Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σιακαντάρης


Ο Μπολιβάρ στον αντίποδα του Μακρυγιαννισμού

Η ανάγνωση του Νίκου Εγγονόπουλου απέναντι στη σεφερική εξιδανίκευση του Μακρυγιάννη

 Ο Κώστας Βούλγαρης, συγγραφέας και επιμελητής στο ένθετο βιβλίου και ιδεών «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης «Αυγής», τολμά με αυτό το βιβλίο να στοχεύσει απευθείας στην καρδιά του βασιλείου της κοινοτοπίας που έχει αναδείξει τον ιδιοτελή Μακρυγιάννη σε σύμβολο του νέου Ελληνισμού.

Αυτόν που συντάχθηκε με τον Γκούρα κατά του Ανδρούτσου και του Κολοκοτρώνη, αυτόν που από δευτερεύουσα συντεχνιακή φιγούρα της Επανάστασης μετατράπηκε σε ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης και πηγή ενός υποτιθέμενου πατριωτισμού∙ η πηγή όμως χρόνια τώρα εκβάλλει σε εθνικιστικούς και αντιδυτικούς βαλτότοπους.

Σύμφωνα με τον Βούλγαρη, η κυρίαρχη σήμερα εθνική αφήγηση δεν στηρίζεται στην πραγματική Ιστορία, αλλά στα σχήματα που ο Σεφέρης και η λογοτεχνική γενιά του 1930 επέβαλαν. Είναι ο Σεφέρης που τον ανέδειξε σε πρότυπο, σύμβολο και σημείο αναφοράς για όλα τα μεγάλα ζητήματα –γλώσσα, ελληνικότητα, Επανάσταση του 1821– της χώρας. Η ιδέα του αγνού και αγράμματου έλληνα πολεμιστή που συμβολίζει την καθαρή Ελλάδα στον αγώνα της κατά των ξενόφερτων ελίτ, διαδεδομένη τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, αποτελεί το αρχέτυπο του νεοελληνικού λαϊκισμού. Λαός κατά ελίτ, πατριώτες κατά ξενόδουλων δυτικόφιλων, ορθοδοξία κατά Δύσης, αμόρφωτοι κατά εγγραμμάτων. Η ευφορία γύρω από τον Μακρυγιάννη στήνεται πάνω σε μια εθνική αφήγηση με δεξιά και αριστερά υποστηρίγματα μιας σκηνής υπερ-ιστορικών παραστάσεων, όπως αυτές κατεβαίνουν στο έργο του Σεφέρη και του Θεοτοκά, γενικότερα στη Γενιά του 1930, αλλά και σε πολλούς αριστερούς συγγραφείς.

Ο συγγραφέας δεν είναι ο πρώτος –ευτυχώς– που αμφισβητεί τον «μακρυγιαννισμό». Είναι όμως ο πρώτος που απαντά σε αυτόν με το έργο του Εγγονόπουλου. Αν υπάρχει ένα παράδοξο εδώ –καθόλου όμως παράδοξο για τον ίδιο τον Βούλγαρη– είναι πως αυτός βλέπει στον «Μπολιβάρ» μια κομμουνιστική αφήγηση και έναν κομμουνιστή ποιητή. Θα έλεγα παρατραβηγμένο, αν δεν ήταν μεταφορά στα σημερινά δεδομένα μιας πραγματικότητας στην οποία μόνο ο ΕΛΑΣ αντιτασσόταν στους ναζί. Όμως κάθε αναφορά και κάθε αναλογία που δεν παρουσιάζονται ως τέτοια απειλούν να μας ρίξουν στον γκρεμό των ιδεοληψιών. Έτσι ο Βούλγαρης χτυπώντας μια κυρίαρχη ιδεοληψία, τον μακρυγιαννισμό, μπορεί να μας παρασύρει και να παρασυρθεί και ο ίδιος σε μια άλλη ιδεοληψία, αυτήν της Αριστεράς του ηθικού πλεονεκτήματος.

 

Αναλογίες

Ας επιστρέψουμε όμως στο βιβλίο. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως κυρίως με τον «Μπολιβάρ» αλλά και τους πίνακές του ο Εγγονόπουλος αντιτίθεται στη σεφερική ανάγνωση του Μακρυγιάννη ως «ενός Έλληνα». Εδώ ο Μπολιβάρ, γεννημένος το 1942-’43, και όχι ο Μακρυγιάννης, είναι «ωραίος σαν Έλληνας». Ο συγγραφέας διακρίνει τέσσερις αναλογίες του ποιήματος «Μπολιβάρ» μεταξύ του 1821 και του 1940. Αναλογία πρώτη ανάμεσα στον Μπολιβάρ και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Αναλογία δεύτερη του τέλους του Θησέα από τον «φίλο» του Διομήδη και του τέλους του Ανδρούτσου από τον «φίλο» του Γκούρα. Αναλογία τρίτη του Μπολιβάρ ήρωα της Λατινοαμερικανικής Επανάστασης με τον Κολοκοτρώνη επικεφαλής της Ελληνικής Επανάστασης. Και τέταρτη με τον εγκλεισμό του Μπολιβάρ στην «κορφή του βουνού Έρε», όπως του Κολοκοτρώνη στην «πιο ψηλή κορυφή της νήσου Ύδρας». Έτσι σταδιακά ο Εγγονόπουλος μετατόπισε την εστίασή του από τον Ανδρούτσο στον Κολοκοτρώνη. Βεβαίως εδώ οφείλω να παρατηρήσω πω ο αντίποδας στον αρχετυπικό λαϊκισμό του Μακρυγιάννη δε μπορεί να στηρίζεται στον Κολοκοτρώνη αλλά στον Μαυροκορδάτο. Έτσι όμως δεν θα έβγαινε στον συγγραφέα το σχήμα με τον Μπολιβάρ αντάρτη του ΕΛΑΣ.

Ο Εγγονόπουλος στον «Μπολιβάρ» φτιάχνει ένα δαιμονιώδες πλέγμα αναλογιών, με τη γαλλική, τη λατινοαμερικάνικη, την ελληνική αλλά και την υπερρεαλιστική επανάσταση. Σε καιρούς καταδίκης της βίας γενικά και αόριστα, και όχι μόνο στο πλαίσιο των δημοκρατιών, αξίζει να αναφερθεί πως το βιβλίο ξεκινά με ένα εγκώμιο που πλέκει ο Εγγονόπουλος στον Ροβεσπιέρο, τον οποίο πολλοί σήμερα βγάζοντάς τον από το πλαίσιο των καθηκόντων της Γαλλικής Επανάστασης παρουσιάζουν σαν τέρας. Ο Βούλγαρης μαζί με τις αναλογίες φτιάχνει και αντιστίξεις μεταξύ προσώπων όπως οι Ροβεσπιέρος, Μπολιβάρ, Ανδρούτσος, Κολοκοτρώνης, Οικονόμου από τη μια, και Γκούρας, Μακρυγιάννης, Κουντουριώτης, Σκούρτης από την άλλη.

Στη συνέχεια ο Βούλγαρης καταφεύγει σε άλλα πεδία εκτός του ποιήματος, όπως αντιστασιακά κατοχικά ποιήματα, ρεμπέτικα, αφίσες που ο Εγγονόπουλος φιλοτέχνησε για τον ΕΟΤ, μια σύγκριση του Μακρυγιάννη με τον Χατζή Σεκρέτη, αλβανό ελληνομαθή λόγιο, μια παράθεση των μακρυγιαννιστών της Αριστεράς, Φωτιάδη, Τσίρκα, Ελύτη, Θεοδωράκη, Ρίτσου, Σβορώνου που προσθέτει σ’ αυτήν των Σεφέρη, Θεοτοκά, Δημαρά, για να τεκμηριώσει με αυτά την αντίθεση του Εγγονόπουλου στον λαϊκισμό του Μακρυγιάννη και των ετερόκλητων θαυμαστών του.

Όσον αφορά τη Γενιά του 1930, αυτή προτίμησε τον Μακρυγιάννη ως πρόγονό της γιατί «μόνο εκείνου, η πολιτισμικά καθυστερημένη εικόνα και συνείδηση του λαού, την βόλευε» (σ. 62). Μια πολύ σοβαρή παρατήρηση, η οποία, δυστυχώς ή ευτυχώς, χρειάζεται ένα καινούριο βιβλίο για να τεκμηριωθεί. Αλλά για να γραφεί αυτό το βιβλίο θα πρέπει να έχει προχωρήσει η κριτική στον εθνικισμό της εναντίωσης στη Συμφωνία των Πρεσπών.

Σε εποχές απαξίωσης του αντιεθνικιστικού λόγου, τέτοια βιβλία είναι βροχή σε εποχές ξηρασίας.

 

Τα Νέα, 5-6 Σεπτεμβρίου 2020    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου