Ά |
Προϋπόθεση για κάθε φιλόδοξο, και εν
δυνάμει σημαντικό λογοτεχνικό βιβλίο,
είναι μια υπόρρητη εικόνα για την όλη λογοτεχνία. Διά της γραφής του, να
αξιολογεί αισθητικά και να αναδεικνύει γραφές, ως κατ’ αυτό σημαντικές, μεταξύ
των όντως σημαντικών.
Αυθαίρετη η επιλογή; Βεβαίως∙ όμως παραγωγική και εκ των ων ουκ
άνευ. Γιατί από εκεί πιάνει το νήμα, μ’ εκείνες τις γραφές συνδιαλέγεται και
αναμετράται ένα τέτοιο βιβλίο. Δεν υπάρχει γραφή εν κενώ, δεν υπάρχει
παρθενογένεση. Η ιστορία της τέχνης είναι μια ακολουθία μορφών και αισθητικών
επιλογών.
Ο |
Θανάσης Βαλτινός και ο Γιάννης Πάνου, επιλέγοντας να κάνουν μεταμυθοπλασία, υπόρρητα προέκριναν την τεκμηριωτική πανδαισία της “Πάπισσας Ιωάννας” του Ροΐδη (και όχι τη γραφή του Παπαδιαμάντη ή του Βιζυηνού), τη διακειμενικότητα της γραφής του Μπόρχες και του Τζόις (και όχι τη γραφή του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ ή του Φώκνερ), την πολυφωνικότητα του Ντοστογιέφσκι (και όχι τη γραφή του Τολστόι), την ειδολογική ρευστότητα της “Γυναίκας της Ζάκυθος” (και όχι τη μονότροπη και μονολογική γραφή του Κάλβου), προέκριναν δηλαδή μια «αυθαίρετη», αξιολογική εικόνα της λογοτεχνικής παράδοσης. Δεν πρόκειται για αμετροέπεια, αλλά για το δημιουργικό ρίσκο της τέχνης.
Α |
υτές οι
παραδοχές ήταν εκ των ων ουκ άνευ, ώστε να κάνουν μεταμυθοπλασία, δηλαδή το
λογοτεχνικό είδος που θεώρησαν ότι συνιστά τη λογοτεχνία του ιστορικού παρόντος,
ότι συνομιλεί εκ των έσω με το σύγχρονο κοσμοείδωλο (Βαλτινός) ή και
αντιπαρατίθεται σ’ αυτό (Πάνου). Πώς; Διά της μορφής που κομίζει η γραφή
τους.
Ένα στοίχημα ανοικτό, που όμως απαντά
στην κόπωση του ακμαίου μοντερνισμού, ανταποκρίνεται στο αίτημα αλλαγής
παραδείγματος.
Βαλτινός και Πάνου, παραλαμβάνουν
κάποιες τεχνικές, όμως τις εξελίσσουν, τις γενικεύουν και τις καθιστούν δικό
τους αισθητικό πρόταγμα, ο καθένας κάνοντας κάτι διαφορετικό, μέσα όμως στο
ίδιο ρεύμα, με βάση τις ίδιες παραδοχές, τα ίδια ρίσκα, την ίδια λογοτεχνική
μορφή.
Ο Βαλτινός έφτιαξε το λογοτεχνικό του
σύμπαν με τις φωνές και τις εικόνες καθημερινών ανθρώπων, κυρίως της υπαίθρου, ο
Γιάννης Πάνου με φωνές και σπαράγματα από την ιστορία των ιδεών και των
επιστημών.
Και οι δύο, όμως, φωνές και εικόνες της
ιστορίας ανασύρουν, ανασυνθέτουν και μας παραδίδουν, ένα πολυφωνικό σύμπαν
φτιάχνει ο καθένας τους, πραγματώνοντας τη μεταμοντέρνα τομή στην πεζογραφία
μας.
Χωρίς λογοτεχνικούς «ήρωες» (μονολογικό
υποκατάστατο του θεού, του πολιτικού αρχηγού, του ταγού), φτιάχνουν μια μεγάλη
αφήγηση, υπονομεύοντας, και οι δύο, την αντίληψη του «τέλους των μεγάλων
αφηγήσεων», έστω και με διαφορετικό πολιτικό πρόσημο ο καθένας τους.
Στο ύφος του
Βαλτινού προεξάρχει η προφορικότητα, σε εκείνο του Πάνου η διανοητικότητα. Όχι
όμως η −δαιμονική στον Ροΐδη− ειρωνεία και ο σαρκασμός. Σοφά ποιούντες,
επέλεξαν άλλες ατραπούς. Αλλιώς θα είχαν ακυρωθεί, ως θλιβεροί μιμητές.
Μ |
εταμυθοπλασία
επέλεξα να κάνω κι εγώ, με τις ίδιες παραδοχές, προσθέτοντας όμως, στην
προγονική ακολουθία και στο γλωσσικό σύμπαν, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, με την
τραγωδία του “Χριστός πάσχων”, και στη συνέχεια τον Κωνσταντίνο Σιμωνίδη, με
την “Συμαΐδα” του.
Ήδη στο πρώτο
βιβλίο μου, και πιο έντονα και συστηματικά στα επόμενα, το κύριο και εμφανές χαρακτηριστικό
της γραφής μου ήταν η γλωσσική ανομοιογένεια και διακύμανση, η πολυφωνικότητα,
η ανοικειότητα. Μέσα στην ιστορία της γλώσσας, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες
και παροντικές, μέσα από την πόλωσή τους και τις διαπλοκές τους, τα βιβλία μου αφηγούνται
την ιστορία, και το καθένα την ιστορία του.
Είναι ένας
δρόμος διακριτός, από εκείνον του Βαλτινού ή του Πάνου, με την ίδια όμως
τεχνική και τον ίδιο στόχο: τη «μεγάλη αφήγηση».
Αυτό συμβαίνει και στο ανά χείρας
βιβλίο. Το ίδιο το κείμενό του, νομίζω πως έχει ενσωματώσει την αισθητική
φιλοδοξία το βιβλίο να είναι σημαντικό, μιλώντας την ιστορία της νεωτερικότητας,
μέσα στην ιστορία της γλώσσας.
Θα είναι; Ή
θα περιπέσει, ίσως μαζί και με όλα τα προηγούμενα βιβλία μου, στη σπλαχνική
λήθη; Ίσως μαζί και με όλο το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας; Ίδωμεν. Πάντως, τα
τόσα και τόσο σημαντικά κείμενα που έχουν γραφεί και γράφονται για τη
μεταμυθοπλασία, καθώς και για τα βιβλία μου, ενδεχομένως ευοίωνη προδιαγράφουν
την τύχη τους. Υπάρχει άλλο κριτήριο ή, έστω, άλλη απαντοχή και προσδοκία της
ίδιας της γραφής;
Τ |
ο θέμα όμως
δεν είναι η τύχη του βιβλίου μου. Γιατί η ανθρώπινη και κατανοητή ματαιοδοξία, που
τώρα γιγαντώνεται και από τα εκατοντάδες «εργαστήρια δημιουργικής γραφής», δεν
αρκείται πια στην έκδοση ενός συμβατικού βιβλίου και στην «προώθησή» του. Επιζητεί, με πρωτόγνωρο θράσος να υποκαταστήσει τη
λογοτεχνία ως τέχνη, με ανείπωτη βουλιμία να την κατασπαράξει, με εντεινόμενη μανία
να την εξαφανίσει.
Το ίδιο συμβαίνει
στα εικαστικά, όπου οι έστω και υπεράριθμοι απόφοιτοι σχολών καλών τεχνών
εξομοιώνονται με τους αμέτρητους γραφίστες, κεραμίστες και άλλους διακοσμητές,
το ίδιο συμβαίνει με τους χιλιάδες αποφοίτους δραματικών σχολών και σχολών
θεατρολογίας, μουσικών γυμνασίων και συνοικιακών καφωδείων ή σχολών χορού, με
το κινητό τού καθενός που νομίζει ότι «φωτογραφίζει» ή «κινηματογραφεί»
στιγμιότυπα. Το νεότευκτο «δικαίωμα στη ματαιοδοξία».
Η φιλοδοξία του καλλιτεχνικού έργου σπανίζει, απωθείται και πνίγεται μέσα
στην πλημμυρίδα της υποκατάστασης και της συμβατικότητας, η αισθητική αρτίωση αποτελεί
πλέον εκζήτηση, είναι passé. Τα απόνερα
της μεταμοντέρνας συνθήκης.
Ό |
λη αυτή, η πρωτόγνωρη
διεύρυνση του πεδίου του πολιτισμού, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του
γενικού μορφωτικού επιπέδου και στην οικείωση με την τέχνη, να την κάνει πιο
«δημοκρατική».
Όμως, σήμερα, το πεδίο του πολιτισμού δεν έχει
καμιά σχέση με παλαιότερες λειτουργίες και εκφάνσεις του, όπως ο λαϊκός
πολιτισμός κ.ά. Είναι ένα πεδίο πλήρως εμπορευματοποιημένο, έστω και μίζερα.
Πλέον, ο πολιτισμός παρέχει αφειδώς
«ταυτότητες», οι οποίες υποκαθιστούν τους κοινωνικούς προσδιορισμούς, καθώς και
ποικιλώνυμες «δράσεις», οι οποίες υποκαθιστούν κάθε κοινωνική δράση και
αντίδραση στην εξουσία, παρέχει μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας απέναντι στην τέχνη.
Έτσι, όμως, δεν
υπονομεύεται μόνο η λεγόμενη «υψηλή τέχνη». Όταν χιλιάδες δηλώνουν ποιητές, δεν
πλήττεται μόνο ο Σολωμός αλλά, κυρίως, οι καλοί ποιητές του παρόντος, που
εξομοιώνονται με τους στιχοπλόκους.
Η |
τέχνη, διά
της μορφής της, μας προσφέρει έναν τρόπο να δούμε τον κόσμο και τη ζωή, «υπό
λοξή γωνία», ενώ ο πολιτισμός αναπαράγει το ισχύον κοσμοείδωλο, τις σχέσεις
εξουσίας, ακόμα κι όταν θεματολογικά είναι «ριζοσπαστικός» («περιεχόμενο», δίχως
ισχυρή καλλιτεχνική μορφή, είναι απλώς φλυαρία). Η τέχνη ενδεχομένως χειραφετεί, ο πολιτισμός, αυτός ο πολιτισμός,
καθηλώνει, εμπεδώνει την κυρίαρχη αντίληψη του κόσμου, και βέβαια συνάδει με
την προϊούσα μετάλλαξη της πολιτικής σε επικοινωνία, τακτικισμό και
δικαιωματισμό, συνάδει με την απώλεια κάθε κοινωνικής και ιδεολογικής
οργανικότητας του πολιτικού πεδίου, με την απουσία μιας στρατηγικής εν δυνάμει χειραφέτησης.
Ο πολιτισμός σήμερα
είναι μια παρενδυσία της τέχνης, μια κοινωνική νεύρωση, και βλέπει την τέχνη ως
αντίπαλό του, γιατί αυτή όντως αποτελεί τεκμήριο των ορίων του, η ύπαρξή της
τον απομυθοποιεί, απέναντί της εξανεμίζονται οι πολιτιστικές «ταυτότητες».
Ζ |
ούμε μια
γενικευμένη κρίση νοήματος. Το βιβλίο μου ξεκινά από τις απαρχές της προόδου,
με τη διαπίστωση ότι η μεσσιανική αντίληψη της αενάου προόδου υπήρξε όντως ο
εφιάλτης της ιστορίας, και τόσα δεινά επέφερε η κυριαρχία της, με τις
εναντιοδρομίες μονολόγων των αντίκλητών της, με μόνη προσφερόμενη διαφυγή τις ατελέσφορες
«απελευθερώσεις» σωμάτων και αισθημάτων.
Και συνεχίζει το βιβλίο με μια
δεύτερη διαπίστωση, πως, όλο αυτό το διάστημα, η τέχνη υπήρξε όντως ένας
εφιάλτης της προόδου, μια ρωγμή ελευθερίας κι ένα αποκούμπι για τα θύματά της.
Μέσα στη μεγάλη διάρκεια της παρούσας
κρίσης, που κι αυτήν το βιβλίο μου την ψαύει διά της γλώσσας, αναζητώντας ένα
πρόταγμα χειραφέτησης, ο πολιτισμός είναι, όντως, εφιάλτης της τέχνης.
Με βάση αυτές
τις παραδοχές συνέθεσα το βιβλίο,
το οποίο,
φυσικά, λέει και κάνει τα δικά του... Κ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου