Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Κριτικές, παρουσιάσεις, σημειώματα

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Κάθε βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, τα τελευταία χρόνια, έχει αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση στη θεωρητική σκέψη, όπως την ξέρουμε στην Ελλάδα. Και μπορεί κανείς να έχει ενστάσεις ως προς τη γραμμή που προσεγγίζει κάποια πράγματα, αναγνωρίζει όμως στο έργο του τη σφραγίδα της αστραφτερής έμπνευσης και το πάθος ενός ακούραστου δημιουργού.

Το παρόν βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό αφήγημα, που αφορά στην Ιστορία της νεωτερικότητας, με κατάληξη τη σύγχρονη εποχή "των ερειπίων" (όπου ο θάνατος των ιδεών, των αξιών, των αυθεντικών διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά και της ίδιας της λογοτεχνίας, απαξιώνει το ανθρώπινο ον και τη έννοια της αληθινής ζωής).

Να πω μόνον αυτό: Ο φλογερός έρωτας του Βούλγαρη για τη γλώσσα και η μεγάλη εξοικείωση που έχει με ιδιώματα διαφόρων εποχών (Ροΐδης, Παπαδιαμάντης) χτίζουν στο μεταμυθοπλαστικό αυτό αφήγημα εκείνη τη θαυμαστή διάλεκτο που μας παρασύρει συγκινησιακά, όχι προς μια λόγια σκηνή, αλλά προς ό,τι ονομάστηκε "ελληνική ρίζα", "κάλλος" και "γλωσσικό φάος" ενός λαού. Χρήσιμη "αναδρομή" για τους αναγνώστες και εργαλείο γνώσης για τους νέους συγγραφείς, οι οποίοι συνήθως μιμούνται τα ξένα πρότυπα.

Περισσότερα μετά την ανάγνωση του βιβλίου.

Καλοτάξιδο, Κώστα

Facebook, 10-3-2025

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

Γενναιόφρων ο συγγραφέας που απεκδύεται τα ιμάτια τής εποχής του διεκδικώντας ένα και μόνον αξίωμα: τής διαχρονικής αυθεντικότητας ήτις επιτρέπει την θέασιν των ανθρωπίνων ως πτήσεις σμήνουν πουλιών που προμηνύουν πολιτισμική καταιγίδα.

Ιδιόλεκτος πεποιημένη, όπως του Βιτσέντζου Κορνάρου ή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Χορτάτση ή του Μιχαήλ Ψελλού, των βυζαντινών υμνογράφων, οι οποίοι με την τεχνικήν τού «κέντρωνος» ενσωματώνουν, διασώζουν, μεταβολίζουν κι αναπλάθουν, εκσυγχρονίζουν και μετασχηματίζουν ρήσεις αρχαίων με απαιτήσεις γνωμικών (sententia).

Ο μετά το μεταμοντέρνο (και παρά την περιρρέουσα «πολιτική-γλωσσική ορθότητα» ενός άκριτου-άκρατου λαϊκισμού) εγκιβωτισμένος συνδυασμός καθαρεύουσας με ρέουσα δημοτική λαλιά συμβάλλει σε μια συνδημιουργική συνομιλία μεταξύ λογίας καθαρεύουσας και παραδοσιακής δημοτικής προσωδίας.

Ο διανοητής πεζογράφος τού εικοστού πρώτου αιώνα Κώστας Βούλγαρης ακολουθεί την μακρά παράδοση των αρχαίων Σχολιαστών, χάρη στους οποίους έφτασαν έως εμάς όχι μόνον οι «Υποθέσεις» δραμάτων αλλά και ολάκερα αποσπάσματα, που μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα στη Συλλογική Συνειδητότητα, ανεξάρτητα από τις μακροδομές στις οποίες εμπεριέχονται.

Ανοικείωση και διακειμενικότητα, προφορικότητα τε και δραματικότητα, συνεπιφέρουν ένα ιδιότυπο (απολύτως διακριτό) ύφος, που υπερβαίνει στην «Προμηθέα» τα ειδολογικά όρια και την κατατάσσει στο υπερκειμενικό υβριδικό ενοποιημένο ενεργοπληροφοριακό πεδίο τής Αφήγησης στα χρόνια τής Τέταρτης Ρομποτικής και Πέμπτης Κβαντομηχανικής «Βιομηχανικής» Επανάστασης.

Ο Κώστας Βούλγαρης ανακεφαλαιώνει και συμπεριλαμβάνει προγενεστέρους και συγχρόνους που τον επηρέασαν αγγίζοντάς τον θυμικώ τε τω τρόπω δια της γραφίδος των.

Αυτή είναι κι η μαγεία ενός πανοραμικού πονήματος που δεν διεκδικεί φιλελεύθερες πρωτοτυπίες ή διαφωτιστικά εύσημα. Δεν είναι διδακτικός ο λόγος του μήτε καταφατικός. Επιφατικός μάλλον, ουδέποτε εμφατικός, αλληλέγγυος προς όλους τους πνευματικούς συνοδοιπόρους του, ο Κώστας Βούλγαρης αναγνωρίζει, σέβεται, τιμά, εκτιμά κι αγαπά κάθε πνευματικό εργάτη στον απέπλιδα αλλά ουχί εισέτι απεγνωσμένο αγώνα του για την αυθεντική κραυγή ενός αρχετυπικού Munk εν εξελίξει.

Η σύνδεση Γραμμάτων και Τεχνών στην ποιητική τού Κώστα Βούλγαρη είναι οργανική, αυθεντική ανάγκη μιας ψυχοσωματικής οντότητας που τείνει προς την αποπνευμάτωση μιας Ύλης που δεν καταφρονά αναγνωρίζοντας έτσι – εμμέσως πλην σαφώς – το θείον εντός της. Παγανιστική αντίληψη ζωής, απόρροια τού εν Αρκαδία βίου του και τής εν Αθήναις πολιτείας του.

Ο Κώστας Βούλγαρης επαναφέρει στην αποστεωμένη από μυθολογικό πυρήνα σύγχρονη Πεζογραφία την ποιητική παραμυθία μαζί με την εύρυθμη προσωδία μιας αδόμενης λαλιάς με χορευτικές προεκτάσεις. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα είναι μάλλον ποιητικό παρά στεγνά «πεζολογικό», ακριβώς όπως η παπαδιαμάντεια «Φόνισσα» κινείται ανάμεσα αρχαίας τραγωδίας και μεσαιωνικής δημοτικής παραλογής.

Το Βυζάντιο, είτε το θέλουμε είτε όχι, απαγόρευσε μεν τις «εθνικές» λατρείες στο σύνολό τους, ποινικοποίησε το θέατρο, μετέτρεψε τον Ιππόδρομο σε ρωμαϊκού τύπου αρένα, διέσωσε όμως έναν ανεκτίμητο γλωσσικό πολιτισμικό πλούτο δια της Θείας Λειτουργίας. Ψέλνοντας έμαθε λαγαρά ελληνικά ο Παπαδιαμάνης. Ο Κώστας Βούλγαρης επιτυγχάνει την επιθυμητή «Ανοικείωση» υπερβαίνοντας εσκεμμένα τα εσκαμμένα.

Όσο για τον τίτλο με το θηλυκό άρθρο «Η Προμηθέα» παραπέμπει στον εισαχθέντα υπ’ εμού νεολογισμό «Η μητρίδα» (κατά το «πατρίδα).

Είπαμε, ότι όλα τα πηγάδια συγκοινωνούν ως δοχεία που εμπλουτίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα κι εμπλουτίζονται από τα φερτά υλικά που συναποκομίζουν.

Όσο για την κριτική ενασχόληση τόσο τού συγγραφέα Κώστα Βούλγαρη όσο και του γράφοντος (συνεργάτη στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης εφημερίδας «Η Αυγή»), είναι θαρρώ καιρός να μεταλαμπαδιάσουμε την λεγομένη «μετά-αφήγηση» και στην Κριτική, αλλιώς θα βουλιάξουμε όλοι μαζί σε θολά νερά ανέμπνευστων κι ανερμάτιστων πανεπιστημιακών papers (κι «ο νοών νοείτω»).

Ο Κώστας Βούλγαρης είναι ανοικτός, ευεπίφορος, συμπεριληπτικός και γενναιόδωρος προς όλες και όλους οίτινες κομίζουν κάτι καινούργιο στα νεοελληνικά Γράμματα και τις Τέχνες. Δεν αποκλείει, δεν δογματίζει, δεν επιχωριάζει. Ακριβώς όπως ένας προοδευτικός αριστερός οφείλει και θέλγεται να πράττει. Τον ευγνωμονούμε όλοι όσοι διαβάζουμε τα κείμενά του, φωτισμένα με ένα φως που θα χαρακτηρίζαμε «υπερβατικό» εάν δεν ήταν τόσο υλοενεργειακά προσανατολισμένο προς τον Άνθρωπο και την Ελευθερία τής Έκφρασής Του.

Ένα πόνημα για πολλαπλές επί-σκέψεις, για επίμονες ανά-γνώσεις το καλοδομημένο αυτό βιβλίο με την γεωμετρική λογική τής συμπαντικής «χρυσής τομής».

Ας διαβάσουμε προτείνω τα «Περιεχόμενα» ως μεταδεδομένα ποιητικών ρυθμολογικών αξιώσεων:

 

Προοίμιο

Ο εφιάλτης της προόδου υπήρξε…

Αφού διά της αυτογαμίας…

Τιμιοτέρα γαρ…

Είναι προς την πατρίδα χρέος…

Η κατατρόπωση του εχθρού, έρωτες…

Ο παράκλητος εφιάλτης της τέχνης…

Μετά την κατεδάφιση…

Στον καιρό της ανέχειας…

Απέλπιδες…

Προϊόντος του χρόνου…

Ως αττικός λίθος…

Έτσι του κόσμου η τάξη…

Εις του μεταχθές την μεγάλη διάρκεια…

Επίμετρο

Ευχαριστίες και οφειλές.

 

Ακόμα κι ως «ετικέτα» παλαιού σχολικού τετραδίου μάς θέλγει προτρέποντάς μας να συνδημιουργήσουμε – ως επαρκείς αναγνώστες – το δικό μας ψηφιδωτό «μετά-αφήγημα» συνομιλώντας με την εποχή μας δια του γραπτού γλωσσικού κώδικα.

Ας δούμε όμως πώς επιλέγει (συγγραφέας και εκδότης) να δηλώσουν τη συγγραφική πρόθεση αποσπασματικά και περιληπτικά (δίκην σχολιαστικής – αλλά ουχί τε σχολαστικής – Υποθέσεως):

«Εζήλωσεν δόξαν Προμηθέως. Υποσχέθηκε πως θα φωτίζει το μέλλον της ανθρωπότητας, και μάλιστα ες αεί: η πρόοδος.

Σκιαγράφηση της αντιφατικής διαδρομής της προόδου, από τον Καρτέσιο και τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τη σοβιετική εποχή – που ανατέμνεται μέσα από τη ζωή και το έργο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς – φθάνοντας στη σημερινή γενικευμένη κρίση:

“Νυν, στον καιρό της ανέχειας, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, η πρόοδος αβαθώς και ασκέπτως παρασιτεί, διά σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα…”

Μια λογοτεχνική αφήγηση για τον ιστορικό κύκλο της νεωτερικότητας, ο οποίος κλείνει στις μέρες μας, αφήνοντας ερείπια: ιδεών, ανθρώπων, κοινωνικών σχέσεων.

Μια πολυφωνική μεταμυθοπλασία, όπου η ίδια η γλώσσα, μέσα από την ιστορία της, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες και παροντικές, διαλέγεται με την πραγματικότητα, αναζητά ένα νέο πρόταγμα:

“Προσώρας, την μορφή του μόνο γνωρίζω, αυτή δε πολυαίμακτος, ως της ποιήσεως ο γλωσσοτροπισμός, και αχαλίνωτη, ως της ιστορίας η άλογος δύναμη, και διαυγής, ως των ιδεών η ευγενής επιδίωξη, και φυσική, ως της νεαράς λαχανοπωλητρίας η υπόδροσος χάρη…».

 Σοφόν το σαφές και διαγεύστερον προσηνές ουκ έστι εισέτι…

Περι ου, 5-4-2025

 

Ευσταθία Δήμου

Tο νέο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, Η Προμηθέα, έρχεται για να βαθύνει τον τρόπο με τον οποίον ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τη μυθιστορηματική γραφή και για να χαράξει ευκρινέστερα το περίγραμμά του ως ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της μεταμυθοπλασίας στην Ελλάδα. Ο όρος, γνωστός ήδη από τη δεκαετία του 1970, αναφέρεται όχι τόσο σε έναν διαφορετικό προσανατολισμό της μυθιστορηματικής γραφής όσο, κυριολεκτικά, σε μια διαφορετική φιλοσοφία, μια διαφορετική λογική στην προσέγγιση και τον χειρισμό του μυθιστορηματικού υλικού. Πρόκειται για την επίδοση στην αφηγηματική σύνθεση με σαφή την πρόθεση του συγγραφέα να φωτίσει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο η σύνθεση αυτή μεθοδεύεται. Πρόκειται, επίσης, για μια έκδηλη τάση προς την αυτοαναφορικότητα της γραφής, προς την απελευθέρωση της μυθιστορηματικής ύλης έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να δείξει στον αναγνώστη την κατασκευή της, να τον καθοδηγήσει ώστε να αντιληφθεί και να απολαύσει όχι τόσο το αποτέλεσμα όσο τη μέθοδο διευθέτησής της. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια πραγματική επανάσταση, που δεν αφορά μόνο τη λογοτεχνία αλλά και την ίδια τη ζωή, με το κέντρο βάρους να μετατίθεται από το πώς υπάρχει κάτι στο πώς παρουσιάζεται κάτι, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το περιεχόμενο οικειώνεται τη μορφή μέσα από έναν άλλο δρόμο.

Ο Βούλγαρης, άλλωστε, έχει και στα προηγούμενα έργα του καταφύγει σε αυτή τη μεταμυθοπλαστική πρακτική που εκδηλώνεται ως ρευστότητα και πολυφωνία, ως ανομοιογένεια και ανοικείωση. Χαρακτηριστική είναι η αφηγηματική του σύνθεση Το εμφύλιο σώμα, την οποία ο δημιουργός έρχεται τώρα, με την Προμηθέα, να προεκτείνει, διαμορφώνοντας ένα νήμα που συνδέει το τελευταίο κεφάλαιο του προγενέστερου έργου με το κειμενικό σώμα του παρόντος, πάνω στην κοινή βάση της πολυφωνικής μεταμυθοπλασίας. Ο προσδιορισμός «πολυφωνική» έχει ιδιαίτερη αξία. Δείχνει ακριβώς την πρόθεση και την απόληξη της δημιουργίας που δεν έγκειται τόσο στη διαλογικότητα –παρόλο που και αυτή αποτελεί συστατική αρχή της δημιουργίας– όσο στην ελευθερία, νοούμενη ως αναδιαμόρφωση των όρων και των ορίων της αφήγησης, ως αναδιευθέτηση και επανένωση των λογοτεχνικών φωνών κατά τρόπο συμφιλιωτικό.

Η έννοια της ελευθερίας συνδέεται με μια σειρά από πρακτικές που έχουν στον πυρήνα τους τη συμπερίληψη, το άνοιγμα δηλαδή του δημιουργού στον λογοτεχνικό χωροχρόνο και το μακρύ και απολαυστικό ταξίδι του μέσα σε αυτόν. Ένα ταξίδι που αποκτά τη δυναμική του χάρη στους σταθμούς που πραγματοποιεί ο συγγραφέας και οι οποίοι τον τροφοδοτούν με τα εφόδια εκείνα που του είναι απαραίτητα, προκειμένου να φτάσει να δημιουργήσει και αυτός τον δικό του σταθμό, να γίνει σημείο αναφοράς και δημιουργικότητας. Θα μπορούσε να κάνει κανείς λόγο για διακειμενικότητα, θέλοντας να αναφερθεί στις ετεροαναφορές που πραγματοποιεί ο δημιουργός, στα χωρία εκείνα όπου άλλα έργα και άλλοι συγγραφείς αναφαίνονται ως αρμοί ή δεσμοί των επιμέρους μελών του κυρίως έργου. Θα μπορούσε όμως να κάνει λόγο και για τομές ή, καλύτερα, παύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εισδύσει στο λογοτεχνικό εργαστήρι και να διαπιστώσει ότι η λογοτεχνία είναι, ουσιαστικά, η πράξη της ανάκλησης και της επαναφοράς, της διαρκούς επιστροφής σε όσα γράφτηκαν τα οποία, κάθε φορά τοποθετούμενα μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, καταδεικνύουν τη δύναμη και την αντοχή τους, ταυτόχρονα όμως και τον εύθραυστο ή εύπλαστο χαρακτήρα τους, την προθυμία τους να αποτελέσουν ξανά μια πρώτη ύλη σε ένα διαφορετικό καλούπι που, με τη σειρά του, θα προσφερθεί και αυτό ως πρώτη ύλη, ως υλικό έμπνευσης και επεξεργασίας στους επόμενους.

Μας προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση για τη λογοτεχνία, μια πρόσκληση σε μια ισότιμη συμμετοχή δημιουργού και αναγνώστη στο γίγνεσθαι του λόγου και του κόσμου.

Η Προμηθέα του Βούλγαρη είναι μεστή από αυτή τη διάθεση επιστροφής σε προγενέστερα ή σύγχρονά της κείμενα, που επιστρατεύονται με στόχο την επαναλειτουργία τους μέσα σε ένα πλαίσιο διαφορετικό, μέσα σε μια συνθήκη αναγεννητική, που δίνει στον περίφημο «κανόνα» αλλά και σε αυτούς που βρίσκονται έξω από αυτόν νέα ζωή και νέα προοπτική. Σολωμός, Μαρξ, Καρτέσιος, Μποντλέρ, Λιάνα Θεοδωράτου και πόσοι ακόμα που δεν γίνονται αντιληπτοί στην πρώτη ανάγνωση, λειτουργούν ως ψηφίδες που φέρουν όλο το φορτίο της πρότερης, αυτόνομης και αυτοτελούς τους παρουσίας. Μιας παρουσίας που, παρότι υπόκειται σε ένα είδος αποκοπής και σμίκρυνσης, εξακολουθεί να ακτινοβολεί και να προσφέρεται ως ένα είδος μαθητείας, ως μιας δυνατότητας οικείωσης και ταυτόχρονα ως μια εμπειρία υπέρβασης και μετατόπισης του συγγραφέα. Στο σημείο αυτό ανοίγει ένας διάλογος σχετικά με την εκμετάλλευση του έργου άλλων συγγραφέων, με τον βαθμό στον οποίο ένας δημιουργός νομιμοποιείται να παραθέσει στο έργο του χωρία, αποσπάσματα, συλλήψεις και αναφορές άλλων συγγραφέων. Γιατί εδώ ο Βούλγαρης φαίνεται πως δεν προτείνει απλά, αλλά προκρίνει αυτή τη μέθοδο ως την καταλληλότερη και την πλέον αρμόζουσα για να λειτουργήσει η τέχνη – με την επισήμανση, βέβαια, ότι η παράθεση θα έχει αρμονικά ενταχθεί και, την ίδια στιγμή, θα ξεχωρίζει ως επιλογή, ως προτίμηση, ως κριτική.

Επανερχόμενοι τώρα στο ζήτημα και το ζητούμενο της ελευθερίας και του ανοίγματος σε έναν χώρο όπου η γλώσσα και το είδος επαναπροσδιορίζονται, εκείνο που θα είχε κανείς να παρατηρήσει είναι ότι ο Βούλγαρης επιδιώκει την εκκίνηση όχι από το μηδέν, σίγουρα όμως από ένα σημείο στο οποίο η τέχνη, η ζωή και η ιστορία θα συναντιούνται και θα συνυπάρχουν. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενταχθούν οι προβληματισμοί που –εμβόλιμα– εκφράζει για την τέχνη και οι οποίοι αναδεικνύουν τη βούλησή του να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις και να αποκαλύψει τη μοναδική αλήθεια για την τέχνη, που είναι η άπιαστη και η άφθαστη φύση της, η αντίστασή της σε κάθε προσπάθεια να οριστεί, η έλξη της προς τη ρευστότητα, τη συνεχή μεταλλαγή και τον μετασχηματισμό. Η τέχνη για τον Βούλγαρη έχει την ίδια ακριβώς υφή με τον αέρα, με τον άνεμο που μονάχα να αισθανθείς μπορείς, ποτέ να συλλάβεις και περιγράψεις.

Ξεχωριστή θέση μέσα στο έργο έχει η ιστορία. Είναι η ιστορία στη συγκεκριμένη, απτή μορφή της και σε μια πιο αφηρημένη εκδοχή της, που δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με την ιστορία των ιδεών και των ιδεολογημάτων, αλλά μάλλον με την ιστορία του πνεύματος όπως αυτό αφυπνίστηκε για να διεκδικήσει τη μεταμόρφωσή του σε σώμα, σε πραγματικότητα, σε ζωή. Ο συγγραφέας κάνει συγκεκριμένες αναφορές, ανακαλεί στιγμές και πρόσωπα, επιχειρεί ερμηνείες, διαβάζει ξανά τα γεγονότα για να μπορέσει να δει την ιστορία στη λογοτεχνική της διάσταση και σημασία – ως ύλη που μορφοποιήθηκε κατά την ανθρώπινη βούληση και επιθυμία κι επιδέχεται, ακριβώς για τον λόγο αυτό, πολλές αναγνώσεις, πολλές επανασημασιοδοτήσεις, πολλές ερμηνείες. Σημαίνει άραγε αυτό ότι η σταθερότητα και η αλήθεια είναι μεγέθη δυσπρόσιτα ή, έστω, δυσθεώρητα και απομακρυσμένα; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Δεν μπορεί όμως να μη λάβει υπ’ όψιν της και τον κυρίαρχο νόμο που κυβερνά την ανθρώπινη συνθήκη και που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο διαλεκτική – μια δυναμική κίνηση της σκέψης και της δράσης των ανθρώπων, μια ώθηση προς τη διάνοιξη νέων δρόμων και τρόπων για την ανθρώπινη συμβίωση.

Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα, κεντρική αναδεικνύεται η θέση και ο ρόλος του αποδέκτη τόσο του νοήματος της αφήγησης όσο και του νοήματος της ιστορίας. Γιατί είναι αυτός που καλείται να νοηματοδοτήσει τις λέξεις, να ανασυνθέσει την αφήγηση, να αντιληφθεί τις τομές, τα κενά, τις γέφυρες και τις γεφυρώσεις και να μετατραπεί έτσι σε παραγωγό του μηνύματος που βρίσκεται σφηνωμένο μέσα στο αφηγηματικό ψηφιδωτό που συνθέτει εδώ ο Βούλγαρης. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση που δίνει στην αφήγηση έναν αφυπνιστικό ρόλο, μια διεγερτική λειτουργία, την κάνει να μοιάζει με ένα κάλεσμα κριτικό, διερευνητικό, συνθετικό του νοήματος της τέχνης και, κατ’ επέκταση, του πολιτισμού. Του πολιτισμού που συντίθεται από εναλλασσόμενα κομμάτια ζωής και τέχνης, με το ένα να παραδίδει τη σκυτάλη στο άλλο σε ένα αέναο δημιουργικό παρόν. Ο Βούλγαρης, με τη μεστή του γλώσσα, την τόσο ιδιότυπη, την καθαρά λογοτεχνική, κυρίως όμως με το άνοιγμά του σε πλείστες όσες πλευρές της ιστορίας της λογοτεχνίας και της λογοτεχνίας της ιστορίας, μας προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση για τη λογοτεχνία, μια πρόσκληση σε μια ισότιμη συμμετοχή δημιουργού και αναγνώστη στο γίγνεσθαι του λόγου και του κόσμου

 Diastixo.gr 14-4-2025

 

Νίκος Γαργαλιώνης

“Βολή κατά βολή”, τουτέστιν ένα κάθε χρόνο, όπως το είχαμε προβλέψει, ο ρυθμός κυοφορίας και γέννησης καθενός πονήματος – βιβλίου του Δολιανίτη, φίλου μου, ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ… Του Κώστα, που δηλώνει πεζογράφος – κριτικός λογοτεχνίας και, από το 2002, επιμελητής του ένθετου της κυριακάτικης “Αυγής”!

Από τις εκδόσεις “Κουκίδα”, μία καλοστημένη, ανοιξιάτικη ολόδροση δουλειά μιάμισης εκατοντάδας σελίδων, μ’ ένα πορτρέτο, έργο του Ρώσου ζωγράφου, Καζιμίρ Μαλέβιτς, στο εξώφυλλο, ο Κώστας Βούλγαρης, σε υποχρεώνει -για μια φορά ακόμη- ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, κι αυτά της ψυχής, και να ψαχουλέψεις, όχι ένα, αλλά πολλά λεξικά παρελθόντων ετών και ελληνικών γλωσσών προκειμένου βρεις άκρη και κρατώντας “το μίτο της Αριάδνης” αναζητήσεις, κάθε φορά, τη νοηματική έξοδο καθεμιάς παραγράφου…!

Όπως σε όλα τα βιβλία, του Κώστα, έτσι κι αυτή η ανάγνωση είναι μία όαση νοημάτων και εικόνων, διανθισμένη από γλωσσικά και καλολογικά τεχνάσματα, μία πλημμυρίδα από σύνθετες λέξεις και σπάνιες της Αρχαίας και της Βίβλου που, ας μην κρυβόμαστε, σε προβληματίζουν μήπως… οπότε ξαναγυρίζεις από την αρχή, ξαναδιαβάζεις αργά και με προσοχή, συνδέεις, υπογραμμίζεις…

Είναι “δυσνόητος” -με την καλή έννοια- ο Βούλγαρης, κι αυτό είναι το προσόν του, να ξεχωρίζει από τους άλλους γράφοντας υπέρμετρα ανώτερα και εγκυκλοπαιδικά χειμαρρώδη…! Τα ευτελή και παιδαριώδη δεν τ’ αγγίζει, ο Αρκάς Κ.Β., αλλά αγωνιά και συγκρούεται μέσα στα δαιδαλώδη σοκάκια της πραγματικής λογοτεχνίας που αρκετές δεκαετίες διακονεί με πίστη και συνέπεια…

Κι όμως, ενώ, ο Κώστας, είναι Πρώτος, “δεν ιππεύει την κάλαμον” αλλά το γραφτό το περνά από ψιλή κρησάρα… Η 156η σελ. και οι “Ευχαριστίες και οφειλές”, με κάποιες δεκάδες ζευγάρια μάτια εξαιρετικών “φίλτρων” είναι το επιστέγασμα της προσπάθειας και το “οκέυ” για τα περαιτέρω…

Δε θ’ εισχωρήσουμε στο περιεχόμενο της “Προμηθέας” μπας και το “βλάψουμε”… αφού, το νόημα, δεν είναι το ίδιο για τον καθένα… Θ’ αφήσουμε, τους φίλους, του Κώστα, να το μελετήσουνε, με προσοχή, κι ας βγάλει, ο καθείς, τα δικά του συμπεράσματα και τους δικούς του προβληματισμούς που, μετά, μπορεί να κουβεντιάσει με τον χαρισματικό, Κώστα, τον τόσο κοινωνικό, πρόθυμο και φιλότιμο…

Κωνσταντίνε, “καλή Ανάσταση”.

Οδός Αρκαδίας, 17-4-2025

 

 

Διώνη Δημητριάδου

Λόγος εκ λόγου και εν λόγω

Η φράση αυτή, με την εις τριπλούν αναφορά στην έννοια του λόγου, επιτρέπει την κατάδυση στο πολυσήμαντο της λέξης, που παραδόξως καταλήγει σε ένα και το αυτό, με τον λόγο εμφανώς να ενσωματώνει τον κώδικα των λέξεων χάριν επικοινωνίας, ταυτόχρονα να παραπέμπει στον λόγο/αιτία, με τη σχέση αιτίου και αιτιατού να κατευθύνει την παράγωγη έννοια της λογικής, αλλά και στον λόγο/αναλογία, με την αρχή του στη θεωρία των αριθμών, με όλα να συμψηφίζονται στη μία έννοια του Λόγου, θεωρούμενου ως αρχής του παντός. Απαραίτητη ενδεχομένως η παραπάνω εννοιολογική αναφορά, προκειμένου να εισχωρήσει κανείς (όχι χωρίς το αναγκαίο ρίσκο) στο πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη – ενδεχομένως περιττή, αν κάποιος έχει ήδη εντρυφήσει στο ύφος και τη γραφή του.

Ό,τι γράφει ο Βούλγαρης έχει την «πηγή» του (όχι τη γενεσιουργό, καθόσον αυτή εμφωλεύει έτσι κι αλλιώς μέσα του, αλλά την πηγή εννοούμενη ως αφετηριακό εφαλτήριο γραφής) στον εκφρασθέντα έως σήμερα λόγο, γραπτό ή προφορικό. Η ενασχόλησή του με αυτόν δημιουργεί έναν νέο «τόπο» λογοτεχνικό, στηριγμένο στην αρχή της μετάπλασης, αποδόμησης, δημιουργίας νέας δομής κατόπιν, η οποία και αυτή η ίδια προσφέρεται για εκ νέου επεξεργασία. Τα κείμενά του προϋποθέτουν την αφήγηση για να λειτουργήσουν ως μετα-αφήγηση, προϋποθέτουν τη μυθοπλασία για να λειτουργήσουν ως μετα-μυθοπλασία.

Η κατάργηση των αφηγηματικών τεχνικών μα και των αφηγηματικών τρόπων -που συνιστούν τα κλασικά στηρίγματα της λογοτεχνικής γραφής- εδώ δεν δημιουργεί χάος ασυνεννοησίας, ίσα ίσα οδηγεί σε ένα νέο τύπο γραφής, με την έννοια του «τύπου» ας θεωρείται αναγκαστική ή καταχρηστική, παρόλο που καθόλου σε τυποποίηση δεν παραπέμπει. Όλα τα φαινομενικά ετερογενή συγκλίνουν σε μία θεματική, συνιστώντας έτσι μία ολότητα, μέσα στην οποία το ετερογενές αποτελεί αναπόφευκτα το στοιχείο σύνδεσης. Μιλώντας, άλλωστε, για την έννοια της προόδου -γιατί αυτή είναι η εν λόγω θεματική- δεν θα μπορούσε αυτή να νοηθεί παρά μόνον ως συμβολή (με τη μορφή αντιπαράθεσης, αντίστιξης, αμφιβολίας, αμφισβήτησης, άρνησης και ανατροπής) ετερογενών στοιχείων. Διαλεκτική, έτσι κι αλλιώς, η σχέση των ετερογενών, προκειμένου να δομηθεί η όποια σύνθεση.

Η Προμηθέα του Βούλγαρη εσωκλείει στη θηλυκή της υπόσταση τη γέννηση, την υπόσχεση, τη θαρρετή πράξη, αλλά και την πολεμική εναντίον της, την καταδίκη της εν τέλει, με δεδομένη την κρίση του πολιτισμού, που με όχημα (ή πρόσχημα) την πρόοδο, υποσχόταν πολλά με, συχνά, αλματώδη πορεία. Εκκινώντας ο Βούλγαρης από την εκ του αποτελέσματος κρίση του πολιτισμού (στη βάση δύο διαπιστώσεων: η πρόοδος εφιάλτης της ιστορίας, η τέχνη εφιάλτης της προόδου), θα διέλθει τους αιώνες ανάπτυξης τού εν κοινωνία ανθρώπου, προκειμένου να κάνει τις επιλογές του (στη βάση των προσωπικών του αισθητικών κριτηρίων), από την ιστορία τής πιο δημιουργικής πράξης, στην οποία επιδόθηκε με ζήλο το νοήμον ον ακριβώς για να υπερβεί τους κανονιστικούς λογικούς κανόνες, δηλαδή της Τέχνης, που του άνοιξε μικρές χαραμάδες ελευθερίας μέσα στον αποπνικτικό κλοιό μιας ασταμάτητης πορείας προόδου. Και όλο αυτό δεν προκαλεί την αίσθηση ενός «διδακτικού εγχειριδίου», μια καθοδήγηση προς μια ανασύνταξη δημιουργικών δυνάμεων· αντιθέτως, με τον τρόπο της γραφής του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εισχώρησης και άλλων φωτεινών σημείων, τόσο από τον ίδιο, όσο και από την αναγνωστική επάρκεια αλλά και την ευαισθησία σε κάθε περίπτωση. Γιατί, όσο κι αν γράφοντας περιχαρακώνεται το συγγραφικό πεδίο, άλλο τόσο η γραφή η ίδια έχει τη δυναμική να αυτονομηθεί, το βιβλίο τελικά να «κάνει τα δικά του», όπως δηλώνεται στο συνοδευτικό σημείωμα.

 

Η γλώσσα των κειμένων 

Πώς εξυπηρετείται, όμως, το νοηματικό αυτό εγχείρημα; Η γλώσσα των κειμένων, μεικτή και παραλλάσσουσα διαρκώς το ύφος της, από την αρχαιότροπη σε λεκτικό κώδικα αλλά και σε σχήματα λόγου έως την προφορικότητα της απλής καθομιλουμένης, αλλά και με τη γλωσσοπλαστική δεινότητα της συλλειτουργίας (αιδιοταυτώφαλλος, ομουγαμησευόμεθα) δεν αποτελεί απλώς το όχημα, προκειμένου τα νοήματα να γίνουν κοινό κτήμα· αυτή τη λειτουργία την έχει έτσι κι αλλιώς ο κάθε χρησιμοποιούμενος κώδικας.

Εδώ η γλώσσα «καθοδηγεί» το νόημα, το διαμορφώνει, το επεκτείνει σε χώρο και χρόνο, συνδιαλέγεται με τις εποχές, μεταπλάθει τις αντοχές της, προκειμένου να προσεγγίσουν τα πρόσωπα και τα έργα τους το ένα το άλλο, να βρουν τις απώτερες και εσώτερες συνδέσεις τους που τα κατατάσσουν σε μια νοητή γραμμή, απελευθερωτική, που μπορεί να νοηματοδοτήσει κάθε εποχή στις πιο ουσιαστικές της εκδοχές, πέρα από την επιφάνεια των επιτευγμάτων που τη χαρακτηρίζουν· η τέχνη του λόγου, των εικαστικών, των μουσικών έργων ήταν πάντοτε μια ματιά από την αντίπερα όχθη, μια άλλη εκδοχή ζωής, που άλλοτε προφήτευε, άλλοτε διεκδικούσε, άλλοτε καθοδηγούσε, άλλοτε ανέτρεπε, όσο ήταν επιτρεπτό από τους εκάστοτε εξουσιαστικούς μηχανισμούς που είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν επάνω της, να την καταπιούν. Η περίπτωση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς ενδεικτική, στον οποία αφιερώνει ο Βούλγαρης αρκετές σελίδες, κυρίως στη δυναμική της 7ης Συμφωνίας του, γραμμένης εν μέρει στο πολιορκημένο Λένινγκραντ, στην αναμέτρησή της με την ισχύ της χιτλερικής πολεμικής μηχανής.

Αναπόφευκτα, ωστόσο, η τέχνη, σε όποια μορφή της -αρκεί να αντιμάχεται τα καθιερωμένα σχήματα, να σπάει τον σκληρό φλοιό τους, να αναδεικνύει τη γυμνότητά τους- ρισκάρει είτε την αυθεντικότητα των μηνυμάτων της είτε την ευρεία διάδοσή τους, απειλούμενη είτε από την ενσωμάτωση στους ίδιους μηχανισμούς που αντιμάχεται, είτε από την περιθωριοποίηση. Αν διασωθεί, και συχνά διασώζεται, τότε όντως προβάλλει μέσα από τις πολλαπλές μορφές, εμφανείς ή όχι, του σκοταδισμού. Όπως το Βαλς Νο. 2 του Σοστακόβιτς στέκεται αντιμέτωπο, προβάλλοντας την τζαζ «θρασύτητά» του, απέναντι στα αυτοκρατορικά βαλς της οικογένειας Στράους – υπόθεση διαφορετικής οπτικής ή καλύτερα καταξίωση του θαυματουργού μικρού μεγέθους, που κηρύσσει με τον δικό του τρόπο την επανάσταση· όχι μόνον στη μουσική.

Στο εξώφυλλο το έργο «Πορτραίτο» (1910) του πρωτοπόρου Καζιμίρ Μαλέβιτς, αναδεικνύει την εσωτερικότητα του προσώπου, ένα πρόσωπο χωρίς τον χώρο μέσα στον οποίο να σταθεί, χωρίς τα πράγματα να το περιβάλλουν. Έμφαση στην ουσία, εμφανής και ο διάλογος με το περιεχόμενο του βιβλίου.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

Υπήρξε ο εν Τροία περιώνυμος πόλεμος; Και Πάρις, και έρως, και έρις; Και Πρίαμος· όντως μεγαλόθυμος; Και Αχιλλέας· οξύθυμος; Και Αγαμέμνων· πλεονέκτης; Και Έκτωρ· ηρωικός; Και Ελένη· ασυλλόγιστος; Υπήρξε Ελένη; Υπήρξαν· και τα ιστορούμενα, και τα πρόσωπα όλα υπήρξαν, και τα αυτών προτερήματα και αμαρτίες. Τούτο οι πάντες ομολογούμε. Ποια τα τεκμήρια υπέρ αληθείας μαρτυρούν; Μόνον Ιλιάς Ομήρου. Έτερον; Ουδέν. Άρα, υπήρξαν; Και άνθρωποι, και πάθη και χαρακτήρες; Υπήρξε καν πόλεμος; Ή μόνον εις των ραψωδών τα ημιστίχια έλαβε χώρα, ώστε τούτοι εις τας πανηγύρεις ακόπως σιτίζονται; Υπήρξαν, ότι εισίν Ιλιάδος λέξεις. Παν ανθρώπινο ή της φύσεως έργο, και τα πέραν αυτής, εις οιονδήποτε καιρό, υπήρξε όπως ακριβώς εν τη τέχνη ιστορείται, όσα βέβαια τοιαύτης τύχης ευτύχησαν· και ό,τι άλλο, ως έχει εν τη τέχνη υπάρχει, εάν βεβαίως ταύτη επαξίως ως τέχνη λογίζεται. (σ. 86).

bookpress.gr, 27-4-2025


Στέφανος Ροζάνης

Μεταξύ μυθοπλασίας και αναστοχασμού 

Σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ο Μάριος Μαρκίδης, μιλώντας για την ηλικία των ποιητών και την ηλικία της ποίησης σημείωνε: «πολύ πιο σωστό θα ήταν [ο κριτικός της ποίησης] να έλεγε την ποίηση γηραλέα, μπαμπόγρια. Κουβαλάει πίσω της όλα τα χρόνια της τέχνης κι όλα τα χρόνια του κόσμου. Τα ονειρεύεται, τα ονειροπολεί, τα αναμηρυκάζει, με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Τα χαϊδεύει, τα σαρκάζει».

Ωστόσο, γηραλέα δεν είναι μόνο η ποίηση. Γηραλέα είναι και η μυθοπλασία και η μουσική και το θέατρο και οι τέχνες οι εικαστικές, και τελικά γηραλέος είναι και ο ανθρώπινος πολιτισμός, όχι βέβαια ο τεχνολογικός πολιτισμός και οι τεχνοεπιστήμες αυτές είναι πάντοτε νεαρές και προοδεύουν διαρκώς ενάντια στον ανθρώπινο πολιτισμό και ενάντια στις τέχνες του ανθρώπου τις γηραλέες.

Ο Theodor Adorno μας έμαθε ότι μέσα στα πρώτα μέτρα της σονάτας Quasi Una Fantasia [Υπό το Σεληνόφως] του Ludwig van Beethoven εμπεριέχεται ολόκληρη η δωδεκαφθογγική μουσική των ημερών μας. Ο André Marleau στο Φανταστικό Μουσείο μας έμαθε ότι μέσα στα σύγχρονά του εικαστικά ρεύματα (ιμπρεσσιονισμό, εξπρεσσιονισμό, υπερρεαλισμό, κυβισμό) εμπεριέχονται όλες οι θαυμαστές τεχνοτροπίες του Μεσαίωνα και των βυζαντινών απεικονίσεων. Η Μαργαρίτα Δαλμάτη εύστοχα παρατήρησε ότι η ποίηση του Boris Pasternak δένει «πολύ περίεργα με τη μουσική του Stravinski της τελευταίας Καντάτας του».

Στη φιλοσοφία, μέσα στον Hegel και στον Schelling εκκωφαντικά ακούγεται ο Πλάτων και ο Meister Eckart. Και οι ρομαντικοί μας δίδαξαν ότι μέσα στο όνειρό τους εγκλείεται η οδυνηρή νοσταλγία όλου του παρελθόντος της ανθρώπινης κραυγής μπροστά στον θάνατο και της ανθρώπινης επιθυμίας για-και-προς-τον-θάνατο.

Άφρονες εμείς σήμερα, αναζητούμε, μάλλον κραυγάζοντας, την πρόοδο των τεχνών ως τεκμήριο μιας ανίερης εξίσωσης του τεχνοεπιστημονικού μας εφιάλτη με τον πολιτισμό του ανθρώπου και το αιώνιο γήρας των τεχνών, που μόνο αυτό παρέχει στις τέχνες την αξίωση να είναι τέχνες ζωτικές, να είναι μια διαρκής elan vital και να εξυψώνει τις αξίες που καθορίζουν την αυθεντικότητα των βιωμάτων και των ψυχικών και συναισθηματικών ανταλλαγών μεταξύ του ανθρώπου και της ψυχής.

Ο Κώστας Βούλγαρης, στο βιβλίο του Η Προμηθέα, με οξυδέρκεια, αλλά και αφοπλιστική αμεσότητα, περιγράφει, μυθοπλαστικά αλλά και αναστοχαστικά, αυτήν ακριβώς τη στρέβλωση των ημερών μας, αυτή την απληστία που οδηγεί τον σύγχρονο μαζοποιημένο χώρο των τεχνών μας σε μια παρενδυσία της τέχνης, όπως τη χαρακτηρίζει, καταστροφική τόσο για την τέχνη όσο και για τους τεχνίτες και τα τεχνήματά τους. Γράφει επεξηγηματικά ο Βούλγαρης, σε ένα τετρασέλιδο που ως overture συνοδεύει το βιβλίο: «Ο πολιτισμός, σήμερα, είναι μια παρενδυσία της τέχνης, μια κοινωνική νεύρωση, και βλέπει την τέχνη ως αντίπαλό του, γιατί αυτή όντως αποτελεί τεκμήριο των ορίων του, η ύπαρξή της τον απομυθοποιεί, απέναντί της εξανεμίζονται οι “πολιτιστικές ταυτότητες” [...] Η μεσσιανική αντίληψη της αέναης προόδου υπήρξε όντως ο εφιάλτης της ιστορίας».

  Είναι αυτός ο εφιάλτης που διατρέχει τη μυθοπλαστική μορφή της Προμηθέας του Βούλγαρη, μέσα από αναστοχαστικές συζεύξεις και αλληλουχίες, οι οποίες εναντιώνονται στην κοινωνική νεύρωση της εποχής μας, αναζητώντας διαρκώς τις αυθεντικές πηγές από τις οποίες εκπηγάζουν ζωογόνα ύδατα των τεχνών, έστω με διαφορετικούς σχηματισμούς και προτάγματα.

Ένθετο "Αναγνώσεις" της κυριακάτικης Αυγής, 4-5-2025

Παναγιώτης Νούτσος

Με δυο λόγια… 

Παρακολούθησα την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Βούλγαρη: Η Προμηθέα (29.3.2025). Στο τέλος της έλαβε και εγώ το λόγο με την εξής συνοπτική συμβολή μου:

1.     Ως προς τον τίτλο: αν ο Προμηθεύς έγινε Προμηθέας, γιατί η κόρη του Προμήθεια να μη γίνει Προμηθέα; Πρόκειται για τη μητέρα της Τύχης, της Ευνομίας και της Πειθούς…

2.     Διαρκής είναι η επικοινωνία «μικρόκοσμου»/«μακρόκοσμου», όταν για παράδειγμα «μεγενθύνω και συρρικνώνω το σύμπαν μου» (σ.40) ή «του χρόνου όλου μεταποιημένου εις αέναον παρόν» (σ.71˙ πρβλ. σσ. 47,55,70,87,99).

3.      Ζωηρό πεδίο ερωταπόκρισης, ακόμη και με συντομία.

4.     Επίκληση της «ουτοπίας» ως «της εκ των κάτω αναπλάσεων» (σ.154).

5.     Η συζυγία τέχνης και ιστορίας εμφανίζεται συνεχής και ευρηματική.

6.     Δεν χάνεται το “et in Arcadio ego” (σσ.122,137,146,155).

7.     Η προσεγμένη αυτοβιογραφία ανακυκλώνεται.

8.     Μια ακόμη «πολυφωνική μεταμυθοπλασία».

Κλείνοντας συμμερίζομαι την ερωταπόκριση του φίλου μου:

Η Ελπίδα κρατάει λεπίδα;

Ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια περισσότερη γνώριμη συλλογιστική από την αρχαία φιλοσοφική γραμματεία. Πρόκειται για την ολοένα εντεινόμενη διελκυστίνδα ανάμεσα στο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» και στο «θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον». Σ’ αυτή τη διαρκή διακύβευση κρίνεται το ύπατο κανονιστικό κριτήριο των «μορφών ζωής», άλλοτε με τη στροφή προς την «υπέρβαση» και άλλοτε προς την «εναλλακτικότητα», με ενοποιό πάντως γνώρισμα την Ελπίδα, το εναπομείναν δώρημα της Πανδώρας.

                                      Ένθετο "Αναγνώσεις" της κυριακάτικης Αυγής, 4-5-2025


Παναγιώτης Βούζης

Το τέλος της προόδου

Η ένταση την οποία προκαλούν τόσο η πληθυντική προέλευση αυτής της ιδιολέκτου όσο και η συνύπαρξή της, στην Προμηθέα, με τη σύγχρονη νεοελληνική ανάγει τη μεμονωμένη λέξη σε γεγονός και καθιστά το βιβλίο μπαχτινικό πεδίο για τη σύγκρουση μορφών και εξουσιών. Η γλώσσα μετατρέπεται σε εμφύλιο σώμα

[…] ώστε εν λογοτεχνία και ιστορία ουκ έσται Αρκαδία, ως αυθεντικό και αμόλυντο σύμβολο και παρθενική φαντασίωση, παρά λόγος εκ λόγου και εν λόγω, και εξ αυτού εκβλαστήματα και προσδοκωμένη γενική και πολύφωνος αρμονία. Ομως ασύμπτωτος πορεία κατίσχυσε, και μονολόγων εναντιοδρομίες, έκαστος δηλών της προόδου και της αληθείας αντίκλητος […] (σελ. 9)

Όσα ακολουθούν τα απευθύνω, κυρίως, σε κάποιον που έρχεται, για πρώτη φορά, σε επαφή με την πολυφωνική μεταμυθοπλασία του Κώστα Βούλγαρη. Την τεχνική της σύνθεσης της Προμηθέας συνιστά η διακειμενική αναχώνευση. Πιο αναλυτικά, ενσωματώνονται, εδώ, μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα από τρία προηγούμενα κείμενα του συγγραφέα, από Το μεταχθές και το προαύριο, την Αυθάδεια λαγνεύουσα και το Στον καιρό της ανέχειας, αλλά, επιπλέον, περιλαμβάνεται ένα πλήθος άλλων λογοτεχνικών και μη λογοτεχνικών κειμένων. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αποσπάσματα από επιστημονικές εργασίες, θεωρητικά δοκίμια, κριτικές και τεκμήρια, όπως καταχωρίσεις εφημερίδων. Όλα τα κείμενα, ανεξαιρέτως, έχουν υποστεί τροποποιήσεις, προκειμένου τα συμφραζόμενα, συνολικά, να φωτιστούν με έναν καινούργιο τρόπο. Αυτή η αφηγηματική σύνθεση, συνεπώς, προκύπτει μέσω της συρραφής και της αφομοίωσης. Ώστε, αναδεικνύει τη μορφή της κατασκευής της. Η δε μυθοπλασία περιορίζεται σε επιμέρους σημεία. Παράλληλα όμως, ταυτίζεται με το σύνολο.

Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο σε μια ιδιόλεκτο, βασισμένη στην όψιμη αρχαία ελληνική και την εκκλησιαστική και τη θύραθεν βυζαντινή γλώσσα, όπως αυτήν του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Μιχαήλ Ψελλού. Πέρα από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιδιόλεκτος αποτελεί την πιο συνειδητοποιημένη υφολογική επινόηση του Κώστα Βούλγαρη, η σημαντικότερη λειτουργία της έγκειται στην εκθετική αύξηση της διακειμενικότητας, γιατί βυθίζεται στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας και αναδύεται, παρασύροντας μαζί της ένα μεγάλο και ετερόκλητο σύνολο από ιστορικές πηγές.

Η ένταση την οποία προκαλούν τόσο η πληθυντική προέλευση αυτής της ιδιολέκτου όσο και η συνύπαρξή της, στην Προμηθέα, με τη σύγχρονη νεοελληνική ανάγει τη μεμονωμένη λέξη σε γεγονός και καθιστά το βιβλίο μπαχτινικό πεδίο για τη σύγκρουση μορφών και εξουσιών. Η γλώσσα μετατρέπεται σε εμφύλιο σώμα. Και, μολονότι, φαινομενικά, αυτό το ιστοριογενές ιδίωμα προσκόπτει την επικοινωνία με τον αναγνώστη, αποσκοπείται, εδώ, μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη επικοινωνιακή σχέση, εξαρτημένη από μια προϋπόθεση η οποία μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Σου μιλώ, όμως, προκειμένου να με ακούσεις, πρέπει να απορρίψεις πολλά από όσα έχεις δεχτεί ως αληθινά, ξεκινώντας από την προσποιητή φυσικότητα του καθιερωμένου λόγου».

Για να προσεγγίσει κάποιος το βιβλίο, πρέπει, επίσης, να εξοικειωθεί με το πώς αντιμετωπίζει ο συγγραφέας την Ιστορία. Η τελευταία, σύμφωνα με αυτόν, συνιστά, όπως σημειώνει η Τζίνα Πολίτη, ένα τεράστιο αρχείο από ντοκουμέντα, χωρίς κανένα σύστημα οργάνωσης. Οποιος, λοιπόν, επιχειρεί να οργανώσει το αρχειακό χάος, δημιουργεί, στην πραγματικότητα, μια Ιστορία, μεταξύ πολλών, σύμμετρη προς την προσωπική του οπτική και ιδεολογία. Ο Κώστας Βούλγαρης, γράφοντας, δημιουργεί, επίσης, τη δική του εκδοχή. Μόνο που αποπειράται κάτι οριακό: να πλησιάσει, όσο γίνεται, αυτό που θα μπορούσε να αποτελεί το σχήμα της μιας και αυθεντικής Ιστορίας. Έτσι, και η νέα αφηγηματική σύνθεσή του χαρακτηρίζεται από τη διαλογικότητα –η οποία αντιστοιχεί στο χάος του αρχείου–, από τις εναντιοδρομίες των μονολόγων, από αντίπαλες τάσεις και αντιφατικές προοπτικές.

Στο βιβλίο, κατοπτεύεται όλη η νεωτερική εποχή. Το βασικό αντικείμενο κριτικής αποτελεί η θεμελιώδης, για τη νεωτερικότητα, έννοια της προόδου, στης οποίας το θηλυκό γένος συμμορφώνεται και ο τίτλος, Προμηθέα. Στην κριτική, επιπλέον, εκτίθεται η αστική δημοκρατία. Μεγαλύτερα και μικρότερα τμήματα αφιερώνονται στην τύχη των οστών του Καρτέσιου, στη Γαλλική Επανάσταση, στην πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον έρωτα και τον Μάη του ’68, στην Πτώση του Τείχους, στον καιρό της ανέχειας, ο οποίος ταυτίζεται με τον αργό θάνατο της νεωτερικότητας και τις διαδοχικές κρίσεις των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα.

Στην Προμηθέα, η νίκη του μοντερνισμού επί της νεωτερικότητας, και κατ’ επέκταση η αυτονομία και η εαυτονομία –για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Φρίντριχ Σίλερ– της τέχνης, συμβολίζεται με την εκτέλεση της Εβδόμης Συμφωνίας του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, στην ασφυκτικά γεμάτη Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής του πολιορκημένου Λένινγκραντ, το βράδυ της 9ης Αυγούστου του 1942. Προς το τέλος του βιβλίου και στο Επίμετρο προβάλλονται, όλο και εμφατικότερα, το αίτημα για την υπέρβαση του μοντερνισμού και του μεταμοντέρνου και το πρόταγμα της χειραφέτησης του ανθρώπου. Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο: Ο Κώστας Βούλγαρης αποβλέπει στο συμβάν, στο επίπεδο της γλώσσας, δηλαδή σε μια αισθητική απόλυτη τομή, η οποία, εάν καταστεί καθολική πρακτική, θα μετατραπεί σε συμβάν της Ιστορίας, σε μια απόλυτη κοινωνική και ανθρωπολογική ρήξη.

Εφημερίδα των συντακτών, 11-5-2025



 Μίνα Πετροπούλου

Μορφές της Γλώσσας και του Τραγικού στην Ύστερη Εποχή

“Ανοικείωση και διακειμενικότητα, προφορικότητα τε και δραματικότητα, συνεπιφέρουν ένα ιδιότυπο (απολύτως διακριτό) ύφος, που υπερβαίνει στην “Προμηθέα” τα ειδολογικά όρια και την κατατάσσει στο υπερκειμενικό υβριδικό ενοποιημένο ενεργοπληροφοριακό πεδίο της Αφήγησης στα χρόνια της Τέταρτης Ρομποτικής και Πέμπτης Κβαντομηχανικής «Βιομηχανικής» Επανάστασης” – Κωνσταντίνος Μπούρας.

“Η Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη είναι ένα σύνθετο, πυκνοϋφασμένο έργο που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μνημείο γλώσσας και ως προσπάθεια ενδοσκόπησης εαυτού. Δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο πεζογραφίας, αλλά ένα πολυφωνικό αφήγημα που κάθε λέξη του ηχεί σαν υπολειμματικός απόηχος ενός πολιτισμού που άλλοτε ήλπιζε, μα τώρα στοχάζεται επί των ερειπίων του. “Μέσα στην ιστορία της γλώσσας, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες και παροντικές, μέσα από την πόλωσή τους και τις διαπλοκές τους, τα βιβλία μου αφηγούνται την ιστορία, και το καθένα την ιστορία του” γράφει ο ίδιος.

Σε αυτή τη γραφή, οι λέξεις δεν είναι εργαλεία· είναι μνήμη και τελετουργία· πράξεις αναμνηστικές, επανασημασιοδοτημένες μες στο μετα-τραυματικό τοπίο της ύστερης νεωτερικότητας. Σε έναν κόσμο που, όπως γράφει ο Βούλγαρης “η φιλοδοξία του καλλιτεχνικού έργου σπανίζει, απωθείται και πνίγεται μέσα στην πλημμυρίδα της υποκατάστασης και της συμβατικότητας, η αισθητική αρτίωση αποτελεί πλέον εκζήτηση, είναι passé, τα απόνερα της μεταμοντέρνας συνθήκης”, το συγκεκριμένο πόνημα δεν είναι ένα αφήγημα που επιδιώκει τη γραμμική αναπαράσταση της εμπειρίας. Είναι περισσότερο μια τελετουργική σύλληψη του τραγικού, μια μεταγραφή των εννοιών της μνήμης, της απώλειας και του πολιτισμικού ναυαγίου σε ρητορική μορφή. Το βιβλίο προτείνει έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης: όχι οριζόντιο, αλλά κάθετο· όχι αποδεικτικό, αλλά επιτελεστικό.

Η φωνή της Προμηθέας: μια θηλυκή τεκτονική του μύθου

Ο τίτλος και μόνο, “Η Προμηθέα”, είναι όνομα δηλωτικό μιας αισθητικής και υπαρξιακής ανατροπής. Δεν έχουμε πια τον αρσενικό Προμηθέα, τον πολιτισμικό ευεργέτη και τραγικό αποστάτη· αντίθετα, εισερχόμαστε στον χώρο ενός θηλυκού προσώπου-συμβόλου, μιας “μητρίδας” όπως το διατυπώνει ο Κωνσταντίνος Μπούρας, που συγκεράζει την παρηγορητική λειτουργία της μητέρας με την υπαρξιακή ένταση του α-πολιτικού σώματος. Ο τίτλος ουσιαστικά προτείνει μια εννοιολογική μετατόπιση: από την πατριαρχική, αρσενική μορφή του Τιτάνα στην αρχετυπική μεταφορά ενός γυναικείου, “μητριδικού” προσώπου. Αυτή η αλλαγή φύλου δεν είναι απλώς σημειολογική. Είναι μια βαθιά ανατροπή της ηθικοπολιτικής δομής του μύθου: από το ανδρικό ήθος της θυσίας, σε μια γυναικεία παθολογία της μνήμης, της φροντίδας και της υπομονής.  

Πρόκειται για μια μεταφορά ριζικής μετάθεσης του μύθου σε άλλη πνευματική συχνότητα: από την τιμωρία του πολιτισμού στη σιωπή της μήτρας, από την πράξη στην κατάσταση, από τον ήρωα στην αλληγορία του αδύνατου. Μέσα σε αυτή την υποκατάσταση ο αναγνώστης μετατοπίζεται από τη βεβαιότητα της ηθικής πράξης στην ασάφεια μιας γυναικείας ετερότητας· μιας μορφής που δεν υπόσχεται σωτηρία, αλλά υπενθυμίζει την απώλειά της.

Η γλώσσα ως πράξη ανάκλησης και ανοικείωσης

 Το έργο φέρει εντός του την ιδιοτυπία της γλώσσας ενός συγγραφέα που δεν φοβάται να μιλήσει “ακατάλληλα” για την εποχή μας. Μια εποχή που, όπως υποστηρίζει, “ο πολιτισμός είναι μια παρενδυσία της τέχνης, μια κοινωνική νεύρωση, και βλέπει την  τέχνη ως αντίπαλό του, γιατί αυτή όντως αποτελεί τεκμήριο των ορίων του, η ύπαρξή της τον απομυθοποιεί” και μια εποχή στην οποία αναπόφευκτα “επιθέτεις μέλαινα χολή επί νόσου εικαζομένης, ενώ αυτή φαινόμενο περίβλεπτο είναι και εις τον σιδηρούν υπόκειται νόμο σου: επί τα πρόσω· επιστήμη, πολιτισμός· επί τα πρόσω· κραυγάζετε όλοι”.

Η γραφή του Βούλγαρη κινείται με ριζοσπαστική συνέπεια κόντρα στην κυρίαρχη επιπεδοποίηση της γλώσσας και της φόρμας. Η συνειδητή μίξη καθαρεύουσας και δημοτικής, η παλμική έλξη της λόγιας υφολογίας, οι διάσπαρτες παραπομπές σε υμνογραφικά και σχολιαστικά σώματα, δεν είναι απλώς τεχνοτροπική επιλογή. Είναι μορφή αντίστασης. Είναι στρατηγική αλλοτρίωσης (Verfremdung), στρατηγική ανοικείωσης, κατά την έννοια του Viktor Shklovsky. Ένας μηχανισμός ρήξης με τη λογοτεχνική ευκολία, που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να ησυχάσει μέσα στην “αλήθεια” του κειμένου. Αντιθέτως, τον υποχρεώνει να περιπλανηθεί σε μια γραφή που είναι συγχρόνως λιτανεία και παλίμψηστο.

Η γλώσσα στην “Προμηθέα” δεν λειτουργεί ως μέσο διαμεσολάβησης, αλλά ως γεγονός. Η καθαρεύουσα συνυπάρχει με την ομιλουμένη σε ένα ιδίωμα που θυμίζει τόσο τους βυζαντινούς χρονογράφους όσο και τον μεταπολεμικό Καρούζο. Ο Βούλγαρης δεν νοσταλγεί την καθαρεύουσα – την χρησιμοποιεί ως εύρημα και στοιχείο που υπενθυμίζει την πολλαπλότητα της ελληνικής ταυτότητας και την απώλεια της ενιαίας φωνής. Αυτή η γλωσσική ετερογένεια δεν είναι τεχνικό κόλπο. Είναι η ίδια η διαλεκτική ανάμεσα στον πολιτισμό και την παρακμή.

“Η κατάργηση των αφηγηματικών τεχνικών μα και των αφηγηματικών τρόπων -που συνιστούν τα κλασικά στηρίγματα της λογοτεχνικής γραφής- εδώ δεν δημιουργεί χάος ασυνεννοησίας, ίσα ίσα οδηγεί σε ένα νέο τύπο γραφής”  γράφει η Διώνη Δημητριάδου . “Η Προμηθέα” συγγενεύει περισσότερο με τη “Γυναίκα της Ζάκυθος” του Σολωμού ή με τη “Χαμένη Άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα, παρά με οποιοδήποτε σύγχρονο νεορεαλιστικό αφήγημα. Είναι ένα μετα-είδος που εκκινεί από τη μορφή του λόγου και καταλήγει στη διάλυση της μορφής. Αν ο Ρίτσος έδωσε φωνή στην Ελένη, ο Βούλγαρης δίνει “αφωνία” στην Προμηθέα — μια μορφή χωρίς φωνή, ένα πρόσωπο χωρίς προορισμό.

 Ο Βούλγαρης αποδομεί τον συμβατικό ρεαλισμό της σύγχρονης πεζογραφίας, τον ρεαλισμό που εγκλωβίζεται στο γεγονός, στην πλοκή και στη ρηχή αληθοφάνεια, και αντιπροτείνει μια γραφή υπερκειμενική, σχεδόν μυστικιστική. Κάθε ενότητα φανερώνεται ως μονόλογος εσώτερης απογύμνωσης ή ως χορικό μιας συλλογικής συνείδησης σε άταφο πένθος. Σε αυτό το πλαίσιο, η κάθε λέξη δεν είναι στοιχείο αφήγησης αλλά ιζήματα χρόνου. Φορτίζεται με ιστορικά υπονοούμενα, πολιτισμικές διαστρωματώσεις, και απολεσθέντα νοήματα που επανέρχονται στην επιφάνεια μέσα από την τεκτονική της γλώσσας. Άλλωστε για τον ίδιο η λειτουργία της γλώσσας “ομοιάζει πολύ με τη λειτουργία της ψυχής: και οι δύο αντλούν από το χάος του “πριν” και του “μετά”, του “όχι ακόμη” και του “ήδη τετελεσμένου”· καμιά τους δεν διέπεται από γραμμικότητα”.

Η αποδόμηση της προόδου στην Προμηθέα

Στην “Προμηθέα” η πρόοδος δεν προβάλλεται ως ευθύγραμμος ορίζοντας ή ως ελπιδοφόρος κινητήριος δύναμη της ιστορίας· αντιθέτως, καθίσταται ένα φάντασμα που τη στοιχειώνει. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας:

 “Στον καιρό της ανέχειας, παν άλλοθι και πρόσχημα και προσωπείο αυτής εξέπεσε, και η βαθεία κόπωσή της αυθωρεί εκορυφώθη, και τον ορίζοντα κάθε προσδοκίας επεσκίασε, ότι πλέον παν μέτρον, όπως και δικαίου αίσθηση, ολοσχερώς απώλεσε, ως επί μακρόν εαυτού ανεπίσκετος…

Ως της προόδου αφανής απόληξη, επέρχεται επιδημία ποικίλων ελλείψεων και αδηφάγων παθών, αφειδώς τον πληθυσμόν ολοθρεύουσα”.

 Δεν υπάρχει εδώ η νεωτερική αυταπάτη του “εκ των υστέρων φωτισμού”. Αντί για το φως της σωτηρίας, διαχέεται το θαμπό μεταφυσικό ημίφως ενός κόσμου που επιμένει να προχωρά μέσα από τα ερείπιά του. Από τον ορθολογισμό του Καρτέσιου έως τη συναισθηματική πυκνότητα του Σοστακόβιτς, ο αφηγηματικός ιστός του έργου συνδέει, με μια σχεδόν μουσική υφή, το φιλοσοφικό με το αισθητικό, το ιστορικό με το υποκειμενικό. Πρόκειται για μια σύνθεση που το πνεύμα της ιστορίας δεν διαβάζεται ως πρόοδος, αλλά ως διαρκής επιστροφή σε ένα τραγικό συμβάν: το γεγονός ότι ο πολιτισμός ενδέχεται να φθείρει περισσότερο από όσο χτίζει.

Η πρόοδος, στον κόσμο του Βούλγαρη, εμφανίζεται ως “δεινόκλωθος μοίρα” – μια φράση που ο ίδιος χρησιμοποιεί, δανεισμένος ίσως από αρχαϊκές μορφές σκέψης, για να περιγράψει τον ιδιότυπο εκείνο μηχανισμό που, ενώ υπόσχεται υπέρβαση, καταλήγει να αυτοκαταναλώνεται. “Νυν, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, η πρόοδος αβαθώς και ασκεπώς παρασιτεί, δια σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα” (Κ. Βούλγαρης). Πρόκειται για μια σύγχρονη μορφή ύβρεως, όχι απέναντι στους θεούς, αλλά απέναντι στον ίδιο τον λόγο που τη συνέλαβε. Η πρόοδος ως μοίρα δεν ταυτίζεται πλέον με τις δυνατότητες, αλλά με μια αδηφάγο επιτάχυνση· μια κίνηση χωρίς κατεύθυνση, που απορροφά και απονευρώνει τα ίδια της τα δημιουργήματα.

Μέσα σε αυτό το πεδίο αποδόμησης, η γραφή του Βούλγαρη δεν παραδίδεται σε κανέναν εκσυγχρονιστικό μεσσιανισμό. Δεν ομνύει σε νέα μανιφέστα, ούτε στήνει μνημεία στο μέλλον. Αντιθέτως, κατεβαίνει συνειδητά στα βάθη των ερειπίων, όχι για να τα αναστηλώσει, αλλά για να συνομιλήσει με αυτά. Εκεί, μέσα στο υλικό της αποσύνθεσης, βρίσκει το ίχνος του τραγικού· και από εκεί αντλεί μια μορφή γλώσσας που δεν λειτουργεί ως εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Η αρχαϊκή γραμματεία, η εκκλησιαστική υμνολογία, τα φιλολογικά σπαράγματα, συνθέτουν ένα σώμα λόγου που δεν αποσκοπεί στην πληροφόρηση αλλά στην εμψύχωση. Η γλώσσα εδώ δεν εκφέρει απλώς το νόημα· το ενσαρκώνει.

Το έργο, με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν περιορίζεται στην αφήγηση κάποιας ιστορίας ή στην αναπαράσταση προσώπων. Αντιθέτως, λειτουργεί ως μια μετα-αφήγηση. Όχι μεταμοντέρνα με την επιφανειακή της μορφή -δηλαδή ως παίγνιο ή ειρωνεία απέναντι στη σοβαρότητα της παράδοσης- αλλά ως ένα βαθύ, ενδοστρεφές και ενίοτε επώδυνο εγχείρημα συνομιλίας με την ίδια την ιδέα του τέλους: το τέλος της ιστορίας, της συνέχειας, της αυταπάτης περί κατεύθυνσης. Η “Προμηθέα” εγγράφεται, έτσι, στην ευρύτερη παράδοση των έργων που αρνούνται τον ευθύγραμμο χρόνο και αναζητούν, στη θέση του, τη σπειροειδή κίνηση της μνήμης και της αποδόμησης.

Ο Κώστας Βούλγαρης, βαθύτατα εμποτισμένος από τη λογοτεχνική και πολιτισμική παράδοση, δεν γράφει εναντίον της. Ούτε όμως την υπερασπίζεται αφελώς. Προχωρά πέρα από αυτήν, όχι για να την εγκαταλείψει, αλλά για να την μεταμορφώσει. Η επανένωση με την παράδοση γίνεται εδώ μέσω μιας ρητορικής της απώλειας και της σιωπής, μιας επανενεργοποίησης των λειψάνων του παρελθόντος μέσα από τη γραφή. Δεν είναι νοσταλγία· είναι ανάκληση: ένας τρόπος να τεθεί ξανά το ερώτημα της γλώσσας, της ιστορίας και του νοήματος στο μεταίχμιο ενός κόσμου που δεν πείθεται πια από καμία αφήγηση σωτηρίας.

Η αφήγηση ως τελετουργία

“Η Προμηθέα”, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κ. Μπούρας, δεν συντάσσεται με το διδακτισμό της καταγγελίας, ούτε με τη ρητορική επιτακτικότητα που διεκδικεί υπακοή ή αποδοχή. Δεν διακηρύσσει· αποκαλύπτει. Δεν διδάσκει· καθαγιάζει. Είναι ένα έργο επιφατικό, με την έννοια που δίνει στον όρο η θρησκειολογική σκέψη του Mircea Eliade: μια μορφή αποκάλυψης που δεν επιδιώκει να πείσει, αλλά να εγκαθιδρυθεί ως εμπειρία στον αναγνώστη. Το έργο είναι επιφατικό με την αρχαϊκή, σχεδόν μυστικιστική σημασία του όρου· φανερώνει χωρίς να επιβάλλεται, φωτίζει χωρίς να εκτυφλώνει, ανοίγει εντός μας ένα χώρο ερμηνευτικού δέους. Ο λόγος του Βούλγαρη δεν παραδίδει θεωρήματα. Προτείνει τελετουργίες ερμηνείας, που ενεργοποιούνται όχι με τη διανόηση αλλά με τη συμμετοχή. Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο, όπως και το ιερό στην αρχαϊκή κοινωνία, “δεν εξηγείται αλλά επιτελείται”.

Η γλώσσα του λειτουργεί όχι ως διάλεξη, αλλά ως  λιτανεία. Είναι ένας ψίθυρος που διαπερνά το επιφανειακό στρώμα του νοήματος και καλεί σε εσωτερική συμμετοχή. Δεν επιδιώκει να αναγνωστεί με τη λογική της αποκωδικοποίησης, αλλά με τη διάθεση του μύστη που στέκεται όχι απέναντι στο κείμενο αλλά εντός του.

“Η Προμηθέα” δεν επιζητεί να ερμηνευτεί. Δεν είναι έργο που διψά για αναλυτικές περιγραφές ή για συγκριτικές ταξινομήσεις. Είναι μάλλον ένα λογοτεχνικό συμβάν που εγγράφεται στον αναγνώστη με τρόπο υπόγειο, σχεδόν ποιητικό – όπως οι τελετουργίες που δεν ζητούν από τον παρόντα να κατανοήσει, αλλά να συμμετάσχει. Κάθε φράση, κάθε μετάβαση, κάθε μεταφορά λειτουργεί ως πρόταση κατανόησης κι όχι ως εξήγηση. Και γι’ αυτό το έργο διατηρεί μια ανοιχτότητα ουσιώδη, καθιστώντας τον εαυτό του πεδίο “πολλαπλών επί-σκέψεων” (Κ. Μπούρας) – μια φράση που σηματοδοτεί όχι απλώς την πολυσημία του, αλλά το γεγονός ότι απαιτεί σκέψη που επισκέπτεται, αναθεωρεί, αναδιπλώνεται.

Ο συγγραφέας, με σπάνια στοχαστική ικανότητα, γνωρίζει να μεταστοιχειώνει τα όρια των λογοτεχνικών ειδών. Η κριτική στο έργο του γίνεται ποίηση· η αφήγηση, ψαλμός· η ιστορία, ένα είδος μυστικής ανάγνωσης της εσωτερικότητας. Η λειτουργία του Βούλγαρη είναι εκείνη του μείζονος λογοτέχνη-τελετουργού, ο οποίος δεν γράφει για να αποκαλύψει μια θεωρία, αλλά για να εγκαινιάσει μια διάθεση. Το κείμενό του δεν είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας· είναι μεταγραφή μιας εμπειρίας που αγγίζει την υπαρξιακή μας δομή.

Η ποιητική του ρήγματος

 Η ιστορία στον λόγο του Βούλγαρη δεν είναι ιστοριογραφία αλλά ενδοχώρα, χώρος όπου η μνήμη υπερβαίνει το γεγονός και προσλαμβάνεται ως ύπαρξη. “Η Προμηθέα” λειτουργεί έτσι ως ρήγμα – όχι με την καταστροφική έννοια της διάσπασης, αλλά ως τομή, όπως τη συνέλαβε ο Maurice Blanchot: ένα σημείο ασυνέχειας που καθιστά ορατή την αλήθεια που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί. Το έργο αρνείται την επιτάχυνση της Ιστορίας και υπαγορεύει μια κατάδυση στην παλμική υλικότητα της γλώσσας και της εμπειρίας.

“Η Προμηθέα” δηλαδή δεν λειτουργεί ως ένα ρήγμα με την έννοια της ριζικής καταστροφής, αλλά ως μορφή δημιουργικής διάρρηξης του συνεχούς. Είναι μια τεκτονική τομή ανάμεσα στο πριν και το μετά, στο εντός και το εκτός, στο συνειδητό και το υπόγειο. Μέσα από τη ρωγμή που ανοίγει το έργο, διαφαίνεται ένας άλλος ορίζοντας· ένας πολιτισμός που δεν ευαγγελίζεται την πρόοδο αλλά το βάθος. Μια ύπαρξη που δεν εξαντλείται στο ιστορικό της περίγραμμα αλλά απλώνεται στη συμβολική της υποδομή. Δεν μας ωθεί προς τα εμπρός· μας τραβά προς το βάθος.

Συμπερασματικά

“Η Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη δεν είναι ένα έργο που αναγιγνώσκεται απλώς· είναι ένα έργο που κατοικείται. Μας προσφέρει όχι μια θεώρηση της Ιστορίας αλλά μια λειτουργία της μνήμης. Δεν είναι ένα ακόμη πρόταγμα προς τα εμπρός – προς την ανάπτυξη, την ταχύτητα, την επόμενη τεχνολογική υπέρβαση, αλλά ένα πρόταγμα προς τα κάτω –  προς την εσωτερικότητα, προς το ρίζωμα. Ένα κάλεσμα να αναστοχαστούμε τον πολιτισμό όχι ως προέλαση, αλλά ως σκάψιμο. Να κατανοήσουμε την ανθρωπότητα όχι ως σχέδιο, αλλά ως τραύμα.

Μέσα από τη γλώσσα, τη μορφή, τον στοχασμό και το πάθος, ανοίγει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης· εκείνον που δεν υπόσχεται σωτηρία αλλά ειλικρίνεια. Και αυτό είναι μια εξεχόντως γενναία προσφορά στη σύγχρονη λογοτεχνία. 

Όπως άλλωστε ο ίδιος υποστηρίζει:

“… η τέχνη υπήρξε όντως ένας εφιάλτης της προόδου, μια ρωγμή ελευθερίας και ένα αποκούμπι για τα θύματά της”.

Βιβλιογραφία

Κώστας Βούλγαρης, Η Προμηθέα, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, Μάρτιος 2025

“Οβερτούρα”- τετρασέλιδο σημείωμα του Κώστα Βούλγαρη. Μοιράστηκε στο αναγνωστικό κοινό στην διάρκεια της πρώτης παρουσίασης του βιβλίου στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, στις 29/05/2025

Διώνη Δημητριάδου, «Η Προμηθέα» του Κώστα Βούλγαρη (κριτική) – Λόγος εκ λόγου και εν λόγω, 27 Απριλίου 2025  https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/22816-i-promithea-tou-kosta-voylgari-kritiki-logos-ek-logou-kai-en-logo

Κωνσταντίνος Μπούρας, Κριτικό Σημείωμα για την Προμηθέα του Κώστα Βούλγαρη, 5 Μαρτίου 2025,  https://www.periou.gr/konstantinos-bouras-kostas-voulgaris-i-promithea-ekdoseis-koukkida-athina-martios-2025-isbn-9786182081457-selides-160/

Giorgio Agamben, What is the Contemporary?, Stanford University Press, 2009.

Maurice Blanchot, The Writing of the Disaster, University of Nebraska Press, 1995.

Mircea Eliade, Το Ιερό και το Βέβηλο, μτφρ. Ν. Δεληβοριάς, εκδόσεις Αρσενίδης, Αθήνα 2002.

Hans-Georg Gadamer, Truth and Method, Continuum, 2004.

Julia Kristeva, Desire in Language: A Semiotic Approach to Literature and Art, Columbia University Press, 1980.

Viktor Shklovsky, “Art as Technique”, in Russian Formalist Criticism, University of Nebraska Press, 1965.

culturebook.gr, 17-5-2025

 Χρύσα Φάντη

Η τέχνη ως χώρος αναζήτησης και ριζοσπαστικότητας

 

 Η “Προμηθέα” του Κώστα Βούλγαρη αποτελεί έναν στοχαστικό και φιλοσοφικό συλλογισμό γύρω από την πρόοδο, την ιστορία, την τέχνη και την ανθρώπινη ύπαρξη. Ξεκινά με αναφορές σε ιστορικά και φιλοσοφικά ρεύματα, υποδεικνύοντας πώς οι ιδέες μετασχηματίζονται και αναδιαμορφώνονται μέσα στον χρόνο. Στο βιβλίο του, αυτό που προκαλεί το πρώτο ρήγμα στην αναγνωστική μας συνείδηση είναι ο τίτλος. Η επιλογή του θηλυκού άρθρου («Η» Προμηθέα) αντιπαραβάλλει στην αντρική πατριαρχική μορφή του εξεγερμένου, σοφού και φιλάνθρωπου Τιτάνα, μια σχεδόν απρόσωπη θηλυκή οντότητα, που υπάρχει για να μαρτυρεί την απώλεια. Μέσα από αυτή τη σιωπηλή θηλυκότητα, ο Βούλγαρης επανανοηματοδοτεί τον μύθο, αποδομώντας τη νεωτερική αυταπάτη του ηρωισμού και της προόδου. Δεν υπόσχεται φως. Αντιθέτως, φωτίζει το αδιέξοδο, τη βαθιά εκείνη στιγμή όπου το πολιτισμικό υποκείμενο παύει να ελπίζει και αρχίζει να θυμάται. Όμως, δεν πρόκειται για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μια φιλοσοφική αναδίφηση σε ένα άχρονο μνημόσυνο: λιτό, ελεγειακό και τελετουργικό.

Πολυφωνικότητα και διακειμενικότητα

 Το βιβλίο, εστιάζοντας στην έννοια της μεταμυθοπλασίας ως αισθητική επιλογή και λογοτεχνική τεχνική, αποτελεί μια στοχαστική ιδιοπαρουσίαση και ταυτόχρονα μια σύνθετη αισθητικο-φιλοσοφική τοποθέτηση πάνω στον ρόλο της λογοτεχνίας, της τέχνης και του πολιτισμού στη σύγχρονη εποχή, μέσα από μια παράδοση που συνεχίζει το έργο του Βαλτινού και του Πάνου, αλλά και με σαφείς διαφοροποιήσεις.

Η κυρίαρχη θέση του συγγραφέα του είναι ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει εν κενώ προϋποθέτει έναν διάλογο με το παρελθόν και μια συγκεκριμένη αισθητική επιλογή, ακόμη κι αν αυτή είναι «αυθαίρετη». Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταμυθοπλασία δεν είναι απλώς ένα ύφος αλλά μια σύνθετη λογοτεχνική στάση απέναντι στην ιστορία και τη γλώσσα. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η γλωσσική ανομοιογένεια, η πολυφωνικότητα και η διακειμενικότητα στοιχεία που ενσωματώνουν μέσα τους την ιστορία της γλώσσας και των σημασιών της, ενώ ταυτόχρονα υποδηλώνουν μια έντονη κριτική της ενιαίας και μονολογικής αφήγησης.

Χρησιμοποιώντας μια μίξη καθαρεύουσας και λόγιων τύπων, επιλέγει κι εδώ, όπως και σε προηγούμενα έργα του, μια γλώσσα που παρουσιάζει έντονη επιτήδευση. Πολλές φράσεις παραπέμπουν σε βιβλικές κατασκευές, ενισχύοντας το αίσθημα ενός «ιερατικού» ύφους, που εκφράζει αλλά και προϋποθέτει μια χρονική απόσταση και επισημότητα, θυμίζοντας αρχαιοελληνικές και βυζαντινές γραμματειακές παραδόσεις. Η σύνταξη, συχνά ελλειπτική και επαναληπτική, δημιουργεί έναν κυματισμό σκέψης που προσομοιάζει στην προφορικότητα, παρά την εμφανή επιτήδευση. Ο ρυθμός είναι στοχαστικός, γεμάτος ακανθώδεις συλλογισμούς και ανακόλουθες προτάσεις, που δίνουν την εντύπωση μιας αγωνιώδους εσωτερικής πάλης και πνευματικής αναζήτησης.

Επιπλέον, η εξακολουθητική χρήση αφηρημένων εννοιών και παρομοιώσεων, σε συνδυασμό με έναν πυκνό λυρισμό, καθιστούν το νόημα ηρακλείτειο, ενώ η επανάληψη μοτίβων, όπως, για παράδειγμα, η διαρκής αντιπαραβολή μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και η υιοθέτηση δομών όπως «ας λέγουν…», προσδίδουν μια σχεδόν προφητική χροιά. Σε δομικό επίπεδο, η διάλυση της πλοκής, η απουσία αφηγηματικής συνέχειας, η εναλλαγή φωνών και τονισμών, εκτός από μορφολογικές επιλογές είναι πρωτίστως η φυσική συνέπεια ενός στοχασμού που αντιστέκεται στην απλοποίηση και την κατανάλωση.

Σχέση προόδου και παρακμής

 Το βασικό ερώτημα που διαπνέει την “Προμηθέα” είναι η σχέση μεταξύ προόδου και παρακμής. «Αυτό είναι το “θέμα” του βιβλίου μου: η Πρόοδος. Έτσι, σκιαγραφώ την αντιφατική διαδρομή της Προόδου, από τον Καρτέσιο και τη Γαλλική Επανάσταση, την Κομμούνα των Παρισίων, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τη γερμανική εξέγερση καθώς κι εκείνη του Ντ’ Ανούτσιο στην Ιταλία, στέκομαι ιδιαίτερα στην 9η Αυγούστου του 1942, όπου στο πολιορκημένο Λένινγκραντ η 7η Συμφωνία του Σοστακόβιτς αντιπαρατέθηκε στα χιτλερικά στρατεύματα, στη μεταπολεμική ευωχία και στις δεκαετίες “των λουλουδιών”, στην κατίσχυση, μετά το 1989, της “μίξης των σωμάτων, ουχί κατ’ ανάγκην μετ’ αλλήλων αλλά και κατά μόνας, ως πολλά σώματα εν τω αυτώ σώματι…”, φτάνοντας στη σημερινή γενικευμένη κρίση. Είναι μια λογοτεχνική αφήγηση για τον ιστορικό κύκλο της νεωτερικότητας, ο οποίος κλείνει στις μέρες μας αφήνοντας ερείπια: ιδεών, ανθρώπων, κοινωνικών σχέσεων», γράφει ο Βούλγαρης.

Ο συγγραφέας φαίνεται σκεπτικός απέναντι στην ιδέα ότι η πρόοδος είναι εγγενώς καλή· αντιθέτως, τη βλέπει ως μια διαδικασία που έχει οδηγήσει σε πνευματική φτώχεια, ηθική διάβρωση και πολιτισμική σύγχυση. Η έννοια της ιστορικής εξέλιξης αντιμετωπίζεται διαλεκτικά: δεν υπάρχει μία αλήθεια ούτε μία σταθερή αφήγηση, αλλά μια διαρκής ροή σημασιών που ερμηνεύονται διαφορετικά σε κάθε εποχή. Ως εκ τούτου, επιζητά μια νέα μορφή συνείδησης διαλογική και πολυφωνική που να ξεπερνά τα στεγανά των μονοδιάστατων αφηγήσεων. Παράλληλα, διατυπώνει μια έντονη κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό. Ισχυρίζεται ότι η μαζικοποίηση της τέχνης και η εμπορευματοποίησή της έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση της αισθητικής φιλοδοξίας και στην εξομοίωση των δημιουργών με τους επιτήδειους.

Επικρίνει τα «εργαστήρια δημιουργικής γραφής», τα οποία, κατά τη γνώμη του, προωθούν μια ψευδαίσθηση λογοτεχνικής παραγωγής, υποκαθιστώντας την αληθινή τέχνη με μια καταναλωτική εκδοχή της. Ακόμη, διακρίνει την τέχνη από τον πολιτισμό: η τέχνη, όπως υποστηρίζει, προσφέρει έναν «λοξό» τρόπο θέασης του κόσμου και μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, ενώ ο πολιτισμός, όπως διαμορφώνεται σήμερα, αναπαράγει το κυρίαρχο κοσμοείδωλο και λειτουργεί ως εργαλείο ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, η τέχνη γίνεται «εφιάλτης της προόδου», λειτουργώντας ως μια ρωγμή ελευθερίας απέναντι σε μια κοινωνία που επιδιώκει την ομογενοποίηση και την καταναλωτική απορρόφηση κάθε αυθεντικής δημιουργικής πράξης.

Η πρόοδος ως «δεινόκλωθος μοίρα»

 Ανατέμνοντας με ακρίβεια την παθολογία της σύγχρονης εποχής, η οποία κάτω από το πρόσχημα της εξέλιξης οδηγείται στην πλήρη απομυθοποίηση του νοήματος, καταδεικνύει ότι η πρόοδος ως «δεινόκλωθος μοίρα» δεν είναι ευλογία αλλά ύβρις. Είναι μια ανελέητη, ίσως και αυτοκαταστροφική, δύναμη της Ιστορίας ή της προόδου. Υφαίνει το μέλλον όχι με σωφροσύνη ή κατεύθυνση, αλλά με τυφλή, αμείλικτη επιμονή. Δεν έχει πρόσωπο ούτε κρίση. Απλώς συνεχίζει να υφαίνει – και αυτή ακριβώς η συνέχιση μπορεί να είναι η ίδια το πρόβλημα. Είναι η σύγχρονη μορφή ύβρεως, η πορεία ενός κόσμου που, στο όνομα της «προόδου», χάνει τον προσανατολισμό του και τελικά παρασιτεί πάνω στο ίδιο του το μέλλον. Όχι μια πορεία προς το καλύτερο, αλλά μια αυτόματη μηχανή φθοράς που καταναλώνει ακόμη και τον ίδιο τον μύθο της.

Πρόκειται για έναν ρηξικέλευθο στοχασμό πάνω στην έννοια του τέλους: το τέλος της γραμμικής ιστορίας, της ηθικής βεβαιότητας, της αισθητικής ελπίδας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία ανάγνωσης μετατρέπεται σε μυητική πράξη, σε συμμετοχή σε ένα λογοτεχνικό μυστήριο που δε λειτουργεί στο φως του νου, αλλά στο σκοτάδι της καρδιάς. Μέσα από τον παραλληλισμό με τη βυζαντινή χρονογραφία, την εκκλησιαστική υμνολογία και τα αρχαία συμφραζόμενα, η γλώσσα λειτουργεί αποκαλυπτικά, όχι επειδή δίνει απαντήσεις, αλλά επειδή εγκαθιστά έναν νέο χώρο εμπειρίας.

Μια τραγωδία χωρίς κάθαρση

 Στην “Προμηθέα”, κάθε ενότητα είναι ένας μονόλογος ή ένα θραύσμα συλλογικής συνείδησης – σαν μια νεωτερική παραλλαγή των χορικών μιας τραγωδίας. Μιας τραγωδίας όμως, χωρίς κάθαρση. Δεν ενδιαφέρεται για το τι συνέβη, αλλά για το πώς βαραίνει αυτό που δεν συνέβη ποτέ. Επιχειρεί να αγγίξει τον πυρήνα του ελληνικού, όχι μέσα από την ταυτότητα, αλλά μέσα από το ρήγμα της. Πρόκειται για μια πράξη λιτότητας, μια τελετουργία απογύμνωσης ενάντια στον λογοτεχνικό ναρκισσισμό. Στέκεται απέναντι στον καιρό μας – όχι καταγγελτικά, αλλά πένθιμα. Δεν έχει κάτι να αποδείξει. Η συμβολή του συγγραφέα της μας υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία δεν είναι μέσο αλλά τρόπος.

Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν το βιβλίο του θα καταφέρει να αντέξει στον χρόνο ή αν θα περιπέσει στη λήθη, όπως ενδεχομένως και ολόκληρο το ρεύμα της μεταμυθοπλασίας. Η επίθεση που εξαπολύει στη μαζική παραγωγή τέχνης και στην εμπορευματοποίηση του πολιτισμού έχει ενδιαφέρον, αλλά ίσως εμπεριέχει και μια ελιτίστικη οπτική. Είναι αλήθεια ότι η υπερπαραγωγή «λογοτεχνικών» έργων και η ανεξέλεγκτη διάδοση της «δημιουργικής γραφής» έχουν οδηγήσει σε έναν πληθωρισμό μετριότητας. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως η διεύρυνση του πολιτιστικού πεδίου δίνει ευκαιρίες έκφρασης σε περισσότερους ανθρώπους και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι εκ προοιμίου αρνητικό. Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση που κάνει ο συγγραφέας μεταξύ «τέχνης» και «πολιτισμού» είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Υποστηρίζει πως η τέχνη είναι μια ανατρεπτική δύναμη, ενώ ο πολιτισμός –όπως διαμορφώνεται σήμερα– είναι ένα μηχανισμός σταθεροποίησης και επιβολής. Η απάντηση, όμως, δεν βρίσκεται ούτε στις προθέσεις του ούτε στην «προώθηση» του έργου του, αλλά στη δύναμη του ίδιου του κειμένου να διαμορφώσει τη δική του αισθητική αξία.

Ο Βούλγαρης φαίνεται να υιοθετεί έναν αρνητισμό απέναντι στη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια για πιθανές θετικές εξελίξεις. Θεωρεί ότι η αποθέωση της «μεγάλης αφήγησης» δεν λαμβάνει υπόψη τις νέες μορφές λογοτεχνίας και τέχνης που αναπτύσσονται σήμερα μέσα από τα ψηφιακά μέσα και τις υβριδικές αφηγηματικές μορφές.

Πρόκειται για μια τολμηρή θέση, που όμως έχει βάση: συχνά, αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό» περιορίζεται σε μια διαδικασία ταυτοτικής κατανάλωσης, χωρίς να παράγει αληθινή αισθητική αξία. Η τέχνη, από την άλλη, παραμένει ένας χώρος αναζήτησης και ριζοσπαστικότητας.

 

Φιλοσοφική αναζήτηση της ελευθερίας

 

Στην “Προμηθέα” ο συγγραφέας προειδοποιεί ότι η πρόοδος έχει γίνει μια ασυγκράτητη και επιφανειακή δύναμη, οδηγώντας σε παρακμή, ανούσιες κοινωνικές δομές και ανθρώπους ανερμάτιστους και ευκόλως χειραγωγήσιμους. Σ’ αυτό το πλαίσιο αντιπαραβάλλει την παραδοσιακή δομή της ανθρώπινης συνείδησης βασισμένη σε μονολογικές και αυταρχικές αφηγήσεις με την ανάγκη για έναν πολυφωνικό, διαλογικό τρόπο σκέψης. Επισημαίνει πως η ιδεαλιστική πρόσληψη της ιστορίας (είτε μέσω λατρευτικής εξιδανίκευσης είτε μέσω απόλυτης καταδίκης) ενισχύει την υποταγή της συνείδησης. Παρουσιάζεται ως μια υπαρξιακή αναζήτηση και ταυτόχρονα, ένα είδος ελευθερίας, μια ελευθερία η οποία δεν έγκειται σε ένα «άλμα», αλλά σε μια βαθύτερη αναθεώρηση της ιστορικής εμπειρίας και της ανθρώπινης αυτογνωσίας και σε μια υπόσχεση για ελπίδα και κάθαρση, όπου η πρόοδος δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις ψευδαισθήσεις του.

Πρόκειται για μια φιλοσοφική διακήρυξη που αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη κοινωνία αντιλαμβάνεται την πρόοδο και την ιστορία, ένα έργο προκλητικό, που θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της τέχνης και της λογοτεχνίας. Είτε συμφωνήσει κανείς με όλες τις απόψεις του, είτε όχι, σίγουρα αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση στη συζήτηση για την αξία της λογοτεχνικής δημιουργίας στον σύγχρονο κόσμο. Συνδυάζοντας στοιχεία από την αρχαιοελληνική, βυζαντινή και σύγχρονη σκέψη, προτείνει μια διαφορετική οπτική, όπου η ελευθερία και η πολυφωνία της συνείδησης αποτελούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρότι η γλώσσα και το ύφος του το καθιστούν απαιτητικό στην ανάγνωση, έχει έντονο φιλοσοφικό και κριτικό βάθος, προτρέποντας σε μια στοχαστική προσέγγιση των κοινωνικών και ιστορικών μεταβολών.

Ηλεκτρονικό περιοδικό fractalart, 28-5-2025

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου