Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Χρύσα Φάντη

 Κολοκοτρώνης-Μπολιβάρ-Εγγονόπουλος: Μια αποκαλυπτική επ-ανάγνωση


Ο γνωστός πεζογράφος, ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Βούλγαρης, προχωρεί σε μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μελέτη, σχετική με το «το σημαντικότερο» κατά την αποτίμησή του «συνθετικό ποίημα του ελληνικού 20ού αιώνα».

Για τον συγγραφέα, η ποιητική σύνθεση Μπολιβάρ είναι ένα υψηλό αισθητικό και ιστορικό πρόταγμα, ύμνος στον λαό που αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια του και να γίνει ηγέτης του εαυτού του. Ταυτόχρονα, είναι ο τρόπος που διαθέτει ένας ποιητής του ύψους του Εγγονόπουλου, «του μεγαλύτερου ποιητή μεταξύ των συνομηλίκων του», να αντιταχτεί στις αρνητικές και σκόπιμα αποσιωπημένες από τον Σεφέρη και την επίσημη ιστορία, πτυχές του «Μακρυγιαννισμού».

 

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Ο Βούλγαρης, πρώτος στα ελληνικά γράμματα, έρχεται να επισημάνει την ιστορική σημασία της έκδοσης του Μπολιβάρ, ποίημα που κάθε άλλο παρά τυχαία γράφεται από τον Εγγονόπουλο μέσα στην Κατοχή και την ίδια περίοδο με τη διάλεξη του Γιώργου Σεφέρη «Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης».

«Εκείνη τη στιγμή (χειμώνας 1942-43) ─διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Βούλγαρη─ ο καθένας επιλέγει με ποια πλευρά είναι: η γενιά του ’30 ταυτίζεται με την κυβέρνηση του Καΐρου, ενώ ο Εγγονόπουλος ταυτίζεται, ανοιχτά, με την πλευρά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ». Μελετώντας (σε αντιδιαστολή) το ποίημα του Εγγονόπουλου ιστορικά και λογοτεχνικά, ο συγγραφέας φέρνει για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια τις μεταφυσικές ιδεοληψίες της γενιάς του ’30 ─ αποκαλύπτοντας έτσι τα σημάδια, ορατά και στις μέρες μας, μιας αταξικής και σχεδόν θεολογικής υπεραπλούστευσης.

 

Μακρυγιάννης και μακρυγιαννισμός

Η πρώτη αμφισβήτηση του Μακρυγιάννη και του Μακρυγιαννισμού δεν έρχεται, βέβαια, από τον Βούλγαρη. Αρχίζει με την έκδοση τού Οράματα και Θάματα, που περιείχαν χειρόγραφα του Μακρυγιάννη παραληρηματικά και δυσνόητα, κείμενα που έβριθαν από περιγραφές θαυμάτων, οραμάτων και προσευχών, και τα οποία, μετά από σχετική επιμέλεια, έγιναν γνωστά στο κοινό από τον Άγγελο Παπακώστα. Το εκδοτικό αυτό γεγονός ήταν το πρώτο που τάραξε τα νερά, προπάντων στους κόλπους των διανοητών της Αριστεράς, που μέχρι τότε τον είχαν ως σύμβολο, δεν έθιξε όμως εις βάθος τον εσώτερο χαρακτήρα και την ιδιοτέλεια των πράξεων και των λόγων του συγγραφέα τους, έτσι όπως ακούστηκαν στη συνεδρίαση της 12-1-1844, εποχή που κανείς δεν θα μπορούσε να τα αποδώσει σε «θόλωμα του μυαλού του»: «Τι θα ειπούν αι ευεργέται μας αι Δυνάμεις; τους ευχαριστούμεν· δεν είπομεν το εν δι’ άλλο. Όταν ημείς είχαμεν την αρχήν στο χέρι, ήτο πόλεμος, τώρα ήσαν αι αρχαί εις αυτουνούς, όπου τέτοιωσαν. Αν ήναι να μείνωμεν ημείς νηστικοί, ας πάγη στον διάβολον η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμεν και ημείς τώρα.» [Φίλος του Λαού, φύλλο 231, 14-2-1844, Μακρυγιάννης.]

Ο ιστορικός Νίκος Θεοτοκάς, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, Ο Βίος Του Στρατηγού Μακρυγιάννη, γράφει: «Η εικόνα του στρατηγού Μακρυγιάννη, την οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας κληροδότησε η φιλολογία του εικοστού αιώνα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κατάχρησης των μαρτυριών και των τεκμηρίων που ο Φίλιππος Ηλιού επέμενε να ορίζει ως «ιδεολογική χρήση τής ιστορίας», όπου «το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά και αγνοώντας τη λειτουργία των κοινωνικών συνόλων».

Προσωπικότητα που όλοι «έραψαν στα μέτρα τους», τον χαρακτηρίζει ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Λούντζης, ενώ ο ιστορικός Θάνος Βερέμης σε πρόσφατο άρθρο του στην εφ. Καθημερινή, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ο Μακρυγιάννης, όταν προβαίνει στις γνωστές παραινέσεις του «το εγώ να γίνει εμείς» βρίσκεται ακόμα στην περιγραφή του εμφυλίου ανάμεσα σε Ρούμελη και Ύδρα εναντίον του Μοριά, τον καιρό δηλαδή που οι Ρουμελιώτες διαγούμιζαν τις περιουσίες των Πελοποννησίων, καθώς η μέριμνά του για τη δικαιοσύνη αφορά κυρίως το δίκιο του ίδιου.

Δεν πρόκειται, συνεπώς, για τον αγνό μαχητή και λαϊκό δημιουργό που μας παρουσίασε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, υπόδειγμα ύφους και ήθους κατά Σεφέρη και συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον κόσμο του λαού και των πνευματικών ταγών. Παρ’ όλ’ αυτά, η φωνή του συνεχίζει να θεωρείται εμβληματική και την άποψη αυτή ουδείς αμφισβήτησε μέχρι τη δεκαετία του ’80, με εξαίρεση τον Σπύρο Ασδραχά και τον Γιώργο Πετρή.

Ως εκ τούτου, τα όσα επισημαίνει ο Βούλγαρης στο βιβλίο του, φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα, αν λάβουμε υπόψη ότι ο μακρυγιαννισμός, διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21, αποτελεί τον λίθο πάνω στο οποίο οικοδομείται ακόμη ο εθνικισμός, σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές εκφάνσεις του, συμπαρασύροντας κι ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς.

Ο Βούλγαρης, στην προσφώνηση του ποιητή: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας», προτάσσει τον Κολοκοτρώνη, αν και το τέρας του λαϊκισμού, απότοκο αλλά και γεννήτορας της εξωραϊσμένης και μεγαλόπρεπης «εθνικής» αφήγησης, ούτε τον τελευταίο άφησε ανεπηρέαστο. Σε σημείο που, όταν μετά τον θάνατό του, ο γλύπτης Σώχος κλήθηκε να φτιάξει το άγαλμα του, αντί της πρόθεσής του να αποδώσει την αυθεντική όψη του πολεμιστή, να τον φιλοτεχνήσει δηλαδή ασκεπή, όπως φαινόταν και στο πεντοχίλιαρο που εκδόθηκε το 1984 (1), κατέληξε τελικώς, μετά από πιέσεις, να τον παρουσιάσει ως έναν επιβλητικό αρχαιοπρεπή υπερήρωα με βαριά περικεφαλαία. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης είχε έτσι καλλιεργήσει τον «μύθο» του∙ η περικεφαλαία που ο ίδιος είχε υιοθετήσει εκτίθεται σήμερα δίπλα σε εκείνη του Βύρωνα στην Παλαιά Βουλή.

Στον αντίποδα, ο Εγγονόπουλος δεν είναι ο πρώτος που διεθνοποιεί τους έλληνες ήρωες του ’21, συσχετίζοντάς τους με τον επαναστάτη Σίμωνα Μπολιβάρ. Στα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, στις 21 Μαρτίου 1825, ο ανώνυμος συντάκτης σημείωνε ότι οι περιστάσεις έκαναν τον Ανδρούτσο να φαίνεται στα μάτια του κόσμου ως ένας από τους καλύτερους αρχηγούς των ελληνικών πραγμάτων και «το παραξενότερον να νομίζεται από τινας ως ο πλέον φιλελεύθερος και άξιος να βαπτισθή με το όνομα Βολιβάρ της Ελλάδος». Παρόμοια πρόταση βρίσκουμε και στο έργο του Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του Εικοσιένα, με την αναφορά στον Άγγλο μυθιστοριογράφο Τρελώνη (Trelawney), φίλο του Σέλλευ και του Μπάιρον, ο οποίος σύγκρινε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο με τον Ουάσιγκτον και τον Μπολιβάρ.

Η συγγραφή, όμως, του ποιήματος Μπολιβάρ από τον Εγγονόπουλο σε μια περίοδο που στην Ελλάδα ο αγώνας δεν είναι μόνο εθνικοαπελευθερωτικός, αλλά και έντονα ταξικός, με ορατή την ύπαρξη ενός αιματηρού εμφυλιοπολεμικού κλίματος, δεν θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη και να μη συμπλέκεται και με την ακόμη πιο σύγχρονη μετεμφυλιακή διαπάλη και τις πραγματικότητές της. Η πραγματολογική ιστορική του διάσταση είναι εμφανής και αδιαμφισβήτητη, με δεδομένη τότε και την ανοιχτή θέση του ποιητή υπέρ του ΕΑΜ, σε αντίθεση με την αγγλόφιλη στάση και φυγή του Σεφέρη στην Αίγυπτο.

Το στοιχείο αυτό δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Βούλγαρη, ο οποίος μετά από επίπονη και πολυσχιδή έρευνα, έμπνευση και ζέση που υπερβαίνει εκείνη ενός κλασσικού ιστορικού και φιλόλογου, φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν και να ενισχύσουν ποικιλότροπα τα συμπεράσματά του, αλιεύοντας και αξιολογώντας «πληροφορίες», άλλοτε πρόδηλες για την ιστορικότητά τους και άλλοτε υπαινικτικές, είτε εξ αιτίας των χαλεπών καιρών στους οποίους γράφτηκαν είτε από την ίδια την υπερρεαλιστική τους χροιά.

 

Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ

Ο Βούλγαρης δεν δαιμονοποιεί αλλά και δεν αγιογραφεί. Στην «ελληνικότητα» της Γενιάς του ’30 και τις θεωρίες της αριστερόστροφης λαϊκότητας, προτάσσει τον Κολοκοτρώνη και μια μετα-νεωτερική, κοσμική επαναδιαπραγμάτευση μέσω του Μπολιβάρ, επικεντρώνοντας και επεκτείνοντας ταυτόχρονα το ενδιαφέρον του στον Εγγονόπουλο, που όπως υποστηρίζει, υπήρξε σε όλο τον βίο του συνεπής διεθνιστής και χαρισματικός λαϊκός καλλιτέχνης, με έργο που διαπερνά όλα τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα: Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, 1-1-4, χούντα, Αντίσταση στη Χούντα, Μεταπολίτευση.

Οι σχετικές αναγωγές δεν είναι μόνο πολύτροπες, είναι και συναρπαστικές. Ανάμεσα στ’ άλλα, σημαντική και σημαίνουσα η μνεία στην ελληνόφωνη Αληπασσιάδα του Τουρκοαλβανού ποιητή Χατζή-Σεχρέτ, την οποία και αντιπαραβάλλει στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, έργο που, όχι τυχαία, είχε εντυπωσιάσει τον Εγγονόπουλο από την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι, μαθητής και εσώκλειστος στο εμβληματικό Λύκειο Henri-IV.

Τα επιχειρήματα του συγγραφέα στο σύνολό τους είναι ρηξικέλευθα και ασφαλώς περισσότερο εμπεριστατωμένα από άλλων έγκριτων κριτικών της τέχνης και της ιστορικότητας της. Το ολιγόστιχο, για παράδειγμα, ποίημα του Εγγονόπουλου «Ποίηση 1948» από τη συλλογή του «ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948», γραμμένο στο απόγειο του ελληνικού εμφυλίου, είναι έργο χαμηλόφωνο και μπορεί να μη θυμίζει σε τίποτα το ενθουσιώδες και επικό Μπολιβάρ, σε καμία περίπτωση όμως δεν υποδηλώνει διάσταση, ρήξη ή αναθεώρηση, πόσο μάλλον στάση ουδέτερη και «τακτική των ίσων αποστάσεων από τους εμπλεκομένους», όπως αβασάνιστα έσπευσαν κάποιοι άλλοι κριτικοί να χαρακτηρίσουν, ενώ επιπρόσθετα, η όλη στάση του Εγγονόπουλου και ο συγκλονιστικός υπερρεαλιστικός του πίνακας «Εμφύλιος Πόλεμος», επιβεβαιώνουν το αντίθετο.

 

(1).Η β΄ έκδοση του πεντοχίλιαρου απεικονίζει τον Κολοκοτρώνη με «τουρμπάνι», σύνηθες στους βαλκάνιους αγωνιστές και παρόμοιο με αυτό των ερυθρόδερμων της Αμερικής.

 

Σχετικές πηγές:

Άγγελος Παπακώστας, Στρατηγού Μακρυγιάννη «Οράματα και Θάματα», μεταγραφή, εισαγωγή, σημειώσεις, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1983.

Παναγιώτης Κατσίνας, Μακρυγιάννης και Μακρυγιαννισμός, Αρχείο εφημ. Πατρίς, 22.3.2008.

Γιάννης Καρλόπουλος, Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος; Popaganda, 05.11.2014.

Θάνος Βερέμης, Οι δύο όψεις του Ρουμελιώτη αγωνιστή Μακρυγιάννη, εφ. Καθημερινή, 31.1.2021.

Νίκος Θεοτοκάς, Ο Βίος Του Στρατηγού Μακρυγιάννη, Βιβλιόραμα, 2012.

Δημήτρης Βλαχοδήμος, Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο. Λογοτεχνία και ιστορία — Από τα ακριτικά τραγούδια μέχρι τα προεπαναστατικά χρόνια, Ίνδικτος, Αθήνα 2006.

 

περιοδικό fractalart, 11-3-2021

https://www.fractalart.gr/o-kolokotronis-oraios-san-mpolivar-o-nikos-eggonopoylos-apenanti-ston-makrygiannismo/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου