Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Συνέντευξη

Με την Γιούλη Τσακάλου

 

Ελένη είναι ο τρόπος

 

-Κύριε Βούλγαρη, ο τίτλος του βιβλίου σας, Η δικιά μας Ελένη, είναι τουλάχιστον ασυνήθιστος, ή και προκλητικός. Γιατί τον επιλέξατε;

-Ο λόγος είναι πολύ απλός, σχεδόν προβλέψιμος. Γιατί είναι κοινός τόπος, ότι ο στόχος όποιου εμπλέκεται στην περιπέτεια της λογοτεχνίας είναι να συναντήσει την Ελένη, το πλέον διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο. Την Ελένη, ως αίτιο και αποτέλεσμα της συγγραφής, από την Τροία μέχρι σήμερα, ως μέθεξη ζωής και τέχνης. Και ακόμα, ως συλλογικό σημείο αναφοράς κάθε εποχής, που αναζητά τη δικιά της Ελένη, ως απαύγασμα και πρότυπο του ωραίου. Αφού λοιπόν το αντικείμενο του βιβλίου μου είναι η σύγχρονη ποίηση, μέσα σε μια νέα εικόνα της διαδρομής δύο αιώνων της νεοελληνικής ποίησης, θεώρησα πως αυτός ο τίτλος αντιστοιχούσε.

 

-Πώς προέκυψε το βιβλίο σας;

-Πριν την πανδημία, ξανακοίταξα στο αρχείο μου τα δημοσιευμένα αλλά και αρκετά αδημοσίευτα κείμενά μου για τη σύγχρονη ποίηση, και με αυτά ως εφαλτήριο άρχισα να συνθέτω έναν τόμο με τις απόψεις μου, δηλαδή με την κριτική εμπλοκή μου με τη σύγχρονη ποίηση, υπό τον τίτλο Η δικιά μας Ελένη.

Ο τόμος ήταν έτοιμος, η ποιήτρια Μαρία Κούρση τον είχε διορθώσει, όπως και όλα τα προηγούμενα βιβλία μου. Όμως, ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά, «σκάλωσα» στο εδάφιο για τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου και άρχισα να το «σκαλίζω». Και όλο μεγάλωνε το εδάφιο, διαλύοντας την εύλογη δομή του τόμου, αλλά και ποτέ δεν τελείωνε, ώστε να εκδοθεί το βιβλίο μου για τη δικιά μας Ελένη. Κατάλαβα πως έπρεπε να παραστρατήσω, κι έτσι προέκυψε το προηγηθέν βιβλίο μου, Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό, το οποίο κυκλοφόρησε τις μέρες που άρχιζε η πανδημία.

Αλλά, αφού ο Κολοκοτρώνης ήταν πλέον ωραίος σαν Μπολιβάρ, όλος ο τόμος για τη σύγχρονη ποίηση άλλαζε άρδην. Άλλωστε, ο καθ’ ημάς μοντερνισμός, εκκινών με τον μεγάλο αλεξανδρινό, δεν είναι ένας αλλά περισσότεροι, και μάλιστα, τελευτούσης της δεκαετίας του ’30, οι μοντερνισμοί της ποίησης αντιπαλεύουν μέχρι θανάτου, με ποιήματα και γιαταγάνια. Ένας πόλεμος που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, χωρίς να έχει κριθεί οριστικά, παρά τις μάχες που έχουν κερδηθεί και χαθεί. Και, μετά την εισαγωγή του μοντερνισμού από την τριάδα Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης, οι δύο βασικοί μοντερνιστικοί πόλοι που προέκυψαν είναι ο Σεφέρης και ο Εγγονόπουλος.

Αυτό ήταν το φόντο, αλλά και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εγγράφονταν, και γράφονταν τα σύγχρονα ποιήματα. Μπορούσα να το αγνοήσω; Όμως, τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα αγνοούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν, αγνοούν το ρήγμα και τον μοντερνιστικό εμφύλιο. Ας είναι. Εγώ δεν θα μπορούσα να τα προσπεράσω όλα αυτά. Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω τον τόμο, Η δικιά μας Ελένη, απ’ την αρχή. Αυτό μου πήρε δύο χρόνια, τα χρόνια της πανδημίας, που τα έζησα με την υπόρρητη ελπίδα, ότι τουλάχιστον τώρα κάπου θα την εύρισκα, θα τη συναντούσα τη δικιά μας Ελένη, μέσα στα σύγχρονα ποιήματα.

 

-Τη συναντήσατε τελικά την Ελένη;

-Το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι, σε όλη αυτή την περιπέτεια, κάθε τόσο μου έρχονταν απειλητικά στο μυαλό ο στίχος του Ευγένιου Αρανίτση:

την ομορφιά λίγοι αγάπησαν, την ελένη οι πάντες,

καθώς κι εκείνοι της ποιήτριας-διορθώτριάς μου:

Η γυναίκα που βγαίνει από το θέατρο

δεν είναι η Ελένη∙ Ελένη ονομάζεται

 

-Ήταν λοιπόν μάταιη η προσπάθεια; Αυτό περιγράφετε στο βιβλίο σας;

-Τελικά δεν ήταν καθόλου μάταιη η προσπάθειά μου. Απλώς, με οδήγησε σε ένα ξέφωτο διαφορετικό από εκείνο που περίμενα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους.

Παρ’ ότι είμαι πεζογράφος, πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι που συνέχει τη διαδρομή μου, μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσέγγιζα μέσα από τη μελέτη και κριτική της ποίησης. Είναι μια παραδοχή απ’ την οποία είχα και ίδιον όφελος: έτσι έγραψα τα πεζογραφικά μου βιβλία, όπως άλλωστε και τα δοκιμιακά, και μόνο έτσι, αυτά τα βιβλία, θα μπορούσαν να γραφούν. Γιατί η ποιητική παράδοση είναι η μόνη που διαθέτουμε ως εθνική λογοτεχνία και πάνω της ενοφθαλμίζονται όλες οι άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις. Έστω και αν, τόσα χρόνια ασχολούμενος με τη σύγχρονη ποίηση, δεν τη βρήκα πουθενά, δεν τη συνάντησα ποτέ, εκείνη, τη δικιά μας Ελένη.

 

-Περιγράφετε ένα αδιέξοδο;

-Ναι, έτσι φάνηκε να είναι στην αρχή. Με αποτέλεσμα η συγγραφή του βιβλίου μου, τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, να πελαγοδρομεί. Μέχρι που, κάποια στιγμή, στάθηκα σε μερικές κρίσιμες σκέψεις του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, σκέψεις της ωριμότητάς του. Είχε κι αυτός τον δικό του ήσκιο, ονόματι Σεφέρης, που τον ακολουθούσε κραδαίνοντας μαρμάρινα μέλη∙ σε εκείνον απαντά:

 Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες

ήτανε δίχως χαρά, μ’ ένα κρύο, αδέκαστο φως

Και πάνω απ’ όλα, πήρα πολύ στα σοβαρά την περίφημη ποιητική αποστροφή του, που αναφέρεται στον ίδιο ήσκιο:

Mια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα

στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,

συλλογίστηκε.

Mα τι θα πει κεκυρωμένος;

Έτσι, βγήκα στο απροσδόκητο ξέφωτο και ολοκληρώθηκε το βιβλίο μου.

 

-Μπορείτε να γίνεται πιο σαφής;

-Βεβαίως. Ευτύχησα δηλαδή να αντιληφθώ, μαζί με τον Σινόπουλο, ότι κεκυρωμένος δεν θα πει τίποτα, η μνημείωση είναι κενό γράμμα. Εγκατέλειψα λοιπόν την περιπλάνηση σε άγονες εκτάσεις, όπως το στατικό, και μόνον κατ’ όνομα ταξίδι της γραμματολογίας και άλλες ερημώσεις. Άρχισα να συχνάζω σε εναργείς τόπους της ποίησης, σαν τον Νεκρόδειπνό του, μέσα στο νερό του ποταμιού, όταν κυλάει. Εκεί, κατάφερα τελικά να συναντήσω την Ελένη, τη δικιά μου Ελένη. Έτσι ονομάζεται ο τρόπος, Ελένη.

 

-Μας λέτε δηλαδή ότι το βιβλίο αφορά τη δικιά σας Ελένη;

-Όχι. Ο καθένας, μέσα στο βιβλίο μου, όπου περνάνε τόσοι ποιητές και ποιήτριες, αλλά και τόσα ποιήματα, μπορεί να συναντήσει τη δικιά του Ελένη. Δηλαδή, μια άλλη Ελένη, δίπλα στη δικιά μου. Αυτή είναι άλλωστε η γοητεία της ποίησης αλλά και της ανάγνωσης.

 

περιοδικό Fractal, 14/6/2022

https://www.fractalart.gr/voylgaris-kostas/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου