Με τον Ευθύμιο Ιωαννίδη
Πάντα είχα ένα συστηματικό ενδιαφέρον με τη λογοτεχνία. Πλησίασα όμως στα
σαράντα μου ώστε, μετά από κάποιες ελάχιστες δοκιμές, να εμφανισθώ, νομίζω
ώριμος, στον δημόσιο χώρο.
Ο ορισμός του «καθενός», όπως και το προσωπικό γούστο το καθενός, δεν αφορά τελικά κανέναν. Ένας δικός μου ορισμός δε θα αφορούσε κανέναν, και φυσικά δε θα αφορούσε σε τίποτα την ποίηση. Γιατί αυτή είναι μέρος της πραγματικότητας, υπάρχει αντικειμενικά, ό,τι και να νομίζει αυτός ή ο άλλος ή εγώ. Η ποίηση ορίζεται μέσα από την ιστορικότητά της. Και έτσι, διαχωρίζεται σαφώς από τη μη ποίηση, δηλαδή από τα εκατομμύρια άτεχνα στιχουργήματα, που υποδύονται την ποίηση. Πώς διαπιστώνεται κάθε φορά αυτή η διάκριση; Φυσικά, με τα εργαλεία της θεωρίας της ποίησης, τα εργαλεία της λογοτεχνικής θεωρίας.
Παραμελημένη νιώθουν την ποίηση οι μέτριοι, οι ατάλαντοι γραφιάδες, που
μέσα από την ποίηση έχουν κοινωνικές αξιώσεις, επιζητούν βραβεία, αναγνώριση,
καταξίωση και άλλες συναφείς απολαβές, όπως και όσοι αναγνώστες επιζητούν,
αγχωτικά, κάποιου τύπου πολιτισμική κοινωνική διάκριση από το υπόλοιπο
κοινωνικό σώμα. Η ποίηση ήταν πάντα μια αριστοκρατική διαδικασία, όσον αφορά τη
συγγραφή της, αλλά εξίσου όσον αφορά και την πρόσληψή της. Δεν ήταν και δεν
είναι για όλους – και δεν πειράζει.
Η Ελένη ήταν πάντα, από την εποχή του Ομήρου, και είναι ακόμα, ο τρόπος, ή
ακόμα κι ένα πρόσχημα, για να κάνεις ποίηση, να μιλήσεις για αυτήν, να
συνοψίσεις, να συμβολίσεις. Η Ελένη είναι τα πάντα, αφού είναι τρόπος, αλλά
είναι και τίποτα, αφού είναι πρόσχημα.
Αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας, και μάλιστα σε τέτοια έκταση παγκοσμίως,
που μπορεί να το διακρίνει ο καθένας, είναι η πρωτοφανής διόγκωση του πεδίου
του πολιτισμού. Γιατί η έλλειψη, η ανάγκη μιας κάποιας ταυτότητας, η
διασκέδαση, δηλαδή ο σκεδασμός της πνευματικής αδράνειας, μετατρέπονται σε μια
σύγχρονη, μαζική νεύρωση, όλοι να καταναλώνουν μαζικά πολιτισμό, και πολλοί,
πάρα πολλοί, σχεδόν όλοι, να ασχολούνται με τον πολιτισμό με την αξίωση του
«δημιουργού», νομίζοντας δηλαδή ότι κάνουν τέχνη. Το μόνο που κάνει όλο αυτό το
φαινόμενο, είναι πως απειλεί να καταβροχθίσει το διακριτό πεδίο της τέχνης. Η
τέχνη, όταν όντως είναι τέχνη, πάντα έχει αισθητικό πρόταγμα. Τι είναι αυτό;
Ένας (νέος) τρόπος να δει κανείς την πραγματικότητα, τον κόσμο, και να ζήσει τη
ζωή. Και στις μέρες μας γίνεται τέχνη και μάλιστα πολύ σημαντική. Και στις
μέρες μας έχουμε ποιητές στην ελληνική γλώσσα, μερικούς μάλιστα πολύ
σημαντικούς. Ας τους διαβάσουμε, αντί να καταναλώνουμε στιχάκια και άλλα
συναφή, ή να ταλαιπωρούμαστε να γράψουμε κι εμείς κάτι ασήμαντο.
Δε νιώθω καθόλου «αδικημένος», όπως τόσοι και τόσοι. Ο καθένας τελικά
εισπράττει αυτά που όντως αξίζει το έργο του. Ακόμα π.χ. και κακίες, αν αυτό
ξεπερνά κάποια άλλα. Όσον αφορά, δε, ποιον λογοτεχνικό τίτλο θα έβαζα
περιγράφοντας την Ελλάδα του 2022, θα πρότεινα τον τίτλο ενός πριν από λίγα
χρόνια εκδοθέντος, εκτός εμπορίου, πεζογραφήματός μου: «Στον καιρό της
ανέχειας. Ερημόλαλες ιστορίες και εξουσίες».
Να χαρίσω τότε στους αναγνώστες μας, μερικούς στίχους του Ηλία Λάγιου, για
την Ελένη:
διαμαρτύρονται
για των παιδιών τους τον χαμό
μην
βρίσκοντας μιας ξανθομούνας τσούλας την δικαιοσύνη σε κανέναν τάφο.
Τότε,
αυτοκρατορική προβαίνει η σκύλλα. Κι αυτοκρατορικά περιπατεί.
Επιτρέπεται
να την δουν και να την ονομάσουν. Η Ελένη.
Τα
γερόντια αλλάζουν πάραυτα μυαλά. Καλώς να ’ρθή η νέμεσις
για τα
παλληκάρια μας, έτσι λένε. Καλώς να πέσουνε κορμιά
για το
σαράκι του θεοπούτανου, συνεχίζουν. Τους σάλεψε
της
ομορφιάς η ομορφιά, που κανενός δεν την χαρίζει.
thessculture.gr,
18/8/2022
https://thessculture.gr/vivlia/kostas-voylgaris-i-poiisi-itan-panta/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου