Με την Στέλλα Πετρίδου
Κύριε Βούλγαρη, είστε πεζογράφος, δοκιμιογράφος, επιμελητής συλλογικών τόμων, αρθρογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τι απ’ όλα υπερισχύει στη ζωή σας και γιατί;
Θα ήθελα να υπερισχύει η ιδιότητα του ενδιαφέροντος ανθρώπου... Άλλωστε, δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη μίξη: γράφω πεζογραφία, αλλά ως κριτικός λογοτεχνίας γράφω μόνο για ποιητικά βιβλία. Η επιμέλεια συλλογικών τόμων είναι μια ευθύνη που κάθε φορά πρέπει να πάρει ένας από τους συμμετέχοντες στον τόμο, ενώ το δοκίμιο είναι η σύνθεση όλων των προηγούμενων. Δεν γίνονται όμως όλα τόσο απλά, και κυρίως ταυτόχρονα. Υπάρχουν μεγάλες φάσεις, όπου γράφω τα πεζογραφικά μου, ζω στον ρυθμό της γλώσσας τους, ζω μέσα στις απαιτήσεις τους, και ελάχιστα ασχολούμαι με τα υπόλοιπα, σχεδόν μηχανικά. Αντίστοιχα, όταν γράφω κριτική και δοκίμιο, δεν μπορώ να μπω στη γλώσσα της πεζογραφίας.
Γιατί γράφετε; Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε, ώστε να κάνετε αυτό το βήμα προς τη λογοτεχνία;
Όχι πάντως
για να κάνω τη ζωή μου πιο ενδιαφέρουσα... Η λογοτεχνία δεν είναι υπεκφυγή ή αναπλήρωση
εαυτού, μπρος στα αδιέξοδά μας. Δεν είναι διέξοδος αλλά, συχνά, πολύ συχνά, η
γραφή σημαίνει βούλιαγμα, π.χ. βαθιά στην κατάθλιψη. Τελικά, η λογοτεχνία είναι
εμπλοκή. Αν αξίζει τον κόπο; Νομίζω πως αξίζει, αλλά η απάντηση είναι πάντα
απολύτως προσωπική.
Μα, για να γράψω πεζογραφία... Παρ’
ότι πεζογράφος, πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι που συνέχει τη διαδρομή μου,
μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσέγγιζα μέσα από τη μελέτη και
κριτική της ποίησης. Άλλωστε, η ποιητική παράδοση είναι η μόνη που διαθέτουμε
ως εθνική λογοτεχνία, και πάνω της ενοφθαλμίζονται όλες οι άλλες λογοτεχνικές
εκφάνσεις.
«Επιρροές»
όχι. Συνομιλώ με έργα άλλων ομοτέχνων, του ίδιου αισθητικού ρεύματος στο οποίο
μετέχω, δηλαδή της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας, όπως ο Γιάννης Πάνου και ο
Θανάσης Βαλτινός. Συνομιλώ ακόμα με το έργο των σημαντικότερων από τους ποιητές
για τους οποίους γράφω (Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Μπλάνας, Ευγένιος Αρανίτσης,
Μαρία Κούρση...). Συνομιλία όμως, χειραφετημένη από την «αγωνία της επίδρασης,
σημαίνει φυσικά και οικειοποίηση. Ναι, οικειοποιούμαι σπαράγματα από το έργο τους,
πρώτον γιατί αυτό τους τιμά, και δεύτερον γιατί είναι βασικό στοιχείο της
τεχνικής της μεταμυθοπλασίας.
Η
μεταμυθοπλασία ανακόπτει μια παράδοση αιώνων, που οργανώθηκε με βάση τη νεύρωση
της «έμπνευσης». Με τον συγγραφέα, στο ρόλο του μικρού θεού, να φτιάχνει τον
κόσμο (του). Η μεταμυθοπλασία ξαναγράφει, μεταγράφει, μετασκευάζει, προϋπάρχοντα
κείμενα, γραπτά ή προφορικά, κείμενα, δηλαδή λόγους παντός είδους. Ή ακόμα και
κατασκευάζει κειμενικά τεκμήρια. Αυτός ο συγγραφέας είναι πλέον ένας γραφέας.
Βεβαίως. Να
απευθύνεται πρωτίστως στον συγγραφέα του... Επειδή όμως ο Ρολάντ Μπαρτ μας έχει
ενημερώσει ότι ο συγγραφέας έχει «πεθάνει» προ πολλού, και απομένει μόνο ο
γραφέας, αυτό σημαίνει πως ένα «καλό βιβλίο» δεν «απευθύνεται» σε κανέναν.
Εντοπίζετε κοινά στοιχεία ανάμεσα στο δοκιμιακό και το λογοτεχνικό κείμενο; Εσείς ως άνθρωπος που ασχολείστε παράλληλα και με την αρθρογραφία, πέρα από την λογοτεχνία, δυσκολευτήκατε ποτέ να προσαρμόσετε το ύφος της γραφής σας ανάλογα με την περίσταση, προκειμένου να γίνετε περισσότερο αποδεκτός στο αναγνωστικό κοινό που απευθύνεστε;
Όλα τα
κείμενα είναι λογοτεχνία; Όχι βέβαια. Το δοκίμιο όμως είναι λογοτεχνικό είδος.
Γιατί όχι και ένα άρθρο; Εδώ ο λόγος ανήκει στη θεωρία της λογοτεχνίας και στη
λογοτεχνική κριτική. Πάντως, σέβομαι τους αρθρογράφους που μπορούν, μερικοί
καθημερινά, να γράφουν κείμενα με ρυθμό λόγου, με ένταση, με χρώμα, με ανατροπές.
Εύχομαι και αυτοί να σέβονται τα λογοτεχνικά κείμενα.
Δεν τις στηρίζει.
Γιατί η δομή της νεοελληνικής κουλτούρας, από ιδρύσεώς της, είναι συντηρητική.
Δεν αποζητά το καινούριο, μόλις που ανέχεται το παραδεδομένο. Εντελώς αντίθετη
είναι η δομή π.χ. της γαλλικής κουλτούρας, που επί μερικούς αιώνες αναζητούσε
πάντα το καινοφανές. Γι’ αυτό και έχει τόσα σημαντικά μεγέθη σε όλες τις τέχνες
– δεν είναι θέμα DNA.
Στα γράμματα, δηλαδή στο πεδίο της τέχνης του λόγου, είμαι σίγουρος
ότι προσθέτω. Με βάση αυτή την παραδοχή γράφω, αλλιώς δεν θα το έκανα. Αυτό
βέβαια μέλλει να αποδειχθεί... Ο λεγόμενος «πολιτισμός» δεν με αφορά.
Θα διαβάσει, αν αντέξει, μια διαφορετική εικόνα απ’ αυτήν που έχει στο
μυαλό του, για τη νεοελληνική ποίηση, από τον Σολωμό μέχρι σήμερα. Θα έχει την
ευκαιρία –δεν ξέρω αν θα έχει την αντοχή- να ανακαλύψει πως οι περισσότερες από
τις λογοτεχνικές βεβαιότητές του, που τον συνέχουν ως προσωπικότητα, είναι
μπαγιάτικες. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για ένα «ανατρεπτικό» βιβλίο. Απλά,
πολύ απλά, κάθε σημαντικό καινούριο ποίημα που γράφεται, κάθε σημαντικός καινούριος
ποιητής που εμφανίζεται, αλλάζει, ανεπαισθήτως ή δραματικά, την εικόνα δύο
αιώνων νεοελληνικής ποίησης. Και επειδή ο μέσος αναγνώστης έχει μείνει στον
Σεφέρη και τον Ελύτη, δηλαδή υπολείπεται κατά έναν αιώνα από τη σύγχρονη
ποιητική πραγματικότητα, διαβάζοντας το βιβλίο μου θα έχει την ευκαιρία να
αναμετρηθεί με τις βεβαιότητές τους. Γιατί σε αυτόν τον τελευταίο αιώνα, και
μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή στις μέρες μας, υπάρχουν πολύ
σημαντικά ποιητικά έργα και πολύ σημαντικοί ποιητές και ποιήτριες.
Να μην φοβάσαι τον λύκο, τ’ αγκάθια να μην σε τρυπάνε
Ν’ ακολουθείς στο τρέξιμο το πιο γοργό ζαρκάδι, να το προφτάνης
Να το κυττάς κατάματα, στα μάτια της Ελένης» (Ηλίας Λάγιος) (σελ. 42)
Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο
τίτλο για να κοσμήσει το εξώφυλλό του βιβλίου σας; Τελικά, ποια είναι για εσάς
η Ελένη;
Όλα και τίποτα. Όπως η ποίηση. Όπως η Ελένη.
Τίποτα δεν χάνεται, ακόμα και μέσα στην υπερπαραγωγή των ημερών μας,
αν έστω δύο μάτια σταθούν πάνω του. Το θέμα είναι τι έχει να τους πει. Αν έχει,
το βιβλίο, αργά ή γρήγορα, θα βρει το δρόμο του.
Εάν μπορούσαμε να ρωτήσουμε την Ελένη, νομίζω πως θα συμφωνούσε...
Θέλω να πω, ότι είναι αρκετοί οι σύγχρονοι ποιητές, που το έργο τους έχει
ενσωματώσει, διά της ποιότητάς του, διά της αισθητικής του αρτίωσης, διά της
καινοτομίας του, τη βάσιμη αξίωση, να αποτελέσει έναν σταθμό στη νεοελληνική
ποιητική γλώσσα.
Με κριτήρια αισθητικά. Υπάρχει
άλλος τρόπος, ώστε να μην καταστεί κανείς αφερέγγυος;
Στους κάπως υποψιασμένους αναγνώστες.
Από Σεπτέμβριο, να είμαστε καλά.
Στα βασικά βιβλιοπωλεία, της Αθήνας και της επαρχίας.
Οι κυρίες οικοδέσποινες είναι ευγενέστατες και εξαιρετικές στη δουλειά
τους.
Να γραφούν εξίσου καλά ποιήματα, με αυτά των τελευταίων δεκαετιών,
ώστε κάποιος άλλος κριτικός να ανατρέψει, ως ξεπερασμένη, τη δικιά μου εικόνα
για τη νεοελληνική ποίηση.
Να είστε καλά.
περιοδικό texnesonline.gr, 19/8/2022
https://www.texnesonline.gr/2022/08/blog-post_67.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου