Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Ανθούλα Δανιήλ

Μια ηρωίδα από τα υφάδια της ελληνικής ιστορίας

 Όνομα εμβληματικό ο Νικηταράς και, κατά συνέπειαν, και το εξ αυτού παραγόμενο θηλυκό η Νικηταρού. Η κατάληξη του ονόματος δηλώνει μεγέθυνση του χαρακτηριστικού που φέρει το όνομα. Είναι η προσπάθεια να μεγαλώσει σε κάτι πάρα πολύ μεγάλο και θαυμαστικό. Αφού όμως ο συγγραφέας την θέλει και Ελισάβετ, εκ του Ελίζαμπεθ και Ελιζαμπέτα, Μπέτυ και υποκορισμένο Μπετίνα, ουδεμία αντίρρηση.

Ο Κώστας Βούλγαρης επινόησε αυτή την ηρωίδα από τα υφάδια της ελληνικής ιστορίας, που όπως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά, έτσι κι αυτή μας παρουσιάζεται πάλι και πάλι, σε κάθε εποχή, και βρίσκεται πάντα μπροστά σε κάθε αγώνα. Μας θυμίζει την Ελλάδα του Ντελακρουά, όχι αυτήν στα ερείπια του Μεσολογγίου, αλλά την άλλη, στα οδοφράγματα του Παρισιού (το μοντέλο είναι το ίδιο), όπου ως Ελευθερία −liberté guidan le people− με το χέρι υψωμένο κρατάει τη σημαία, και πλάι της παραστέκει ένα χαμίνι, ο Gavroche, με δύο πιστόλια, ένα σε κάθε χέρι.

Κι εδώ προβάλλει το σύνθημα των υπερρεαλιστών, «η πιο υπερρεαλιστική πράξη είναι να βγεις στον δρόμο με δυο πιστόλια στα χέρια και να πυροβολείς ανάμεσα στο πλήθος». Πιστεύω αυτό το χαμίνι είχε στο νου του ο Μπρετόν, που δίδασκε την επανάσταση του καταπιεσμένου και απελπισμένου ανθρώπου, κι αυτό το αγόρι πλάι στην Ελευθερία-ιδέα, γυναίκα, ιστορία, ο μικρός Gavroche, είναι ο Βούλγαρης, που ανέλαβε να μιλήσει για τους προγόνους του εξ αίματος, εξ αγχιστείας και εκ πνεύματος.

Ο ρόλος των γυναικών στους αγώνες είναι γνωστός, οπότε καθόλου δεν μας ξενίζει ο χαρακτήρας της Νικηταρούς, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως η συμπερίληψη όλων των αγωνιστριών που πολέμησαν γενναία στις επάλξεις. Ως γυναίκα με αρρενωπό όνομα επιβεβαιώνει τη δυναμική παρουσία της στην ιστορία, ως απόγονος του Νικηταρά και Νίκη, αλλά και ως Μπετίνα πάλι βγαίνει ενισχυμένη με ανδρικά χαρακτηριστικά, και σε τούτο βοηθάει λοξά η ηχητική συγγένεια του ονόματός της με του Μπολιβάρ, λόγω του αρχικού ήχου, του εναρκτήριου μπ -μπαμ.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, στο ποίημα, το οποίο φέρει το όνομα του Λατινοαμερικανού στρατηγού, με τις πολυποίκιλες μεταμορφώσεις που του απέδωσε –είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί, του Αντωνίου Οικονόμου κλπ− νομίζω πως ενεφύσησε την ιδέα στον Κώστα Βούλγαρη, για να πλάσει την ιδέα της Ελευθερίας-Ελλάδας στη μορφή μιας Μπετίνας, την οποία θα συναντήσουμε στην Αρκαδία, στην Τρίπολη, στην Αθήνα, τη Βεσσαραβία, στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη και αλλού, στήνοντας έναν ακόμα πεσσό στον πύργο του βιογραφικού της. Το δεύτερο όνομά της πιστεύω πως ήταν απαραίτητο για τη διεθνή της καριέρα.

Ο Ελύτης στο Εν λευκώ, και ειδικά στα «Μικρά έψιλον», κάνει λόγο για την Μίλτα, την ιδέα αρχέτυπο αιωνιότητας που την βλέπει να κυκλοφορεί στους αιώνες, στη Θερμή Μυτιλήνης, στην Πάρο, στην Aix-en-Provence, στην Κόρδοβα, στο Ασουάν, στη Σέριφο… στο μέλλον θα την δούμε, λέει, στην Ιεράπετρα, στο Μαρακές, και κάπου τριγύρω στη Μεσόγειο.

Και ο Βούλγαρης, όπως κι ο Εγγονόπουλος και ο Ελύτης, εκκινούν από τα δικά τους χωρικά (από την Ύδρα ο Εγγονόπουλος, από τη Μυτιλήνη ο Ελύτης, από τα Δολιανά ο Βούλγαρης) για να περάσουν έπειτα στο παγκόσμιο στερέωμα. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Μπολιβάρ, η Μίλτα και η Μπετίνα συνδέονται και επικοινωνούν και οδηγούν τη σκέψη σε ξέφωτο.

Ως προς την εξωτερική της εμφάνιση, όπως περιγράφεται στο κείμενο, η Νικηταρού «περπατούσε αέρινα σαν θρόισμα το διάβα της» μελανηφορούσα, δηλαδή με φόρεμα μαύρο, όχι του πένθους αλλά του ονείρου, και άλλοτε με λευκό… Αυτή η εικόνα με ταξιδεύει σε άλλα, εμβληματικά πρόσωπα που βρίσκονται σε επιφανή κείμενα. Το ένα είναι οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διονυσίου Σολωμού, Σχεδίασμα Α΄, στο προλογικό κείμενο του οποίου βρίσκω μια παραλλαγή της Μπετίνας (παραθέτω θραύσμα):

«και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μια μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:». Πρόκειται για την Ελλάδα, τη Μούσα, την Ελευθερία και όποια άλλη αρχετυπική figura μπορεί να υποθέσει ένας ρομαντικός ποιητής.

Η άλλη έρχεται από τον Μπωντλέρ, με όλα τα παρεμφερή χαρακτηριστικά της. Πρόκειται για την «Passante», την «Περαστική». Ίδια περιβαλλοντική κατάσταση, θόρυβος, φόρεμα, μεγαλοπρεπές βάδισμα, εξωπραγματική… μια Donna Velata, μια ιδέα…

Ο δρόμος βροντοκόπαγε τριγύρω με ουρλιαχτά.

Ψηλή, λιγνή, στα ολόμαυρα –μεγαλόπρεποι πόνοι–

Μια γυναίκα προσπέρασε, την ούγια, το φεστόνι,

Με νάζι κι αρχοντιά πολλή κρατώντας σηκωτά·

Σβέλτη, περήφανη, χυτό σαν άγαλμα ποδάρι…

(μτφ. Αντώνης Πρωτοπάτσης)

 

Ο Κώστας Βούλγαρης είμαι σίγουρη πως έχει υπόψη του και τις δύο αυτές επιβλητικές γυναίκες, είτε κυκλοφορούν στο Μεσολόγγι είτε στο Παρίσι, και να πάλι ο Ντελακρουά σε διπλή ανταπόκριση.

Όσο για το πορτρέτο στο εξώφυλλο, έργο του Καζιμίρ Μαλέβιτς, Κορμός γυναικείου σώματος, με την περιγραφή του επενδύτη της (από τον Βούλγαρη) και με αυτό που δείχνει ο ζωγράφος, αισθάνομαι ότι πρόκειται για ένα εξελιγμένο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα χαρακτηριστικά του φύλου.

Το ανάλογο του αρχετύπου της Νικηταρούς, με άλλες προθέσεις, έχουμε στο έργο Ορλάντο της Virginia Goolf, όπου, ο/η Ορλάντο κυκλοφορεί στην Ευρώπη με διαφορετικά προσωπεία επί 400 χρόνια.

Έτσι, λοιπόν, η Νικηταρού, ανεξάρτητα από αυτήν που ποδοπατήθηκε από τα άλογα της βασιλικής άμαξας του Βασιλέως Γεωργίου το 1871 και χάθηκε το πρόσωπό της, σαν την Ελλάδα πέφτει και ξανασηκώνεται. Είναι αυτή για την οποία ξόδεψαν τη ζωή τους πολλά παλικάρια. Ο συγγραφέας δηλώνει ερωτευμένος μαζί της.

Και ανάβει ο πόλεμος. Και η μνήμη δεν είναι μόνο η επιστημονικά ιστορική αλλά και εκείνη η συνεπικουρούσα φαντασιακή, η οποία έστησε την παραμυθολογία της ιστορίας, με ένα φωτεινό σώμα να κινείται αδέσμευτο από τις συμβάσεις του χώρου και του χρόνου. Η παραμυθολογία διαθέτει ένα ατού που δεν διαθέτει η επιστημονική προσήλωση σε κάτι που είναι γεγονός έξω από τον γράφοντα. Ο ειδικός επιστήμων επιβάλλεται να είναι ψυχρός αντικειμενικός κριτής, ο παθών όμως όχι∙ όχι πως είναι καλύτερος, όχι πως καταργεί την επιστημονική προσέγγιση και αλήθεια, αλλά στα ιστορικά γεγονότα η εμπειρία υπερέχει, ό,τι και να λένε οι γραφές. Είναι η θεά Μνήμη, μητέρα των Μουσών, η οποία παραστέκει με τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο, για να επανέλθουμε στον Σολωμό, από το χάραμα κι ως όπου βυθά, από τη ανατολή του κόσμου του κι ώς όσο ζήσει.

Είτε κοιμάται είτε είναι ξυπνητός, ο παθών επεξεργάζεται το υλικό των ονείρων του και ό,τι έχει καταγραφεί και ό,τι έχει ο ίδιος πληροφορηθεί και σε όποιο συμπέρασμα έχει κατασταλάξει, κρίνοντας και εμπλουτίζοντας το υπάρχον με τη δική του συνεισφορά, μέγιστη η προσφορά, χτίζει τον μύθο-θρύλο της Μπετίνας.

Γι’ αυτό άλλωστε και η περιοδεία της στον χρόνο είναι και μεγάλη και συχνή.

Ο υπερρεαλισμός που δεν γνωρίζει εμπόδια και αφήνει ελεύθερη τη σκέψη να φέρει στο φως το κρυμμένο ή ό,τι η αγαπημένη φαντασία του συγχωρεί (παραφράζω τον Breton) επιτρέπει στον συγκεκριμένο λογοτέχνη ή ιστορικό (στην ουσία δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, όταν τον εμπνέουν τα γεγονότα, δες τους Πέρσες π.χ. του Αισχύλου), να καταργήσει τα όρια της λογικής σειράς, να ανατρέψει τους κανόνες που χωρίζουν τους ζωντανούς από τους πεθαμένους και να παίξει το παιχνίδι με δικούς του όρους. Ό,τι έχει πετάξει η ιστορία στα ρείθρα των ποταμών, εκείνος σαν πολύτιμο κτέρισμα το έχει αποθησαυρίσει.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μια ιστορία, δημιούργημα υγιούς ιστορικής φαντασίας, που γεννιέται την ώρα που γράφεται, με υλικά της πραγματικότητας, γι’ αυτό και είναι πιο αυθεντική από την άοσμη του εργαστηρίου. Κι έτσι το απαραίτητο παρελθόν που απαιτείται κυκλοφορεί ως παρόν και μοιάζει να είναι η μόνη ελπίδα για το μέλλον. Είναι «η μεγάλη υπόσχεση που εξακολουθεί να υπάρχει κι αφού εκπληρωθεί», έλεγε ο Breton στα 1953.

Στα πρόσωπα της ιστορίας συμπεριλαμβάνεται ο Νικήτας, η Ελισάβετ, δηλαδή η Νικηταρού, η Δημοτική Μούσα και ο Ιωσήφ, αλλά στις γραμμές πίσω από την επιφάνεια θα εμφανιστεί, όπως ήδη φάνηκε, ο Κολοκοτρώνης και όλη η γενιά του… Ερώτημα: το είπε πράγματι ο μέγας Γέρος ότι το ελληνικό κράτος θα είναι μέχρι τον Ισθμό γιατί από εκεί και πάνω οι άνθρωποι «δεν εννοούσαν» τους στόχους της επανάστασης;

Ο αναγνώστης, γνώστης των βιβλίων του Βούλγαρη, έχει καταλάβει πως πρέπει να διαβάζει τον Βούλγαρη λοξά. Να αποδέχεται τη μυθική μέθοδο και την παραϊστορική τεκμηρίωση. Σαν να μας δείχνει πίνακα ζωγραφικής και να μας λέει, μην σπαταλάτε τα μάτια σας στην κύρια εικόνα· στις αθέατες λεπτομέρειες παίζεται το παιχνίδι… Σε τελευταία ανάλυση τα γεγονότα είναι γνωστά, οι προθέσεις δυσδιάκριτες, τα αποτελέσματα ανάλογα με τα συμφέροντα και όποιος θέλει πιστεύει ό,τι θέλει. Και όσο η γοητευτική αφήγηση εξελίσσεται και πυκνώνει και εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, τόσο και ο αναγνώστης βυθίζεται στο μύθο και ας μην το ξεχνάμε ποτέ, ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας. Δηλώνει, άλλωστε, λάτρης της αλχημείας.

Η αφήγηση του Βούλγαρη είναι ποταμός, στον οποίο εκβάλλουν πολλά ρυάκια και καθένα σέρνει στην κοίτη του διαφορετική ιλύ, πετρώματα και λάσπη.

Ωσεί ιντερμεδίων παρεμβαίνουν ιστορικές πληροφορίες από το μέτωπο· ποιο μέτωπο; Οι Αρκάδες φεύγουν έφιπποι, τα άλογά τους επιστρέφουν, «σέρνονται με κατεβασμένο τον λαιμό τους, με μάτια γεμάτα αγωνία… επήγαν, πολύ μακριά χλιμίντρισαν στις όχθες του Σαγγάριου, και τώρα επιστρέφουν πτοημένα», χωρίς αναβάτη, για να δείξουν πως η δόξα τους πια παρήλθε, θα συμπλήρωνε ο Οδυσσέας Ελύτης.

Στα ιντερμέδια αναφαίνονται, έξω από το κύριο σώμα της αφήγησης, τα γεγονότα, μικρά ή μεγάλα, τα οποία στον γεωφυσικό χάρτη της ψυχής δηλώννται με κόκκινο βαθύ κρυμμένο σε μια ρεματιά, καλυμμένο από παπαρούνες που σε κάνουν να ξεχνάς ότι ο ρόλος της παπαρούνας είναι δηλωτικός πάθους-παθήματος ή παραμυθητικός, κατευναστικός, πάντως όχι διακοσμητικός.

Κι έρχεται ο εμφύλιος και οι εκτελέσεις και το κάψιμο των σπιτιών, οι διακορεύσεις των κοριτσιών, οι εκτελέσεις των πολιτών, τα αντίποινα, τα χέρια σύρριζα κομμένα, στα χαντάκια σπαρμένα, τα σώματα στα δέντρα ορθά καρφωμένα, τα ρούχα κοκαλωμένα. Είναι τα δέντρα που κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν, λέει ο Ελύτης (Το Άξιον Εστί, «Τα Πάθη» η΄).

Σ’ αυτά τα μέρη δεν είναι δυνατόν να μη θυμηθεί τον Άγγελο Τερζάκη (παρακάμπτουμε τα σχόλιά του), και πάμε στο πιο εμβληματικό έργο στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος, την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ, όπου αναπτύσσεται όλη η μεσαιωνική ιστορία της Πελοποννήσου, ενώ το προηγούμενο Χρονικόν του Μορέος έχει βάλει τις βάσεις στην υπόθεση της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα.

Αμέσως μετά, λες και αλλάζει θέμα, μπαίνει στην ιστορία ο Πιτιγκρίλι, οι κομψοί, ανώδυνοι και ανωφελείς διάλογοι, το φλερτ και η μουσική − «εκείνη έχει μεταμορφωθεί σε παλλόμενη άρπα, με χορδή τη συνείδησή μου». Αν δεν ξέρεις τον άνθρωπο, θα πεις πως ο Βούλγαρης ξεφύτρωσε από κανέναν πίνακα του Φραγκονάρ. Γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε πως κι αυτά ο Πιτιγκρίλι τα έλεγε. Κι ενώ, για πολύ, η Μπετίνα έχει ξεχαστεί, να την πετιέται, που θα έλεγε κι ο Γιάννης Ρίτσος, για να δώσει την ευκαιρία στον Βούλγαρη να σχολιάσει ή να μην σχολιάσει έναν αγαλματένιο έρωτα, μια σκέψη του Ψελλού κι έναν χρησμό της Μπετίνας: «Μην συναυξήσεις την ειμαρμένην…».

Η ειμαρμένη της Ελλάδας είναι η ερήμωση της επαρχίας, και ο τουρισμός η ένεση για να μην πεθάνει. Και ο τουρισμός απαιτεί το κραυγαλέο· στην ιστορική Δημητσάνα οι μπαρουτόμυλοι κερδίζουν το ενδιαφέρον, η πλούσια Βιβλιοθήκη όχι.

Οι πρόγονοι, οι ήρωες, εκείνοι που πολέμησαν κι άλλοι που σε άλλα επιτηδεύματα σταδιοδρόμησαν, οι προτιμώμενοι λογοτέχνες και φίλοι εμφανίζονται σε κάθε σελίδα σχεδόν και όλοι θα καταθέσουν ανθάκι στο βάθρο της Μπετίνας. Το όνομα όμως που ακούγεται με μεγάλη τιμή είναι ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, η δράση του, ακόμα και ο σουγιάς του ακόμη που έχει τη δόξα του ονόματος: Κολοκοτρωναίικος. Ο Κολοκοτρώνης, λοιπόν, αυτός είναι η Ελλάδα και δικαίως αρκεί και μόνο το όνομά του για να ανατριχιάσουν τα Δολιανά και η φύση όλη. Τέλος, με μια εκδρομή θα επανέλθει σε κάθε τοπόσημο αυτής της πατρώας γης· εδώ γεννήθηκε ο Γκάτσος, εκεί έζησε ο Σινόπουλος, εκεί σταμάτησε ένας τρίτος, εκεί πορεύομαι κι εγώ με την Μπετίνα πάντα πλάι μου…

Έτσι και η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος, λέει ο Εμπειρίκος, και αυτή την εκδρομή συνεχίζει ο Κώστας Βούλγαρης, στον τόπο, στον χώρο και στη γλώσσα, με την Μπετίνα που του παραστέκει πάντα αειθαλής και αγέραστη, ίδια και αλλιώτικη.

 

ηλεκτρονικό περιοδικό fractalart, 12-4-2023

https://www.fractalart.gr/i-nikitaroy-poy-ti-lene-mpetina/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου