Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Κωνσταντίνος Μπούρας

 Απλοχωριά και νοητική γενναιοδωρία

Μελετητής από τους λίγους, επίμονος ερευνητής, απαρόμοιαστος, τολμηρός για τα γούστα των συντηρητικών και «κόκκινο πανί» για τους «τα φαιά φορούντες». Αυτός είναι ο μαχητικός και μάχιμος πνευματικός άνθρωπος με υπέρ-ανεπτυγμένη την κριτική ικανότητα και με διακριτική ευχέρεια να ελίσσεται ανάμεσα σε κοινούς τόπου υπερβαίνοντάς τους. Δεν πρόκειται όμως για νοητικό ακροβατισμό, ούτε για υπερβάλλουσα νοητική διεργασία ούτε – φυσικά – για συνειρμική εργασία «αυτομάτου τινός γραφής». Τουναντίον, παρά την μετανεωτερική συνθήκη, ετούτο το συγκριτικό φιλολογικό μελέτημα εντάσσεται στην κατηγορία των τολμηρών, επαναστατικών δοκιμίων, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν δεσμεύεται από καμία πανεπιστημιακή σχολαστική ορθότητα, μήτε για αυστηρή κενότητα ακαδημαϊκού τύπου, αλλά για γνήσια αφηγηματική ανάγκη να φωτίσεις το Ταυτόν από διαφορετικές και πρωτοφανείς οπτικές γωνίες.

Η Αλήθεια παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό το πόνημα, αλλά και στα λογοτεχνικά γραφτά και στα δημοσιογραφικά άρθρα και στη ζωή τού Πελοποννήσιου Κώστα Βούλγαρη, που ερωτεύτηκε την Λευτεριά, ειδικά την γλωσσική, την εκφραστική και την ρυθμολογική στον ίδιο βαθμό (αν όχι και σ’ ανώτερο) με τον Κώστα Βάρναλη. Και ως προς αυτό αγγίζει το Πνεύμα όλων των απανταχού τής Γης Διαφωτιστών.

Πέρα όμως από την όποια αναγνωστική του επάρκεια, υπερισχύει το δικό του λογοτεχνικό δαιμόνιο. Μόνον ο «ποιητής τεχνίτης» μπορείς να διεισδύσει στην ποιητική σύλληψη τού άλλου και να αποκαλύψει τους μηχανισμούς που υποκινούν το μυθοπλαστικό «θέατρο σκιών» κάθε ανεξάρτητου κι αδέσμευτου δημιουργού.

Τα πλαίσια δεν περιόρισαν ποτέ κανέναν ποιητή, ειδικά όταν υπερβαίνει την συνήθη χαρμολύπη και την λυρική αυτοεπιτιμητική υποτίμηση με τον φιλοσοφικό στοχασμό, σε βένθεα υποσυνειδήτου όπου οι συνήθεις ηρωϊκοί αυτοδύτες σφουγγαράδες-γραφιάδες-καθηγητάδες δεν φτάνουν. Εκεί είναι όμως είναι τα διαμάντια και τα σμαράγδια τα ανεκτίμητα…

Σαν αυτά που παρελαύνουν μέσα από αυτές τις σύντομες «σκηνοθεσίες» και μας θαμπώνουν με την ευχέρεια της χωροταξικής δεινότητας τού αφηγητή που δεν περιορίζεται σε μια ψυχρή mise en scene αλλά βάζει σώμα και ψυχή σε μια υπόθεση που ήταν εξαρχής σωματική: η Ποίηση, όταν υψηλή είναι και με Πι κεφαλαίο, αν και αόριστο, άπιαστο, αταξινόμητο και αχανές για το φτωχό δεκαδικό σύστημα τής Λογικής μας. Ίσως με το δεκατριαδικό των κβαντικών υπολογιστών τού μέλλοντος.

Ο Εγγονόπουλος κι ο Σεφέρης παρελαύνουν σε αυτό το πόνημα μαζί με τον Βάρναλη και τους «καταραμένους» ποιητές Καβάφη και Καρυωτάκη. Ο μοντερνισμός είναι ένα όχημα που διαρκώς αυτοακυρώνεται επιβεβαιούμενος. Όσο για την τρέχουσα μετανεωτερική συνθήκη, θα περάσουν ακόμα πέντε ή έξι δεκαετίες μέχρι να αποτιμήσουμε την χρονοαντοχή των αποξηραμένων καρπών της.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον το εικοστό κεφάλαιο με τίτλο «Η λογοτεχνική συνθήκη» (σελίδες 440-464). Και μόνον η παράθεσις των υποκεφαλαίων είναι χαρακτηριστική της αισθητικής, των προθέσεων και του ειδικού στίγματος ενός διανοητή ειδήμονος κι ανεξίκακου, αλεξίκακου και οιστρηλατημένου, νοησιαρχικού αλλά και αναστενάρη. Διαβάζουμε λοιπόν: Ο δια-νοούμενος λόγος στον δημόσιο λόγο, Οι πνευματικές εστίες, Τα γκέτο, Αφετηρίες και ρόλοι, Λογοτεχνία και λογοκρισία, Ο βολικός εχθρός, Η αισθητική λογοκρισία, Τέχνη και πολιτισμός, Ο χρόνος της τέχνης, Η μελοποίηση και η ανάγνωση της ποίησης, Η γλώσσα, Η νεύρωση της μετάφρασης, Οι ευκολίες, Το κοσμοείδωλο, Η επιλογή, Η ηθογραφία τού «άλλου», Η μορφή, Οι εστέτ.

Όμως το εκείνο που λειτουργεί ως συνοπτική ανακεφαλαίωση είναι το τελευταίο (πριν τα κατατοπιστικά ευρετήρια) εικοστό πρώτο κεφάλαιο «Η αναζήτηση της Ελένης» (σελίδες 467-468) το οποίο κλείνει με αυτό που λέμε «πρόθεση τού συγγραφέα». Ας το παρακολουθήσουμε αποσπασματικά: «Παρ’ ότι πεζογράφος, πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι που συνέχει τη διαδρομή μου, μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσέγγιζα μέσα από την μελέτη και κριτική τής ποίησης. Άλλωστε η ποιητική παράδοση είναι η μόνη που διαθέτουμε ως εθνική λογοτεχνία και πάνω της ενοφθαλμίζονται όλες οι άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις. Αλλά, τόσα χρόνια ασχολούμενος με τη σύγχρονη ποίηση, δεν τη βρήκα πουθενά, δεν τη συνάντησα ποτέ, αυτή, τη δικιά μας Ελένη […] Ευτύχησα δηλαδή να αντιληφθώ μαζί με τον Σινόπουλο, ότι κεκυρωμένος δεν σημαίνει τίποτα, η μνημείωση είναι κενό γράμμα. Εγκατέλειψα λοιπόν την περιπλάνηση σε άγονες εκτάσεις, όπως το στατικό και μόνον κατ’ όνομα ταξίδι τής γραμματολογίας και άλλες ερημώσεις. Άρχισα να συχνάζω σε εναργείς τόπους τής ποίησης, σαν το Νεκρόδειπνό του, μέσα στο νερό τού ποταμού, όταν κυλάει. Εκεί, κατάφερα τελικά να συναντήσω την Ελένη, τη δικιά μου Ελένη…».

Και μόνον γι’ αυτή την τελευταία παράγραφο θ’ ακολουθούσα τον πεζογράφο Κώστα Βούλγαρη ως πιστός αναγνώστης δια βίου ευγνώμων για την τόση ψυχική απλοχωριά, για την τόση νοητική γενναιοδωρία.

 

περιοδικό literature.gr, 25/3/2022

https://www.literature.gr/kostas-voylgaris-i-dikia-mas-eleni-psifides-kai-prosopa-tis-sygchronis-poiisis-ekdotiki-athinon/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου