Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

 Υπάρχει ακόμη ο μοντερνισμός;

Μια σειρά μελετών της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ποίησης που παραμένει δέσμια ενός αιτήματος το οποίο έχει πάψει από καιρό να ταυτίζεται με τον ριζοσπαστισμό στην τέχνη

 «Η δικιά μας Ελένη» του Κώστα Βούλγαρη είναι ένας ογκώδης τόμος κριτικών κειμένων για την ποίηση με ευρύ κέντρο αναφοράς, που εκκινεί από τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές και φτάνει μέχρι τους ποιητές οι οποίοι έκαναν τα πρώτα τους βήματα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, έχοντας ξεπεράσει σήμερα τα εξήντα ή τα εβδομήντα τους χρόνια. Η δομή του βιβλίου είναι ασυνήθιστη. Εργασίες παλαιότερων ετών, βιβλιοκρισίες και μελέτες δημοσιευμένες στην εφημερίδα «Η Αυγή» και σε συλλογικούς τόμους ή εισηγήσεις σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και συνέδρια: όλα αυτά έχουν τώρα τοποθετηθεί σε μια ενιαία αφήγηση και είναι διανθισμένα από συνομιλίες με μια φίλη ακαδημαϊκής κατεύθυνσης ή ενισχυμένα με αυτούσιες αναφορές τρίτων (κριτικές αλλά και ποιητικές), πάντοτε σχετικές με τα θέματα του Βούλγαρη.

Ο κριτικός δεν κρύβει τις ψηφίδες του, την επικαιρική καταγωγή και τον μερικό χαρακτήρα των κειμένων του, φιλοδοξεί, όμως, να τα εντάξει σε έναν κορμό με συμπαγή στόχο. Καταλαβαίνω ότι ο στόχος αυτός είναι η διερεύνηση της ανέλιξης των ποιητικών μορφών μέσα στον χρόνο και η εξέταση του βαθμού της καλλιτεχνικής τους επιτέλεσης, όπως υπαινίσσεται και το ποικιλοτρόπως μυθολογικό όνομα της Ελένης στον τίτλο. Αποκλείω την περίπτωση του γραμματολογικού σκοπού, δεδομένου ότι ο Βούλγαρης δεν προκρίνει ένα σχήμα συστηματικής εποπτείας των ποιητών του, ούτε τους συγκρίνει ή τους συσχετίζει σε αναπεπταμένο φάσμα, επί τη βάσει εξαντλητικών εσωτερικών και εξωτερικών διαιρέσεων, είτε στο επίπεδο του θεματικού προσανατολισμού είτε στο πεδίο της εφαρμοσμένης τεχνοτροπίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βούλγαρης αποφεύγει τη χάραξη γενικών κατευθύνσεων ή την υιοθέτηση γενικών τοποθετήσεων, εδώ, όμως, το βιβλίο του μάλλον χωλαίνει ακριβώς λόγω της γενικότητάς του. Αν, επί παραδείγματι, το 1989 έχει κάποιο νόημα ως ορόσημο μιας ιστορικής περιόδου, με την έννοια πως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου εγκαινιάζει την τερματισμό της οποιασδήποτε βεβαιότητας στην εσωτερική και στη διεθνή πολιτική σκηνή, η πορεία της τέχνης, και ειδικότερα της ποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δυσκολεύεται να αποκτήσει συστοιχία μαζί του, όπως σε άλλη ευκαιρία δέχεται και ο ίδιος ο Βούλγαρης.

Στις μελέτες του Βούλγαρη, υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, γενικότητες που αγγίζουν τα όρια της ιδεοληψίας. Οι πιο διαφορετικές στιγμές και τεχνολογίες της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ποίησης στεγάζονται υπό την επιγραφή της «κρίσης του μοντερνισμού», και πρέπει να ομολογήσω πως εν προκειμένω ο κριτικός μοιάζει αδύνατον να εξοικειωθεί με το γεγονός ότι ο μοντερνισμός έχοντας πάψει, ήδη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να είναι μάχιμος, πόρρω απέχει από το δράμα της οποιασδήποτε κρίσης: όντας εν πολλοίς αυτονόητη παραδοχή και κοινός τόπος, ο μοντερνισμός του Σεφέρη και το καινοφανές του υπερρεαλισμού αποτελούν το έδαφος για όλους τους νεότερους ποιητές, λιγότερο ή περισσότερο γόνιμο, μα ασύνδετο πλέον ούτως ή άλλως με την καινοτομία ή τον ριζοσπαστισμό. Και αν τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον μεταμοντερνισμό, το καινούριο χρειάζεται να το αναζητήσουμε στις μικρές, ατομικές λύσεις και μακριά από κάποιο γενναιόφρονο ή ανατρεπτικό πνεύμα. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με την «καθεστωτική ποίηση» ή με την «καθεστωτική κριτική» (μεγάλα, τάχα αντικομφορμιστικά λόγια), ούτε με τον μοντερνισμό του σεφερικού Μακρυγιάννη (ξέρουμε σήμερα πως η σχέση του Σεφέρη με την παράδοση ανήκει σε ένα απείρως περιπλοκότερο δίκτυο), αλλά με το τι μένει από τα μοντέρνα και τα μεταμοντέρνα υπολείμματα.

Ουκ εν των πολλώ το ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ. Και ως προς αυτό, είναι οπωσδήποτε ανάγκη να διανυθεί ένας άλλος, λιγότερο υπερφίαλος δρόμος. Το πετυχαίνει ο Βούλγαρης με τις επιμέρους αναλύσεις του, όταν συγκεντρώνεται στους ίδιους τους ποιητές και στα ποιήματά τους.

εφ. Το Βήμα, 19/7/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου