Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Παναγιώτης Βούζης

 Πολεμώντας τη λογοτεχνική αδράνεια

Για τον Κώστα Βούλγαρη, η σχέση του με την Ιστορία ανάγεται σε αισθητικό πρόταγμα. Αντί να αφήνεται στη δυναμική της, που σημαίνει να παραδίδεται στην παροντικότητα, τοποθετεί την Ιστορία αντικρύ του και προσέχει τις μεταλλαγές της. Τη μετατρέπει σε πρόσωπο. Δημιουργεί τη μυστηριώδη Νικηταρού ή Μπετίνα. Έτσι, εισάγονται οι παράμετροι του αστυνομικού αινίγματος. Επιπλέον, η έρευνα για τη Νικηταρού συνιστά καταστατική τεχνική, η οποία επιτρέπει την προχωρητική κίνηση της γραφής και τη συνάφεια ανάμεσα στα επιμέρους. Τα επιμέρους στρέφονται γύρω από πέντε κέντρα: την υπαγωγή  του συγγραφέα στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, την ιστορία των Δολιανών, αυτού του χωριού της Αρκαδίας στην πλαγιά του Πάρνωνα, τη μεταμυθοπλαστική αυτοαναφορικότητα, την άρση μιας αντίφασης ως τέταρτο κέντρο και, τέλος, το άνοιγμα του ορίζοντα προς μια ποίηση χωρίς ύφος.

Όσον αφορά την υπαγωγή  του συγγραφέα στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, παραθέτω αποσπάσματα από τις σελίδες 172-173: «Γιατί όμως τα γράφω, τώρα, όλα αυτά; Τόσες αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες… Μιλάω έτσι, και γράφω για το χωριό μου, τώρα, γιατί διαφωνώ απολύτως με την κρατούσα αντίληψη, ότι για αυτά μιλάς στα γεράματα, όταν φθάνεις στο τέλος του συγγραφικού και βιολογικού σου κύκλου… Ο μόνος τρόπος να τιμήσει κανείς τη ζωή του, το έργο του, το χωριό του, είναι να μιλήσει για όλα αυτά όταν βρίσκεται σε πλήρη ακμή, όταν δηλαδή όσα πει θα κριθούν αυστηρά…». Ποιος γράφει εδώ; Εάν επρόκειτο για αυτοβιογραφία, θα μπορούσαμε να πούμε ο συγγραφέας. Όμως πρόκειται για λογοτεχνία, και το πιο στοιχειώδες το οποίο παραδέχεται κάποιος σχετικά με την τελευταία είναι ότι ο ζωντανός συγγραφέας δίνει τη θέση του στη λειτουργία του αφηγητή. Σε έναν αφηγητή μάλιστα ο οποίος εντοπίζεται και στο ενδοδιηγητικό επίπεδο, αναλαμβάνει δηλαδή και τον ρόλο του κειμενικού χαρακτήρα. Αποσπώ από τη σελίδα 190 τα ακόλουθα: «Έτσι, εδώ εισάγω και πολλά αυτοβιογραφικά μου στοιχεία… Αυτοσκηνοθετώντας βέβαια όχι μια δημόσια περσόνα μου αλλά εμένα ως λογοτεχνικό χαρακτήρα. Μυθολογώντας φυσικά τα πραγματολογικά στοιχεία που συνθέτουν αυτόν τον χαρακτήρα και αληθολογώντας τα μυθοπλαστικά. Αλλιώς, δεν θα ενδιέφερε κανέναν, ούτε και μένα, μια τέτοια επιτομή της προσωπικής μου διαδρομής.» Αυτό το βιβλίο λοιπόν, εάν το έγραφε κάποιος άλλος, θα αποτελούσε ένα χρονικό των Δολιανών και μια απολογιστική παρουσίαση της ζωής ενός συγγραφέα που μεγάλωσε και ακόμη διαβιοί εκεί. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, ο Βούλγαρης από συγγραφέας μετατρέπεται σε ήρωα του μεταμυθοπλαστικού του μυθιστορήματος. Σε έναν ήρωα ο οποίος δοκιμάζει την ακμαιότητά του προκαλώντας την κριτική και αναδεικνύοντας την ιδιοπροσωπία του. Ιδιοπροσωπία η οποία διακρίνεται, σε κάθε της έκφανση, τόσο για τη διαρκή ταλάντωση μεταξύ δύο άκρων όσο και για το αίτημα μιας ριζικής χειραφέτησης.

Όσον αφορά τα Δολιανά, η παρακολούθηση της ιστορίας τους γίνεται, βέβαια, υπό το πρίσμα του μεταμοντέρνου. Ο Brian McHale, στο βιβλίο του Postmodernist Fiction, κάνει τη διάκριση του μοντερνισμού από το μεταμοντέρνο με κριτήριο την εκάστοτε δεσπόζουσα. Στη μοντερνιστική μυθοπλασία η δεσπόζουσα είναι επιστημολογική. Πιο αναλυτικά: αυτή η μυθοπλασία εφαρμόζει στρατηγικές οι οποίες προϋποθέτουν ερωτήματα του τύπου: Πώς μπορεί να ερμηνευτεί η πραγματικότητα της οποίας είμαι μέρος; Και τι αντιπροσωπεύω εγώ εντός της; Από την άλλη, η δεσπόζουσα της μεταμοντέρνας μυθοπλασίας είναι οντολογική. Απαντά σε ερωτήματα όπως: Ποια από τις πραγματικότητες είναι η συγκεκριμένη και ποιος από τους εαυτούς μου μετέχει σε αυτή; Περαιτέρω ερωτήματα έχουν τώρα να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο υφίσταται ένα κείμενο, καθώς και με το πώς κατασκευάζεται η πραγματικότητα την οποία προβάλλει (σ. 9 και 10). Στη Νικηταρού δεσπόζει λοιπόν η οντολογία του μεταμοντέρνου. Αν και επιδίδεται σε μια ακριβολόγο περιγραφή, για να φθάνει στη διαύγαση των πραγμάτων τα οποία βάζει στο κάδρο του, ο Βούλγαρης δεν ασχολείται με την ακριβή αναπαράσταση της μεταβαλλόμενης φυσιογνωμίας των Δολιανών, όπως θα ταίριαζε για έναν εξωγλωσσικό τόπο. Αντίθετα, εγγράφει το χωριό του σε ένα προγραμματικά προβληματικό κείμενο, καθιστώντας επίσης προβληματική την ιστορική πραγματικότητά του. Η λογοτεχνική μίμηση εδώ αποβλέπει στον διαφορισμό και όχι στην ανάδειξη των ομοιοτήτων. Τα Δολιανά στη Νικηταρού αποτελούν έναν ετερόκοσμο.

Όσον αφορά τη μεταμυθοπλαστική αυτοαναφορικότητα, σε κάποιες σελίδες του βιβλίου θεματοποιείται η ίδια η μέθοδος της συγγραφής του. Εξηγείται ότι η μέθοδος οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο έργο του Γιάννη Πάνου και του Θανάση Βαλτινού, κυρίως στο … από το στόμα της παλιάς Remingtonκαι την Ιστορία των Μεταμορφώσεων του πρώτου και την Ορθοκωστά του δεύτερου. Ο Βούλγαρης αναφέρεται σε πρόσωπα και σε πράγματα βασισμένος περισσότερο σε κειμενικά τεκμήρια ή και σε προφορικές μαρτυρίες, γεγονός που τον φέρνει κοντά στη λογοτεχνία-ντοκουμέντο. Παράλληλα όμως φαλκιδεύει τα πραγματικά στοιχεία ή τα κατασκευάζει, επισημαίνοντας την ιδιαίτερη φύση της λογοτεχνικής αλήθειας. Για παράδειγμα, παραλλάσσει πολλά από τα ονόματα των πραγματικών προσώπων και στα επιβεβαιωμένα γνωρίσματα του χαρακτήρα τους και γεγονότα της ζωής τους προσθέτει μερικά ακόμη, ανύπαρκτα, τα οποία όμως είναι απολύτως συμβατά με τα επιβεβαιωμένα. Αυτή η μέθοδος της παράθεσης, της αλλοίωσης και της κατασκευής των στοιχείων υπαγορεύει την κατεύθυνση της αναγνωστικής πορείας: Ξεκινώντας τη διαδικασία της ανάγνωσης, αντιμετωπίζεις με υποψία τα παρατιθέμενα τεκμήρια, βάσει της λογικής πως πρόκειται για λογοτεχνία, ώστε δεν δικαιολογείται η τόση συσσώρευση αυθεντικών ντοκουμέντων. Σταδιακά, όμως, η παράθεση των ιστορικών πηγών και των άλλων πειστηρίων σου παγιώνει την αντίληψη, πως κατατίθεται εδώ η αλήθεια. Ώσπου, φθάνεις στις σελίδες όπου αποκαλύπτεται η συγγραφική στρατηγική και η ψευδαίσθηση της αλήθειας καταρρέει. Η καθοδήγηση της πρόσληψης, αυτό το παιχνίδι της επαλήθευσης και της διάψευσης των αναγνωστικών προσδοκιών, εγγράφεται λοιπόν στην προθετικότητα του βιβλίου. Γεγονός το οποίο το καθιστά παραδειγματικό. Δηλαδή, η μεταμυθοπλαστική συνείδηση είναι εδώ σε τέτοιον βαθμό συγκροτημένη, ώστε η Νικηταρού αντιπροσωπεύει ένα εκ των υστέρων αρχέτυπο του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Σαν να λέμε, η θεωρία για τη συγγραφή μεταμυθοπλασίας με παραδείγματα. Γιατί η λογοτεχνία προηγείται διαρκώς της θεωρίας της, οπότε ο μόνος τρόπος να καλύψει κάποιος το χάσμα ανάμεσά τους είναι να ενσωματώσει τη θεωρία στο λογοτεχνικό κείμενο. Αυτό το πρωθύστερο, στην πεζογραφία μπορεί να συντελεστεί, εξ ορισμού, μόνο στο μεταμυθοπλαστικό πλαίσιο, καθώς, όπως το διατυπώνει η Patricia Waugh, «Η μεταμυθοπλασία συνιστά έναν όρο ο οποίος έχει αποδοθεί στη μυθιστορηματική γραφή που συνειδητά και συστηματικά στρέφει την προσοχή μας στο καθεστώς της ως κατασκευής» (Metafiction, σ.2).  

Η διάψευση των προσδοκιών του αναγνώστη συνοδεύεται από σοβαρά επιφαινόμενα. Το σοβαρότερο μεταξύ τους αποτελεί η αμφισβήτηση των ίδιων των ιστορικών τεκμηρίων. Αμφισβήτηση η οποία δεν οδηγεί μόνο στη διερώτηση, για το αν μπορούμε τελικά να εμπιστευόμαστε τα τελευταία ως προς την αξιοπιστία τους, αλλά και στο συμπεριληπτικό ερώτημα, εάν τελικά η παραδεδομένη Ιστορία συνιστά κάτι περισσότερο από ένα φάντασμα. Το πρόβλημα συνδέεται με την έννοια του «αρχείου». Το τελευταίο όμως, όχι με τη σημασία με την οποία το χρησιμοποιεί η Τζίνα Πολίτη, στο άρθρο της «Η ποιητική του Αρχείου», αναφορικά με το βιβλίο του Βούλγαρη Το εμφύλιο σώμα. Αντί της προηγούμενης, προκρίνεται η φουκωική σημασία, δηλαδή ότι αρχείο είναι το σύνολο των κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους διαμορφώνεται ο λόγος σε μία ορισμένη χρονική φάση. Είναι άρα η μήτρα της γραμματείας μιας εποχής. Από τα προηγούμενα μπορεί να συναχθεί, ότι η Ιστορία μπορεί να προσεγγισθεί ως μια σειρά από αρχεία. Απέναντί της, λοιπόν, η Νικηταρού κρατά μια πολεμική στάση: Αποτελείται σε ικανό ποσοστό από αυθεντικά, παραχαραγμένα και κατασκευασμένα παραθέματα, από αποσπάσματα επίσημων εγγράφων, χρονικών, ομιλιών, επιστολών, νομολογιών, καταστατικών συλλόγων, δημοτικών τραγουδιών, πεζογραφημάτων, ποιημάτων και άλλων. Αυτή η μείξη των «γνήσιων» και «πλαστών» δειγμάτων, από κειμενικά είδη και λόγους διαφορετικών εποχών καθιστά τη Νικηταρού quasi-Ιστορία. Περιλαμβάνοντας λοιπόν το βιβλίο του Βούλγαρη μια σειρά από αρχεία, ένα σύνολο δηλαδή από μήτρες λόγων, οι οποίοι υπήρξαν ή θα μπορούσαν να υπάρξουν, γίνεται ένα οιονεί αντίστοιχο του φαντάσματος της Ιστορίας, ένα ειρωνικό απείκασμά της. Και η ειρωνία προβιβάζεται, εν τέλει, σε πολεμική, καθώς στη Νικηταρού η φράση «υποκείμενο της Ιστορίας» αντιμετωπίζεται με την κυριολεκτική της συντακτική λειτουργία: Μια επιλογή πολυάριθμων φωνών-λόγων, από διαφορετικές χρονικές περιόδους, αντιπροσωπεύει το υποκείμενο το οποίο γράφει τη δική του Ιστορία. Ο Βούλγαρης μας επισημαίνει ότι η τελευταία σχετίζεται με την επιτελεστικότητα. Η Ιστορία συνεπώς έχει να κάνει, με το αν ένα παρελθοντικό γεγονός έχει επικαιροποιηθεί ή όχι, και με το ακόμη σημαντικότερο, το πόσες φορές έχει επικαιροποιηθεί.              

Σε σχέση με την άρση μιας αντίφασης: Η μεταμυθοπλασία αποκλείει κατά κανόνα τη μυθοπλασία. Εδώ όμως πραγματοποιείται ένα βήμα προς τα εμπρός, αφού παρεισφρέει, σε ικανό ποσοστό, η μυθιστορηματική φαντασία, καλυμμένη βέβαια από μηχανισμούς τεκμηρίωσης και πιστότητας, με συνέπεια να τίθεται και αυτή κάτω από τη μεταμυθοπλαστική ομπρέλα της αληθοφάνειας. Το περιφανέστερο παράδειγμα παρέχει η περίπτωση της Νικηταρούς: Υποτίθεται πως όταν ο βασιλιάς Γεώργιος ήρθε στην Τρίπολη το 1871, που όντως ήρθε, για να επιθεωρήσει την πρόοδο των οικοδομικών εργασιών στο θερινό του ανάκτορο, το οποίο όντως χτιζόταν, ακριβώς στο σημείο που αναφέρει ο Βούλγαρης, μια γυναίκα έπεσε στον δρόμο, εμπρός από τη βασιλική άμαξα, και καταπατήθηκε από τα άλογα. Η ταυτότητά της δεν διακριβώθηκε, εξαιτίας της παραμόρφωσης την οποία υπέστη το πρόσωπό της από τις οπλές των αλόγων, όμως ο τόπος του δυστυχήματος αποτέλεσε το τοπόσημο «στη Νικηταρού». Όλα τα ιστορικά συμφραζόμενα ισχύουν, αλλά το γεγονός της πτώσης της γυναίκας μπροστά στη βασιλική άμαξα δεν συνέβη ποτέ, καθώς η συγκεκριμένη γυναίκα δεν υπήρξε και φυσικά πουθενά στην Τρίπολη δεν εντοπίζεται το προηγούμενο τοπόσημο. Ένας φανταστικός χαρακτήρας παρεισδύει λοιπόν στην ομάδα των υπαρκτών ιστορικών προσώπων, μέσω πηγών και στοιχείων εξομοιωμένων με τα πραγματικά, ώστε από απλή αλληγορία αναλαμβάνει τον ρόλο μιας μετωνυμίας της Ιστορίας.    

Όταν ρωτούσαν τον Samuel Beckett γιατί έγραφε στα γαλλικά, ενώ ήταν Ιρλανδός, έδινε την εξής απάντηση: Parce qu΄ en francais c΄ est plus facile d΄ ecrive sans style (Επειδή μου είναι ευκολότερο να γράφω χωρίς ύφος στα γαλλικά). Κάτι αντίστοιχο κάνει ο Κώστας Βούλγαρης. Όχι βέβαια με το να περνά σε μια ξένη γλώσσα, αλλά με το να ξεπερνά το παροντικό εύρος της ελληνικής και με το να εκμεταλλεύεται ένα μεγάλο φάσμα της διαχρονικής της εξέλιξης: Αντιγράφοντας από παρελθοντικές φάσεις της ή μεταγράφοντας σύμφωνα με αυτές τα θέματά του. Σε κάποια από τα εδάφια της Νικηταρούς, η γλώσσα δίνει την εντύπωση ότι προέρχεται από κείμενα της ελληνικής Πατρολογίας ή από τη Χρονογραφία του Ψελλού, αλλού φαίνεται να αποσπάστηκε από την παράδοση της ηθογραφίας και αλλού από τη ρεαλιστική αστική λογοτεχνία.

Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ένας ποιητής; (Από την Ιστορία των Μεταμορφώσεων του Γιάννη Πάνου). Ο Βούλγαρης δουλεύει επάνω σε ένα είδος, το οποίο διαγράφει τις κατηγοριοποιήσεις του τύπου πεζογραφία και ποίηση, λογοτεχνία και μη λογοτεχνία, τέχνη και κριτική. Η βαθύτερη επιδίωξή του είναι η διαγραφή να προχωρά ακόμη και στο επίπεδο των γνωστικών κατηγοριών μέσω των οποίων προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Ώστε, στο τέλος να εκλείπουν ο λόγος και οι κώδικες της παραγωγής και της δόμησής του και να απομένουν μόνο οι λέξεις. Πρώτα, λοιπόν, και πάνω από όλα, ο Βούλγαρης επιτελεί το έργο του ποιητή. Επιπλέον, προσεγγίζει τις λέξεις όπως οι ομότεχνοί του, κατά την όψιμη αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο, προσέγγιζαν την κλασική γλώσσα: Ως το έτερο, με συνέπεια η γλώσσα να αποκτά για αυτούς ουσιοκρατική και ταυτόχρονα υλική διάσταση, αφού παρέπεμπε στο αυθεντικό και στο απομακρυσμένο, το οποίο, μη μετέχοντας στο σύγχρονό τους γλωσσικό δίκτυο, πριμοδοτούνταν ως προς τη γραπτή εικόνα του και την ηχητική εντύπωση που προκαλούσε. Συνεπώς, η Νικηταρού, πέρα από υποδειγματική, καθώς σημειώθηκε, μεταμυθοπλασία, συνιστά παράλληλα και ένα μεγάλης έκτασης ποίημα. Αντιπροσωπεύει μάλιστα μια ποίηση χωρίς ύφος. Ένα κείμενο, το οποίο, μέσω της αντιγραφής και της μεταγραφής, αποσοβεί την παγίωση κάποιας διακριτής ιδιολέκτου, ώστε να επιστρέφει διαρκώς από τη μεταμυθιστορηματική του περιπέτεια στην υπερχρονική επικράτεια των λέξεων.

         Περιοδικό (δε)κατα, τχ. 73, Απρίλιος 2023

 

              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου