Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Ανθούλα Δανιήλ

 Η δικιά μας Ελένη, είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Κώστα Βούλγαρη, στο οποίο, όπως φαίνεται και από τον δεύτερο τίτλο του, επιχειρεί να διευθετήσει ορισμένα desiderata που παραμένουν ασαφή στο λογοτεχνικό πλαίσιο.

Η «Ελένη», υποθέτουμε, είναι η δική μας άποψη πάνω στην Ποίηση και στους ποιητές, καθώς και των ποιητών πάνω στην σύγχρονη Ποίηση, ωστόσο, με τρεις οροθετήσεις στο οπισθόφυλλο θολώνει τα νερά. Επιλέγω μία φράση από την καθεμία. «Ο Παρθενώνας το αποδεικνύει: η τέχνη είναι μπαρουταποθήκη», «Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός. Τα ποιήματά μου» και «Ελένη είναι ο τρόπος… να… κυττάς κατάματα, στα μάτια της Ελένης».

Ας πούμε, όπως έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο, «η ποίηση είναι επικίνδυνη» και γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις από πού να την πιάσεις (πάλι ο Ελύτης στον Μικρό ναυτίλο, όπως και την πραγματικότητα, για να της βγάλεις το αγκάθι της και τότε σου υπακούει). Ο Βούλγαρης και ξέρει και κοιτά κατάματα, δεν τον τρομάζει πάθος κανένα, όπως έλεγε ο Κάλβος, πράγμα που σημαίνει στα λόγια τα δικά μας, δεν φοβάται ούτε λύκο, ούτε δάσος ούτε αγκάθια.

Τον απασχολεί το θέμα της εθνικής αφήγησης που εκκινεί από τον Σολωμό, περνά από τον Παλαμά και ολοκληρώνεται με τη γενιά του τριάντα. Το πρόβλημα του προσδιορισμού της εθνικής ποίησης και, μέσω αυτής, της ταυτότητας, όταν γύρω ουρλιάζουν οι λύκοι και η Ελένη περπατάει στο δάσος και στα αγκάθια (Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά, τραγουδά στο δάσος η Μαρία Νεφέλη). Εν ολίγοις από πού αρχίζει η νέα ελληνική ποίηση; Ο Σολωμός, Ναι, είναι ο πρώτος. Ο Κάλβος; «Υποτονίζεται» η σημασία του, λέει ο συγγραφέας. Ο Βάρναλης; Μπαίνει ορμητικά από την απέναντι όχθη της πολιτικής ορθοδοξίας. Ο Καβάφης; Μπαίνει από την απέναντι Ήπειρο και τολμά να φανερώσει την εθνική απώλεια και την ερωτική του ανορθοδοξία. Ο Καρυωτάκης; Τολμά να ρίξει μολότοφ στα θεμέλια των επιφανειακώς, κοινωνικώς, καλώς εχόντων, παραμένοντας εκφραστικά στους «κανονικούς».

Αφήσαμε τον Παλαμά, ο οποίος χαίρει άκρας υγείας επί πενήντα χρόνια και αρχιερατεύει στα πνευματικά μας πράγματα, με γλώσσα μελίρρυτη και διαμαντοπλεγμένη («διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο, η μούλα Μαργαρίτα», που λέει και Σεφέρης). Και φυσικά έχουν τη σημασία τους οι πλάγιες αναφορές στο σώμα που διαβάζω. Η Ελένη λοιπόν, το βιβλίο του Βούλγαρη, ενδέχεται να είναι η μπαρουταποθήκη ή ο Μπολιβάρ ή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Οπότε, c’ est la guerre. Και η ώρα που θα σημάνουν οι καμπάνες φτάνει στη γενιά του τριάντα για να ανατινάξουμε την μπαρουταποθήκη της γλώσσας. Να γιατί, πολλοί θεωρούν ότι από εκεί ξεκινάει η αντίσταση στα «καλώς έχοντα». Το θέμα είναι ένα και παραμένει. Η γλώσσα όμως είναι εκείνη που θα κάνει να τρίξουν όλα τα θεμέλια και να μείνει ο ακροατής και αναγνώστης ενεός και χάσκων. Το ρήγμα μπορεί να ξεκίνησε πολύ πριν, αλλά ήταν ρυάκι. Με τη γενιά του τριάντα έγινε χείμαρρος που ακόμα επηρεάζει ποιητές και ποιητικίζοντες μέσα στον οποίο κινδυνεύουν πολλοί να πνιγούν.

Ο Βούλγαρης, ωστόσο, προτίθεται να ερευνήσει τη διαδρομή της γλώσσας, «όπου αυτή οργάνωνε τον λόγο της, την αισθητική της, το κοινωνικό της πρόταγμα, δηλαδή τη γλώσσα και τη στιχοποιητική μορφή». Εκ των πραγμάτων δεν θα αναφερθεί σε όλους τους ποιητές, αλλά θα επιλέξει να σταθεί σε όποιους εκείνος θεωρεί ότι συνέβαλαν στο ρήγμα με το παρελθόν, αν και κάθε εποχή το διευρύνει, έτι περαιτέρω, κατά το δοκούν.

Για λόγους, τους οποίους εκτενώς αναφέρει, δέχεται την Σολωμική αρχή, επειδή έφτασε σε μέγα βάθος όλα τα διακυβεύματα του ποιητικού λόγου. Η όλη πορεία ερευνάται ανάμεσα στη θέση και στην αντίθεση, δημοτική και καθαρεύουσα, τον «μονότροπο κλασικισμό του Κάλβου» και τον «μονότροπο υπερρεαλισμό του Εμπειρίκου». Και ο δρόμος είναι μακρύς, «από τη διακοσμητικά ποικιλμένη και απελπιστικά πειθαρχημένη … έως την απελπιστικά πεζολόγα μορφή στα χρόνια του 1970». Όπως βλέπουμε οριοθετήθηκε το πλαίσιο. Σπουδαίο κείμενο «Η γυναίκα της Ζάκυθος» για την πεζόμορφη ποιητικότητά του, είναι «αντιπροσωπευτικό της νεοελληνικότητας», «χειρίζεται πραγματικότητες», έχει μουσικότητα, πολλαπλά επίπεδα ήχων ελληνικής γλώσσας, γράφτηκε το 1826… αλλά εκδόθηκε το 1927, εκατό χρόνια μετά, και παίρνει τη θέση του στη λογοτεχνία μας με βάση τη μορφή του.

Δεύτερος σταθμός είναι ο Καβάφης. Γλώσσα μικτή, μέθοδος ιστορική μυθική, ανιχνεύει την ελληνικότητά του μέσα από τις ποικίλες μεταλλάξεις. Ο Εγγονόπουλος είναι το νούμερο τρία, εν μέρει Σολωμός, εν μέρει Καβάφης. Ο Ηλίας Λάγιος, το νούμερο τέσσερα (στις μέρες μας, προσθέτω εγώ, ούτε η πολιτική ούτε η αισθητική έχει λόγο. Αλλά το “γράφω έτσι, γιατί έτσι μ’ αρέσει’, car telle est mon plaisir που θα έλεγε τινάς Λουδοβίκος, κατά τον τρόπο του Οδυσσέα Ελύτη, και κλείνω την παρένθεση).

Ερωτήσεις επί των ερωτήσεων θέτει ο Βούλγαρης : Είναι η ιστορία της λογοτεχνίας νεκρό σώμα; Ποιοι είναι οι ποιητές και ποιοι οι ποιηματογράφοι; Ποια η διαφορά τους; Ποια η σημασία ή η μη σημασία του μεγάλου έργου, του opus magnum; Δεν επιλέγει ποιητές, επιλέγει ποιήματα και μάλιστα εκείνα που «ξεφεύγουν από την ποιητική κοινή». Αποφεύγοντας τα πολλά και δυσάρεστα για τους νεότατους και την ποίησή τους, θα κρατήσω τη φράση για την Ποίηση: «ή θα είναι προμηθεϊκή ή δεν υπάρχει». Η ποίηση «τρέφεται με τους παλαιότερους, ανεξάντλητοι είναι». Σωστά!!!

Ο Βούλγαρης θα φέρει στο προσκήνιο το παράδειγμα του καβαφικού ποιήματος «27 Ιουνίου 1906 2 μ.μ.», το οποίο χαρακτηρίζει «πολιτικό», αλλά δεν χαρακτηρίζει τον Καβάφη. Η αναπτυχθείσα φιλολογία γύρω από αυτό είναι μεγάλη και τα κριτήρια πολλά και τέτοια για να σκεφτούμε αναλογικά πώς γίνεται ή στήνεται, και από την ανάποδη ή λέγω συγκυρίας, ένας θρύλος.

Και ο Βάρναλης πού είναι; Κατά τον Βούλγαρη, αναλώθηκε στην απόδειξη του Σολωμού χωρίς μεταφυσική (αν και σε πολλά υπαναχώρησε προς το τέλος της ζωής του). Τελικώς, είναι αισθητιστής και μοντερνιστής. Θεωρεί την ποίηση της γενιάς του ʼ70 «τεκμήριο απίσχνασης, σχεδόν απόπαυσης του μοντερνισμού… και αναδεικνύεται σε ποιητική κοινή…». Σχετικά με την επανάσταση του περίφημου, πλέον, Μάη του ’68, το όλον αφομοιώθηκε από το σύστημα.

Αναλυτικότατος είναι στην περίπτωση του Γιώργου Βέη, στο έργο του οποίου διακρίνει την πρόκληση, ήτοι την πειθαρχία του σονέτου, επισημαίνει την ευρυμάθεια και εποπτεία, ποιητικών εκτάσεων και ιδεών, την ικανότητα να μετρά αλλιώς τις διαστάσεις που έχουν τα πράγματα, να αναρωτιέται και να καταφάσκει το νόημά τους, να ταξιδεύει διαρκώς και επιστρέφει πάντα στο αττικό τοπίο.

Μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος του Βούλγαρη απορροφά ο Ηλίας Λάγιος και παραθέτει ολόκληρο κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση από όπου συγκρατώ: «Ένας φίλος που πέθανε μας ξεναγεί στις στοές του Άδη, δηλαδή στην περιοχή των απηχήσεων μέσω των οποίων υπαγορεύονται τα ποιήματα».

Εν ολίγοις, ο Κώστας Βούλγαρης, στην πλατιά και βαθιά μελέτη της νεοελληνικής ποίησης αλλά και της ταυτότητας μέσα από την ποίηση, διερεύνησε συστηματικά την κάθε ξεχωριστή περίπτωση και τεκμηρίωσε την άποψή του πάνω σε ένα θέμα πολύ σημαντικό και περίπλοκο. Το βιβλίο του μπορεί να θεωρηθεί ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο πέρα από το πόσο ποιητικό είναι το περιεχόμενό του. Αποδεικνύει ταυτόχρονα πως η ΠΟΙΗΣΗ, όταν δεν ομφαλοσκοπεί, όπως συχνά συμβαίνει, δεν πολιτικολογεί, ερωτοτροπεί, κοινωνιολογεί, δημοσιογραφεί, είναι η πιο σοβαρή πνευματική εθνική υπόθεση. Ο χειρισμός του όλου θέματος δεν έχει άλλο παρά να υποστηρίξει αυτή τη θέση.

Όσον αφορά τους μείζονες και ελάσσονες πολύ καλά το θέτει. Ή είσαι ή δεν είσαι. Δεν είναι ποιητής όποιος γράφει ό,τι θέλει και όπως θέλει (Στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική, έλεγε ο Σεφέρης).

Για την κριτική, μας λέει πως είναι «ένα ανοικτό διακύβευμα, ρευστό και διαρκώς ανανεούμενο» (φυσικά, αφού πολλοί έμπειροι έπεσαν έξω και άλλους αποκατέστησε ο χρόνος). Θα προβεί σε ονόματα, αποκαλύψεις και αποκαθηλώσεις.

Αν ετίθετο το ερώτημα: Σικελιανός ή Καβάφης; Ο Βούλγαρης προβλέπει θυμηδία (θεμιτό είναι να πούμε Ο καθείς και τα όπλα του). Ο Βούλγαρης δεν το ομολογεί, αλλά υπέρ του Καβάφη κλίνει (ο καθείς και τα γούστα του). Τάσσεται εναντίον και του «παντός καιρού» Σικελιανού και του «οιωνοσκόπου» Σεφέρη, αλλά τάσσεται υπέρ του «χειραφετημένου» Βάρναλη, υπέρ του Καρυωτάκη που «μας οδηγεί στη φάση της αστικής ωριμότητας». Είρων ο Αλεξανδρινός, «χολιασμένος ο Τριπολιτσιώτης», υπερφίαλος ο Κωνσταντινοπολίτης (Εγγονόπουλος). Ο Εμπειρίκος, χωρίς ουσία, αλλά πλήρης εικόνων ο λόγος του. Και ο Ρίτσος; «έκοψε κομμάτια από τις σάρκες του» για να φτιάξει ποιήματα απευθυνόμενα στους αριστερούς αναγνώστες. Συνομιλεί με τη γενιά του ’70, δίνει έναν τόπο κατάφορτο από ιδέες, συναισθήματα και ιστορία.

Στην ενδιαφέρουσα «Τυπολογία της περιοδολόγησης», ο Καρυωτάκης είναι μοντερνιστής έστω και με αντίστροφο τρόπο από αυτόν του Ελύτη, στον οποίο η τεχνική γίνεται μέρος του περιεχομένου. Τρία ποιήματα για την Ελένη, το ένα του Παλαμά, το δεύτερο του Βάρναλη, το τρίτο του Λάγιου κι ένα ως μότο από τον Ευριπίδη. Η Ελένη διαχρονική.

Εξαιρετικής ευρύνοιας το βιβλίο, καρπός εικοασετούς κύησης, με πολλές τρικλοποδιές στον αναγνώστη ή, καλύτερα, ο Βούλγαρης σαν Σωκράτης, στήνει απέναντι του τον Α ή Β πανεπιστημιακό, κριτικό, μελετητή, δημιουργό ή ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του, στον οποίο απευθύνει ερωτήματα τέτοια που τον απογυμνώνει από τα επιχειρήματά του… Εν οίδα ότι ουδέν οίδα θα έπρεπε να αναφωνήσει ο ερωτώμενος, μιας και θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση να απαντήσει στα ερωτήματα –χειμάρρους, τα οποία προϋποθέτουν γνώση όλου του λογοτεχνικού τοπίου ή, έστω, γνώση του τρόπου επιλογής του ενός ποιητή από τον άλλο.

Στο Επίμετρο θα αναφερθεί στα μελλοντικά του σχέδια, στην ενασχόλησή του με τους νεότερους ποιητές, διεξοδικά, στον Λάγιο και στο πένθος. Η αναζήτηση της «Ελένης» δεν σταματά. Τελικά, η «Ελένη» είναι ο τρόπος, το κλειδί για να μπεις στα άγνωστα τοπία, στο ρεύμα του ποταμού, «μέσα στο νερό όταν κυλάει», αείρροον πάντα, ασύλληπτο. Είναι σαν το ελυτικό ρήμα «κατακυρθμεύω» (; ίσως).

περιοδικό Φρέαρ, 12/6/2002

https://frear.gr/?p=33481 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου