Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Χρύσα Φάντη

 Η μνήμη ως τόπος και πρόταγμα, δύο αιώνες μετά

         Aποτελεί πλέον κοινό τόπο, πρώτον, ότι κάθε προσπάθεια διερεύνησης ενός γεγονότος που ανάγεται στο παρελθόν δεν είναι ανεξάρτητη από την υποκειμενικότητα εκείνου που το καταγράφει, και δεύτερον, ότι αυτή καθαυτή η κατάκτηση της απόλυτης αλήθειας είναι αδύνατη γεγονός που συνδέεται άμεσα και με την εμφάνιση και εξέλιξη του μοντερνισμού και της μεταμυθοπλασίας. Η τελευταία, αναγνωρίζοντας ότι η σχέση ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και τον ιστορικό λόγο σχέση η οποία θεωρείτο δεδομένη από τη συγκρότησή της ιστορίας ως επιστήμης έχει σημαντικά διαρραγεί, αμφισβητεί τα μέχρι πρότινος ισχύοντα στον χώρο της λογοτεχνικής αφήγησης όπως και σ’ εκείνον του ιστορικού λόγου, αναθεωρώντας, αναγνωρίζοντας και εμπλουτίζοντας και τα δύο αυτά είδη με νέες ιδιότητες και χαρακτηριστικά*. 

Πώς όμως ένα ιστορικό παρελθόν περνά στη συλλογική μνήμη; Και πώς από τα άπειρα ιστορικά συμβάντα φτιάχνουμε έναν δικό μας μύθο, ικανό να τα συμπεριλάβει και να τα επαναδιαπραγματευτεί; Έχοντας κατά νου και την εκτίμηση του ιστορικού Αντώνη Λιάκου ότι από ένα και μόνο πυρηνικό γεγονός μπορούν να αποδοθούν τα χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης κοινωνίας, έτσι που αυτή να γίνεται μεταφορά του εν σμικρώ (Λιάκος, 2007), το πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, με τον υποδόρια παιγνιώδη τίτλο Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα, παύει να αποτελεί γρίφο ως προς το εύρος και τις προθέσεις του συγγραφέα του.

Στην εν λόγω μεταμυθοπλασία, ο αφηγητής και λογοτεχνικό alter ego του Βούλγαρη, κλείνει ευθύς εξαρχής το μάτι στον αναγνώστη, εμπνεόμενος από μια φασματική γυναίκα που ακούει στο όνομα Ελισάβετ και η οποία, όπως μας λέει,  φημολογείται ότι έφραξε την διέλευσιν του βασιλιά Γεώργιου διά του ισχνού σαρκίου της όταν αυτός έφτασε στην Τρίπολη το 1871, με συνέπεια να καταπατηθεί από τα άλογα του άνακτος και να πεθάνει επί τόπου (εξ ου και το τοπόσημο “Νικηταρού”). Με αφορμή αυτό το επινοημένο ιστόρημα, ο συγγραφέας διερωτάται εάν επρόκειτο για την Ελισάβετ που πολέμησε δίπλα στον Νικηταρά στη μάχη των Δολιανών και, προς απάντηση, επιστρατεύει τις μακρόχρονες ιστορικές και λογοτεχνικές του αναδιφήσεις, σε μια δραματική όσο και παιγνιώδη εξιστόρηση, με πολλά στοιχεία πραγματικής και επινοημένης διακειμενικότητας ένα υβριδικό σύνολο λογοτεχνικών και ιστορικών ή ψευδοϊστορικών κειμένων και διακείμενων, με πολλά αυτοαναφορικά και μυθοπλαστικά στοιχεία.

Σε αυτή τη διαχρονικά ομογενειοποιημένη και καλά χωνεμένη σύλληψη, δίνουν ξανά το παρόν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Αντίσταση των κατοίκων της Κεντρικής Πελοποννήσου κατά του γερμανικού κατοχικού στρατού και οι αιματηρές συμπλοκές στον Εμφύλιο, αλλά και ο Ψελλός και Το «Χρονικόν του Μορέως», η «Πριγκηπέσα Ιζαμπώ» και ο ίδιος ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σινόπουλος με τον «Νεκρόδειπνό» του και οι συντοπίτες και ομότεχνοί του, Γιάννης Πάνου και Θανάσης Βαλτινός, όπως και προσωπικότητες που σημάδεψαν την πορεία του συγγραφέα ως λογοτέχνη και πολλά ακόμη οικεία του πρόσωπα, πραγματικά ή επινοημένα. «Η ποιητική του αρχείου» και «το αρχείο ως μήτρα και πρόπλασμα μιας εποχής», το μεταμοντέρνο ως αφηγηματικός κατακερματισμός αλλά και εσώτερη ανάγκη γλωσσικού συγκερασμού και πύκνωσης, η ευφάνταστη ατμόσφαιρα και το γνωστό υποδόριο χιούμορ του Βούλγαρη κυριαρχούν και εδώ, με την τυχαιότητα να παραχωρεί τη θέση της στην τεκμηριωμένη ανθρώπινη παραδοξότητα και αυτή με τη σειρά της σε μια νεωτερική και πολύτροπα αποδοσμένη οντολογία.

Ακολουθώντας το δικό του συγγραφικό τοπόσημο με εμμονή μοναχού και απεκδυόμενος κάθε ύφος, ο συγγραφέας συνεχίζει να εκπλήττει και να προκαλεί με τις δαιδαλώδεις, οφιοειδείς αλλά και απολύτως πειθαρχημένες μνημονικές συνάψεις και μεταπλάσεις του, μεταπλάσεις που χάρη στην ευρηματικότητα και στην πολυφωνία τους, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, διευρύνουν επιτυχώς τα όρια και τις προθέσεις της γραφής του, τόσο σε σχέση με το τι θα μπορούσε τελικά να είναι λογοτεχνία, όσο και ως προς την ίδια τη φύση του ιστορικού λόγου ως αφήγηση με συγκεκριμένη αφόρμηση και πλοκή. Εκκινώντας από τα Δολιανά, τον γενέθλιο τόπο του, και σ’ αυτά καταλήγοντας, ολοκληρώνει έτσι ένα πολυπλόκαμο σύνθεμα σπρώχνοντας μέχρι τα απώτερα όριά του τον διάλογο με τον λογοτεχνικό εαυτό του και τους ανά τους αιώνες προγόνους του, πιστό και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μορφή, με το φιλοσοφικό και γλωσσικό του πρόταγμα.

  

* Ήδη από το 1946, με το δοκίμιό του “The Idea of History”, ο Roger Collingwood υποστήριξε πως ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστοριογραφίας βασίζεται στη φαντασία του ιστοριογράφου, ο οποίος επινοεί ένα αντικείμενο όχι επιστημονικό αλλά αφηγηματικό.

 

                ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr, 8-5-2023

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/20294-voulgaris-nikitarou-mpetina

  

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου