Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Ευσταθία Δήμου

 Το νέο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, που κυκλοφορεί υπό τον ευρηματικό και ευφάνταστο τίτλο Η δικιά μας Ελένη, θα μπορούσε να προσλάβει μια σειρά χαρακτηρισμών, ο καθένας από τους οποίους εγείρει αξιώσεις εγκυρότητας και αλήθειας. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να θεωρηθεί μια νέα ιστορία της νεοελληνικής και σύγχρονης ποίησης, που έρχεται για να φωτίσει τη διαδρομή της τέχνης του ποιητικού λόγου, αρχής γενομένης από τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο ο συγγραφέας εντοπίζει την πρωταρχή της νεοελληνικής ποίησης, μέχρι σήμερα, μέχρι τις μέρες μας που έχουν να επιδείξουν ένα σύνολο αξιόλογων ποιητικών φωνών, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με το δύσκολο έργο της «διαχείρισης» μιας μακράς ποιητικής παράδοσης, της ανατοποθέτησής τους απέναντι σε αυτήν, δηλαδή εν τέλει του αναστοχασμού της όλης διαδρομής, και της χάραξης της νέας πορείας, των νέων δρόμων που καλείται να ακολουθήσει η τέχνη του στίχου.

Θα μπορούσε, ακόμα, να ιδωθεί σαν ένα απάνθισμα κριτικών κειμένων που έχουν υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία και συρραφή, ούτως ώστε να αποτελέσουν ένα συμπαγές σώμα που δεν προσδοκά απλώς και μόνο να καταγράψει, να αποτυπώσει, να εκθέσει τους λιγότερο ή περισσότερο σημαντικούς σταθμούς του ποιητικού φαινομένου στην Ελλάδα, από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης κι έπειτα, αλλά και να τους αποτιμήσει, να τους θέσει υπό κρίση και κριτική, ακριβώς για να μπορέσει να διαμορφώσει ένα κριτικό σχήμα πάνω στη βάση αισθητικών κριτηρίων και αρχών, αλλά και πάνω στη βάση της κοινωνικοπολιτικής διάδρασης που η ποίηση ανέπτυξε με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία και στιγμή. Αυτή η διττή και διφυής ενατένιση της ποιητικής τέχνης, ως αισθητικό-καλλιτεχνικό προϊόν και αποτύπωμα, αλλά και ως φορέας ιδεών και ιδεολογημάτων, ως κατάθεσης και θέσης, δηλαδή, απέναντι στο ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό «γίγνεσθαι», είναι που συνιστά το ειδοποιό χαρακτηριστικό του βιβλίου αυτού και που συστήνει την ιδιαίτερη ματιά του Κώστα Βούλγαρη πάνω στο νεοελληνικό ποιητικό φαινόμενο. Ίσως, όμως, πιο δίκαιο και πιο ταιριαστό θα ήταν να ισορροπήσει κανείς ανάμεσα στις δύο αυτές εκδοχές ή κατευθύνσεις, να τις συνδυάσει και να θεωρήσει το πόνημα αυτό μια κριτική περιήγηση, ένα ταξίδι, δηλαδή, του γράφοντος μέσα στην ποιητική χώρα, με σταθμούς και σταθμεύσεις, άλλοτε μεγαλύτερης και άλλοτε μικρότερης διάρκειας, ανάλογα πάντα με το αισθητικό βάρος με το οποίο φορτίζει ο κριτικός καθέναν από τους ποιητές και τις ποιήτριες που συναντά στο δρόμο του.

Η επιλογή της λέξης ταξίδι δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται, καταρχάς, με τον τίτλο που ο ίδιος ο Βούλγαρης επιλέγει για το φιλόδοξο πραγματικά αυτό πόνημά του, ο οποίος παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στο περίφημο ταξίδι των Αχαιών προκειμένου να επανακτήσουν την ωραία Ελένη. Η σύνδεση εδώ είναι σαφής. Η αναζήτηση της ομορφιάς, η πεισματώδης και πεισματική εκείνη διαδρομή, απόλυτα ριψοκίνδυνη και επισφαλής, που θα οδηγήσει στην ανακάλυψη ή, καλύτερα, την αποκάλυψη του ωραίου, νοούμενου στις πολλαπλές του συνιστώσες, ως ώριμου, ηθικού, καλαίσθητου, αρμονικού. Αυτή, ωστόσο, είναι μονάχα η μία πλευρά. Γιατί το ταξίδι αυτό προσλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό και την καβαφική απόχρωση μιας διαδρομής γεμάτης περιπέτεια και γνώση. Πρόκειται για το δύσκολο, αλλά πάντα ελκυστικό έργο του κριτικού της ποίησης –και της λογοτεχνίας γενικότερα– ο οποίος καλείται να αντιπαρέλθει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αποτελεί το προσωπικό του γούστο, η οικεία προτίμηση και η ατομική κλίση, να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που αναπόφευκτα έχει η αποτίμηση και ο απολογισμός ενός τόσο μεγάλου corpus ποιημάτων, και να φτάσει στο τέρμα της διαδρομής, έχοντας κατορθώσει να εγκιβωτίσει τη γνώση σε ένα βιβλίο το οποίο θα κληροδοτηθεί, ως πρόταση και προοπτική μαζί, ως παρακαταθήκη στους επόμενους.

Ακόμα και αυτός, όμως, ο χαρακτηρισμός του βιβλίου ως κριτικό απάνθισμα, τεχνουργημένο ως σύνολο συμπαγές και σφιχτοδεμένο, δεν αποδίδει πλήρως, όχι τόσο το περιεχόμενο, όσο το ύφος του έργου και του εργάτη του. Γιατί το ύφος και, συνακόλουθα, το ήθος αυτό αποκτά μια χροιά και μια διάσταση πολεμικής, γίνεται ένα είδος υπερασπιστικής πολεμικής με κέντρο την ποίηση, προκειμένου αυτή να μπορέσει να συγκροτηθεί ως ραχοκοκαλιά, να αποκτήσει το σώμα και το σχήμα της, να τεχνουργήσει το βήμα της. Γι’ αυτό και ο Βούλγαρης συχνά δε διστάζει να ανατρέψει, να απορρίψει, να καταρρίψει, να (απ)αρνηθεί ακόμη και πάγιες ή παγιωμένες αντιλήψεις, ακόμα και δεδομένα ή κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα και κρίσεις, με τον ίδιο τρόπο που δεν διστάζει να προκρίνει και να θεωρήσει ως προεξάρχοντες στη νεοελληνική ποιητική σκηνή ποιητές που δεν είχαν, μέχρι πρότινος, αυτή τη θέση και την αναγνώριση. Αυτή η ανατρεπτική λογική και διάθεση που, σε κάποιο βαθμό, διέπει το βιβλίο, εξισορροπείται από τη διαφαινόμενη, αν και όχι σε πρώτο πλάνο, βούληση και βέβαιη απόφαση του συγγραφέα να εναγκαλιστεί το σύνολο της ποιητικής παραγωγής στη γλώσσα μας και να το καταστήσει το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να βαδίσει και να καταρτίσει τη δική του αξιολογική-κριτική διαδρομή.

Ενδεικτική του λίγο-πολύ διαφοροποιημένου τρόπου με τον οποίο ο Βούλγαρης αντικρίζει το ποιητικό γίγνεσθαι, τις ζυμώσεις και τις αποκρυσταλλώσεις, είναι η μέθοδος που υιοθετεί και ακολουθεί τόσο για την προσέγγιση του υλικού του, όσο και για την σχηματοποίησή του σε κριτικό-αξιολογικό σώμα. Η μέθοδος αυτή, που δεν είναι άλλη από τη διαλεκτική, την κατ’ εξοχήν κατάλληλη για την αναζήτηση και την ανεύρεση της αλήθειας, εκκινεί από τη δημιουργική σκέψη του συγγραφέα και εκβάλλει στην ίδια τη μορφή του έργου, που προσλαμβάνει μια πολλαπλότητα καθώς (συν)αποτελείται από καθαρόαιμες κριτικές προσεγγίσεις, από ποιήματα επιλεγμένα ακριβώς για να συμπληρώσουν, να σχολιάσουν, να επικυρώσουν ή να επιβεβαιώσουν την κριτική αφήγηση, από ποικίλα παραθέματα αντλημένα από διάφορα λογοτεχνικά, κριτικά, αισθητικά, φιλολογικά έργα, από διαλόγους τεχνουργημένους από τον ίδιο τον Βούλγαρη, με τους οποίους επιχειρεί να θέσει υπό έλεγχο την ίδια του την τεχνική, τη λογική και τη μέθοδο, τις ίδιες του τις απόψεις, ώστε να μπορέσουν αυτές να αναδειχθούν ακόμα πιο δυνατές και δυναμικές, ικανές να ενεργοποιήσουν και να πυροδοτήσουν όχι μόνο τη συνέχεια της εργασίας, αλλά και την εξακολούθηση των κριτικών δοκιμών και δοκιμίων. Η μορφή αυτή, σε συνδυασμό με το σπονδυλωτό της δόμησης του βιβλίου, πέρα από τη διευκόλυνση της ανάγνωσης, αποδίδει ακριβώς αυτό που ο υπότιτλος, Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, προδιαγράφει και υπόσχεται, τη συγκέντρωση, δηλαδή, κομμάτι-κομμάτι, κριτικών αναγνώσεων και τη συνύφανσή τους σε ένα σύνολο που, εν είδει ψηφιδωτού, συνθέτει ένα-ένα τα πρόσωπα των ποιητών και, συνολικά, το πρόσωπο της νέας ελληνικής και σύγχρονης ποίησης.

περιοδικό Διάστιχο, 29/4/2022

https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/18244-i-dikia-mas-eleni

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου