην εκφυλιστεί σε μια αποστεωμένη γλωσσική πιρουέτα άνευ περιεχομένου. 

 

Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής και δρ Φιλοσοφίας

Η κυριακάτικη Αυγή, 17-5-2021

http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2021/05/blog-post_16.html

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου